Ανθολόγιο Ποίησης - Γιώργου Ν. Μανέτα, 1977 - 1996 και έτερα ιστολόγια (Τα εξ" αφορμής - πάρεργα) 2009 - 2014 Γιῶργος Ν. Μανέτας - Ποίηση

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2006


Ὁ Γιῶργος Ν. Μανέτας, εἶναι ἀπόμαχος Ἕλληνας ναυτικὸς καὶ ποιητής. Γεννήθηκε τὸν Ἰούλιο τοῦ 1961 στὴν Ἀθήνα ἀπὸ Κερκυραίους γονεῖς καὶ ἀπὸ τὸ 1997, κατὰ διαστήματα μέχρι τὸ 1996, ταξίδεψε μὲ ἑλληνικῆς καὶ ξένης πλοιοκτησίας φορτηγὰ καὶ γκαζάδικα ποντοπόρα πλοῖα. Εἶναι νυμφευμένος μὲ τήν ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα (Λιζέτε Ντὲ Σόουζα Σερκέϊρα). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ ἀσχολεῖται ἀποκλειστικὰ μὲ θέματα λογοτεχνίας. 


Εἶναι τακτικὸ μέλος της Ἐταιρίας Ἑλλήνων Λογοτεχνῶν ἀπὸ τὰ τέλη τῆς προηγούμενης χιλιετίας, στὴν ὁποία ἔχει διατελέσει πρόεδρος τῆς Ἐξελεγκτικῆς Ἐπιτροπῆς (2018 - 2020) καθὼς καὶ πρόεδρος τoὺ Πειθαρχικοῦ Συμβουλίου της γιὰ τὰ ἔτη 2022 - 2024. 


'Eχει ἐκδώσει τὰ βιβλία: 

Θάλασσα, ποιήματα (1997)
Ἀστρολάβος, ποιήματα (1998)
Ὀξυτέρα Ἐγγυτάτη, ποιήματα (1999)
Ναυσὶν Ἄριστοι, ποιήματα (2001)
CD Ἀνθολογία Ποιημάτων (2004)
 
Ναυσὶν Ἄριστοι, ποιήματα Ἅπαντα τόμος Α' (2018)
Τῆς Θάλασσας, ποιήματα Ἅπαντα τόμος Β' (2018)
ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἀρισταρέτη – Τιμῆς Ἕνεκεν

  

Πρῶτο μέρος:

 

Ποιήματα "Τῆς θάλασσας" 1977 - 1996

Ἀνθολόγιο ποίησης Α'

 

ΘΑΛΑΣΣΑ

Στὴ Δήμητρα - Λιζέτε 


Δὲν ξέρω, ποῦ 'σαι Θάλασσα, νὰ στρέψω τὸ καράβι
νὰ ξεπηδήσω ἀπ' τὰ νωθρὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ,
νὰ φύγω, ἀπὸ τὸ μόλο αὐτὸ ποὺ μὲ κρατοῦν οἱ κάβοι,
καὶ νὰ βρεθῶ σὲ χάλασμα θαλασσινοῦ καιροῦ.
 
-Μὲ τὸ καράβι, ἐξώθησε καὶ φτάσε ἀπ' τὴ μεριά μου
καὶ στὰ δαρμένα κύματα, θὲ νὰ σ' ἀναζητῶ!
Κι ὅταν σὲ ντύσω θάλασσα μετά, μὲ τὰ σκουτιά μου,
ὡς θά 'σαι κι ἀξελόγιαστος, θὰ σ' ἀρραβωνιστώ.
 
-Ἂν εἶναι ἀλήθεια, Θάλασσα, νὰ στρέψω τὸ καράβι,
φτερὰ νὰ βάλω πάνω του, κοντά σου νὰ βρεθῶ!
Μὰ ξέρεις ... κάπου, κάποτε, στοῦ ποταμοῦ τη χάρη,
κάποια καλόμορφη γοργὸ μ' ἔσυρε στὸ βυθό.
 
-Θὰ νοσταλγῶ στὰ κύματα, ἐγώ, τὸ ἀκροθαλάσσι,
κι ὅταν θὰ ρθεῖς τὴν ἄμπωτη, κρῶξε φωνὴ τοῦ γλάρου.
-Στὶς Ἀτλαντίδες μήνυσα, ἔχει ὁ καιρὸς χαλάσει,
καὶ μὲ γραφίδα σου ἱστορῶ: Εἶναι θαμπὸ τοῦ φάρου.
 
-Στέκουν δυὸ κόσμοι ἀνάμεσα, κοχύλια καὶ κοράλλια.
Θὰ περιμένω πάντοτε, παιδί, τοῦ ποταμοῦ.
-Καταμεσῆς σου, Θάλασσα, κοιτῶντας μὲ τὰ κιάλια,
θὰ λογαριάζω ἐσένανε στ' ἀστέρια τ' οὐρανοῦ.
 
-Τὸ γλυκερό μου, πάνωθε στὰ χείλη σου καὶ πάλι!
Ἀρχέγονη γεύση γλυκιά, κι ἂν θέλεις τὴ παντρεύω.
-Κάτω ἀπ' το φῶς τοῦ φεγγαριοῦ μοιάζεις, Θάλασσα, ζάλη,
ἄγνωρος τόπος μακρινὸς ποὺ μέσα ταξιδεύω.

 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

Νηνεμία

  

Τὴ Θάλασσα διψῶ, τὴ θεογόνα,
τοῦ στολιστῇ τὸ χέρι στὰ βαθιά.
Ἂς εἶχα τοῦ πελάγου μιὰ σταγόνα,
σπουδὴ νὰ τῆνε κάνω στ' ἀνοιχτά.
 
Τὸ βάπτισμα νὰ πάρω τοῦ ἀνέμου,
τὴ δύναμη τῆς βρόχινης ροπῆς,
ἡ ὁμίχλη νὰ στραγγίζει ἀπάνωθέ μου,
τοῦ ὁρίζοντα νὰ μένω ἐραστής.
 
Στὶς γέφυρες νὰ βρίσκομαι τὰ βράδια,
τ' ἀστέρια ν' ἀναλάμπουν στὶς σκιές,
καὶ μέσα στὸ λυκόφως, τὰ σκοτάδια
νὰ παίρνουνε παράξενες μορφές.
 
Ἱέρεια, τοῦ μύθου κολυμβήθρα,
τὸ κάλεσμα προσμένω στὴν ἀκτή.
Μὲ τρίχινο βαφτήρι ἐδῶ ποὺ ἦρθα,
σταρώνω μὲ τ' ἁλάτι τὸ κορμί.

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Κῦμα

  

-Ἀλάργα μέσ' ἀπ' τὰ ποτάμια ταξιδεύω...
Ἔχω περάσει στὰ μαλλιὰ τοῦ ὠκεανοῦ.
Νερένια ἄβυσσο, τὸ γοῦστο ποὺ γυρεύω:
«Κοχύλι Τρίτωνος, τὴν δόξα τοῦ χαμοῦ!»
 
Ξέρω τὸ κῦμα, τὸν βυθὸ καὶ τὴν ἀντάρα!
Ἔχω γιὰ ὀρμήνια τοῦ Νηρέα μυστικά...
Καὶ μὲ βλογοῦνε οἱ Νηρηίδες στὴν κατάρα,
ὅπως τὴ στέλνει ὁ Ποσειδῶνας στ' ἀνοιχτά.
 
-Ὅταν ματίσεις τὴ σκουριὰ μὲ τὸ κορμί σου,
λαμπρὴ νὰ βάλεις φορεσιὰ μὲ τὴ Στριδώνα.
Νὰ μοιάζει ἀπόκοσμη στὴ λίθο ἡ μορφή σου,
ὅπως στὶς πρῶρες τῶν Φοινίκων, ἡ γοργόνα.
 
Πρόσφερε τὸ αἷμα σου, γιὰ θάλασσα κι ἁλάτι·
κι ἂν ἡ Ἀμφιτρίτη δὲν ρισκάρει ἀνταλλαγή,
δῶσ' της ἐκεῖνο ἀπὸ κοχύλι τό 'να μάτι
καὶ ρίξ' τη ἐκεῖ, ἀπ' ὅπου ἦρθε, νὰ πνιγεῖ.

 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

Πορεύομαι 


Γλάρους ἀκίνητους, καθώς
τὴ σύναξη θωροῦν, τῆς ἀθερίνης.
Τὴν Αἴθρα ἢ τὴν Γαλάτεια
σὲ πύρινες ἀνάμεσα ἡλιαχτῖδες.
 
Τὴν ἀκύμαντη ἐμπρός μου Γαλάζια,
τὴν ἔμβρυα βαθυκύανη ἄρμη.
Ξυλάρμενα καὶ χάλκινα στὸν ὄγκο τῶν ἀφρῶν
ποὺ σέρνουνε πεισματικοὶ βοριᾶδες λαμνοκόποι.
 
Τῆς βροχῆς τὴν ἀντίλαλη πτώση,
τοὺς δαίμονες ἀφροὺς δίχως ἀπόχρωση.
Ὅσες ἀγάπησα στὸ θάμπος τοῦ πυρός
μάγισσες κοσμομάντισσες σὲ ράχες πολυκύμαντες.
 
Τὴν ξέθωρη γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα,
τοὺς θύσανους διάφεγγους Διόσκουρους.
Σκιὲς στὸ διάμηκες,
στὸ κιάλι της μπαλέστρας.

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Ἀντιγνωμία

  

-Πάει καιρός, ποὺ ἀνάλαφρα τὴν ταξιδεύω.
Γιὰ τὴν ἀνεύρετη ὀμορφιὰ γιὰ τ' ἀφρισμένα χείλη.
Γιὰ τ' ὄνειρο, τῆς λευτεριᾶς τοῦ μακρινοῦ πελάγου.
Γιὰ τὶς χαρές, ποὺ μοῦ 'δωσε, κι αὐτὴ μὲ τὴ σιωπή της...
 
Τὸ κεντημένο ἀγάπησα, στὸν ἥλιο της φουστάνι.
Τὰ θάμνα, τ' ἀφροστόλιστα καὶ λυγερὰ μαλλιά της:
Καθὼς διαβαίναν τὰ πουλιὰ κι ἀκούρμαζαν οἱ γλάροι,
τὸ φτέρωμά τους χάϊδευε μὲ τὸ γαλάζιο χέρι.
 
-Ἀναζητῶντας, μέσα μου τὴν τρυφερὴ φωνή της,
τὸ θέλησα, ταξιδευτή, νὰ βυθιστῶ μαζί της.
Μὲ τὴ σφοδρὴ ἀνατάραξε παλάμη, τὴν ψυχή μου.
Μὲ θέλησε στὰ κύματα, σὰ νά 'τανε ἡ καλή μου.
 
Μὲ μέθυσε, κάποιαν αὐγὴ μὲ τὸ χαμόγελό της.
Mε τὸ κρασί του ἀλμόλοιπου μὲ λαχταράει δικό της
καὶ μὲ γλεντάει στ' ἀκρόβραχο, ἐκεῖ ποὺ σπάει τὸ κῦμα,
ἐκεῖ μοῦ φτιάχνει γλυκερὸ τὸ τελευταῖο μου σχῆμα.

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Προσήνεμος

  

-Γιὰ σένα, ξάγναντα μιὰ θάλασσα θωρῶ
κι ὅ,τι ὠφελεῖ τὴ μνήμη μου, σοῦ γράφω.
Τὸ κάθε σύθαμπο χαρῶ
καὶ σὲ καμβᾶ τὸ ράφω.
 
-Θυμοῦμαι, τότε ποὺ ἔφευγες ταξίδι σοροκάδα
κι ἦρθα μικρὸ καὶ κάθισα στὴν πρύμνη, χελιδόνι.
Λεπτουργικά, μαστόρευες μιὰν ἄγνωστη Κυκλάδα,
στοῦ ξύλου τὸ τιμόνι.
 
-Θυμοῦμαι, ἀπ' ὅταν ἔφυγα μὲ τὴ βοὴ τοῦ ἀνέμου,
τὶς βορινὲς τὶς θάλασσες τὰ πλάσματα σκοτάδια.
Τὸν ἀφρισμένο σάλαγο ποὺ σποῦσε ἀπάνωθέ μου,
θυμοῦμαι ὅλα τὰ βράδια.
 
Κάθε γραμμὴ τοῦ ὁρίζοντα τὰ δίπλατα λιμάνια,
τῆς Κύπρου τὰ λιθόστρωτα τὴν Δαμασκὸ στὸ βάθος.
Τὴν Ἐσπεράνσα, ποὺ ἔφερνε στὸ Μπέλεμ τὰ βοτάνια,
καὶ παρασέρνω λάθος.
 
Τὸν μελωδό, ποὺ κούρσεψε στὸ Βίδο ἀπ' τὴ Σπιανάδα,
ἕναν μικρὸν ἀνάγλυφο σὲ στῦλο Ποσειδῶνα.
Καὶ κάποια νύχτα, σὲ ὄνειρο, πὼς ἦρθα στὴν Ἑλλάδα
γιὰ σέ, ξωθιὰ γοργόνα.

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Γραῖγος

  

-Ἔλα στὴν πλώρη νὰ μὲ βρεῖς
μὲ τὸ φανάρι τῆς θυέλλης.
Ὑπὸ τὸ γκρίζο τῆς νεφέλης
μοιάζεις το φῶς της λυκαυγῆς.
 
Ἀνέβα πάνω στὴν ἀνέμη! - Δές, γυρίζει;
Βίρα τὴν ἄγκυρα στὴ μπόμπα τὴ λειψή.
Ἂν μὲ τὸ σκόρτσα ἡ ματισιὰ δεν τη στηρίζει,
βάλε τὸ χέρι στὴν ἀνάγκη, τὸ δεξί.
 
Παῖξε σινιάλο μὲ τὰ φῶτα τῆς θυέλλης
καὶ προφυλάξου, ἀπ' τὸν καιρὸ ποὺ σὲ χτυπᾶ.
Ἅμα σὲ χάσω ἀπὸ τὸ θάμπος τῆς νεφέλης
σὲ ξαναβρίσκω, στὶς ἀκτές του Μακαπά.
 
Σιέστα σὲ ρέπι, μὲ μαυλίστρα της Μακούμπα,
ψυχρή, σὰν πράσινη γουστέρα τοῦ Νεπάλ.
Στὸ Πόρτο Βέλιο ταξιδεύεις, στὴ Καρούμπα,
στὸ Μάτο Γκρόσο, στὴ Μπραζίλια, στὸ Νατάλ.
 
-Μὰ τί λογιάζεις μὲς στὸ βράδυ;
Στέκω τῆς γέφυρας σκοπός!
-Σὲ βγάζω μέσ' ἀπ' τὸ σκοτάδι,
στὸ νοερὸ διάχυτο φῶς!
  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Τὸ καράβι

  

Ἡ νύχτα αὐτή, ποὺ τῆς αὐγῆς προβόδισε τὸ ντύμα,
λούζει μὲ δάκρυα νοτερὰ τῆς ὑγρασίας, καράβι:
Αὐτὸ ὅπως πλέει μὲς στὴν ὠχρὴ λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι ἀπόκοσμο νὰ προσδοκᾶ, σὲ ἀβύσσους.
 
Σὲ αὐτὸ τὸ ἀνέγγιχτο πυκνὸ καὶ ἀδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει ἀργὰ τοὺς μυστικοὺς καὶ χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, ποὺ στ' ἄφθαρτα σημεῖα τῶν καταρτιῶν του πάνω,
μνῆμες - θηλιὲς καὶ γογγυσμοί, μὲ μυστικὰ ἀχερούσια.
 
Ἀπὸ τὰ ξάρτια του γκρεμοὶ ἀρχαίων ὀστέϊνων κόσμων
μὲ λίθινες συρτὲς λαλιές, σὰν ψαλμωδία δαιμόνων -
μὲ ἀφορεσμὼν ὀνόματα κι ἀναθεμάτων μίση,
αὐτὰ τὰ χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.
 
Τὴ νύχτα αὐτή, ἡ ἐρεβικὴ καὶ μεσονύχτια σκέψη,
στοὺς ὀδυρμούς της πρόσθεσε τ' ἀρχαῖο αὐτὸ καράβι.
Στ' ἀνοίγματα καὶ στὶς ὀπὲς τοῦ μυστικοῦ της κόσμου,
ψίθυροι - ἀβάσταχτοι τριγμοὶ· θροϊσματα ὑγρανθέμων.

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Θύμηση

  

Πάλι χθὲς στὸ εἰκονοστάσι σὰν νὰ σβήστηκε το φῶς μου·
γιε μου - ἐσύ, πικρὸ κομμάτι τῆς ζωῆς μου, μακρινό...
σὲ ποιᾶς Θάλασσας τὴ μέση, σὲ ποιὰν ἄκρη αὐτοῦ τοῦ κόσμου
ταξιδεύεις καὶ δὲν βλέπω πίσω νά ΄χεις γυρισμό;
 
Σὰν νὰ μοῦ χτυπάει τὴν πόρτα κάθε θόρυβος ποὺ φτάνει
μὰ στὴν κάμαρά σου, γιε μου, τὸ κρεβάτι σου ἀδειανό.
Τὸ κρεβάτι αὐτὸ ποὺ στρώνω καὶ χαϊδεύω, πού 'χα γιάνει
τὸ κορμάκι σου ἐκεῖ πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό.
 
Θέλω λίγο ν' ἀγκαλιάσω τὴν ἀνέγγιχτη ψυχή σου
πρὶν τὰ μάτια μου σφαλίσω καὶ δὲν ἔχουν μνήμη πιά.
Ἔλα, ἐγὼ μονάκριβέ μου ποὺ καρτέραα τὴ ζωή σου
καὶ τὴ στόλιζα μὲ τ' ἄνθη τῆς ψυχῆς μου, γιασεμιά.
 
Πρὶν ἡ νύχτα χαμηλώσει καὶ μ' ἀγγίξει τὸ σκοτάδι
καὶ σ' αὐτὸ τὸ εἰκονοστάσι πιά το φῶς μου σκορπιστεῖ,
ἔλα νὰ σ' ἀγγίξει λίγο τῆς ὑστέρησης τὸ χάδι,
καὶ τῆς θύμησής σου ὁ πόνος κάπως μέσα μου σβηστεῖ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Μνῆμες 

Στὸν ἄταφο ναύτη

 

Στὴν γοερὴ σοῦ ὁρκίζομαι κείνη κραυγὴ τοῦ φάρου
καὶ στοῦ βυθοῦ ποὺ ξάπλωσες τὴν ἄμμο τὴ νωπή,
θύρα νὰ βρῶ στὰ βάθη της ν’ ἀνταμωθῶ τοῦ Χάρου
τ’ ἀνήλια ἐκεῖνα δώματα ποὺ κατοικεῖ ἡ σιωπή.
 
Κι ὅταν θὰ βρῶ τὸ σκοτεινό του Χάροντα λημέρι,
τὰ πιὸ ἀκριβὰ μαλάματα θὰ δώσω καὶ σκουτιά,
γιὰ νὰ σοῦ σφίξω ἀκόμη μιὰ στερνὴ φορὰ τὸ χέρι
πρὶν σὲ πλαγιάσει ἀτίμητο τοῦ ἐρέβους ἡ ἐρημιά.
 
Πρὶν νὰ σὲ λούσει πένθιμα το φῶς ἀπ’ τὸ φεγγάρι
καὶ πρὶν τῆς λήθης τ’ ὄνομα στὴν πέτρα σου γραφτεῖ,
βάζω τὴν πένα στὸ χαρτὶ καὶ κάνω την δοξάρι
γιὰ νὰ τοὺς πῶ πὼς χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή:
 
Λέξεις συλλέγω ἰάσμινες νὰ πλέξω τὸ στεφάνι
μὰ ἡ ρίμα βγάζει συμφορὰ καὶ στεναγμοῦ λυγμό.
Στὸ θλιβερὸ ταξίδι σου, ἡ πένα μου ἀποκάνει,
πενθεῖ καὶ ὑγραίνει ὡς νά 'τανε κι ἐκείνη ἀπὸ πνιγμό.

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Τῆς θάλασσας καὶ τῆς στεριᾶς 

Πλησιέστεροι τῆς ἀβύσσου, μόνον οἱ τῆς ποιήσεως μυημένοι 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Κάθε ποὺ βράδιαζε, τὸ σπίτι ὀνειρευόσουνα,
φύλλα μυρτιᾶς κι ἕνα κλωνὶ βασιλικοῦ.
Κάποια ροδιά, ποὺ ἀπὸ μικρὸς ἐκεῖ κοιμόσουνα,
τὴ φανταζόσουνα σκοπό, παραμυθιοῦ.
 
Αὐτὴ τὴ θάλασσα, σοῦ 'λεγα, νὰ τὴ σκιάζεσαι.
Δὲν ἐπιτρέπονται παιχνίδια τοῦ μυαλοῦ.
Ἐδῶ 'χει τέρατα - θεριά, κι αὐτὸ νὰ νοιάζεσαι·
δὲν ἔχουν χῶρο ἐδῶ, τὰ αἰσθήματα τοῦ νοῦ.
 
Ἐδῶ, εἶν' ὁ Θάνατος σκοπός, - κοίτα πῶς στέκεται...
Τὰ παραμύθια ἐδῶ δὲν ἔχουνε χρησμούς.
Οὔτε ὁρισμοὺς θὰ βρεῖς, ἡ μοῖρα καθὼς πλέκεται,
πάλι ξεπλέκεται, μὲ ἀέναους χωρισμούς.
 
Ἐδῶ, χορεύουν τὰ στοιχειά, κι εἶν' ὅλα δύσβατα.
Μαυροντυμένες, εἶν' οἱ δόλιες μας ψυχές.
Ποῦ 'ναι τό φῶς; Ποῦ 'ν' τῆς χαρᾶς μας τα δακρύσματα;
Ἐδῶ, φυτεύουμε οἰκτιρμούς, συνενοχές.
 
Ἐδῶ, εἶν' ὁ θόλος, τὸ λημέρι κάθε θάνατου!
Ἐδῶ εἶν' οἱ πάροδοι, μὲ τ' ἄγρια τοῦ θεοῦ.
Ἐδῶ δὲν ἔφερε κανένας μας τὴ μάνα του·
oύτε λιβάνι καὶ καντήλι, στεριανοῦ.
 
ΙΙ
 
-Δὲν ἔχει, δέντρα ἡ θάλασσα, κι ἀπάνω τους ἀηδόνια;
Δὲν ἔχει ἀνθρώπινες φωνές, χαρὲς καὶ περιπάτους;
-Δὲν ἔχει, δέντρα καὶ φωνές, περίπατους κι ἀηδόνια.
Αὐτά, ποὺ φέρουνε λαλιά, στ' ἀνθρώπινα δὲ μοιάζουν.
 
-Οὔτε σταυρό; Οὔτε πομπή; Οὔτε κι ὀσμὴ λιβάνου;
Οὔτε τὰ μύρα - ἑπτάνησα τῶν λουλουδιῶν μου, ἐκεῖνα...;
-Οὔτε καντούνι νὰ διαβεῖς, στεριὰ γιὰ νὰ σὲ δοῦνε
νὰ σὲ ξεπροβοδίσουνε, στ' ἀχώματο μνημούρι.
 
-Οὔτε καμπάνες, σήμαντρα, θ' ἀκούσω νὰ χτυπᾶνε;
Οὔτ' ἕνα δέντρο, τόσο δά, νά 'χει σκιὰ ἡ ταφή μου;
-Οὔτε σὲ χλόη μὴ δροσιστεῖς, οὔτε νὰ τὴν ἀγγίξεις,
θὰ τρέξουν τα βαθύρριζα, πρὶν πάνω της κυλήσεις.
 
-Οὔτ' ἀδερφός, γιὰ νὰ μὲ δεῖ; Παπᾶς, νὰ μὲ διαβάσει;
Οὔτε ἀγρυπνίας συγχώρεση μὴ νιώσω στὶς αἰσθήσεις;
Οὔτε τὴν πένθιμη κραυγή, τῆς μάνας μοιρολόγι
ν' ἀφουγκραστῶ καὶ μέσα μου, νὰ πάρω στὸ ταξίδι...;
 
-Οὔτ' ἀδερφός, στὴ θάλασσα, οὔτε μητέρα, μπαίνει ...
Οὔτε σταυρός, οὔτε πομπή, οὔτε κι ὀσμή, λιβάνου.
Σ' αὐτὴν ἐδῶ, τὴ θάλασσα, μήτε καὶ Χάρος, μένει ...
Σὰν βρεῖς ἐξώθυρα νὰ μπεῖς, δὲν βρίσκεις, γιὰ νὰ φύγεις ...
 
IΙΙ
 
-Ἐδῶ, σ' αὐτὴ τὴ θάλασσα, μάτι δὲ φτάνει ἀνθρώπου;
-Οὔτε κι ἀνθρώπινες φωνὲς θ' ἀκούσεις, νὰ μιλᾶνε.
Ἐδῶ, μόνο γλαρόπουλα ποὺ σιγοτραγουδάνε,
πού 'χουν παιδιάτικες φωνές, ὅμοιες μὲ τῶν ἀγγέλων.
 
Ἐδῶ, δὲν ἔχει ἕνα κλωνί, χορτάρι νὰ πατήσεις,
οὔτε παράθυρο ἀνοιχτό, ρημάδι, λίγο κῆπο.
Δὲν ἔχει δρόμο νὰ διαβεῖς, πόρτα, ν' ἀκούσεις χτύπο.
Ἐδῶ, ἡ σιωπὴ εἶν' ἀνείπωτη, μόνο ἀφρισμοὶ κυμάτων.
 
Ἐδῶ, δὲν ἔχει νὰ χαρεῖς, ν' ἀγαπηθεῖς, δὲν ἔχει!
Οὔτε 'χει μάνα κι ἀδερφή, κάποιον, νὰ σοῦ μιλήσει.
Μόνο ἀκατάληπτες φωνές, μόνο θυμοὶ καὶ μίση.
Ἐδῶ, δὲν ἔχει πεθαμό, μόνο πνιγμὸ ἔχει, μόνο...

  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Ὁμίχλη

  

Ἐδῶ, γιὰ γοῦστο προσκυνοῦν πίστης βαθὺ γαλάζιο
καὶ προσδοκοῦν μιᾶς ἄγνωστης παντιέρας χρῶμα!
Ἐδῶ, μεσίστια κρέμομαι κι ἀλλάζω
στάση τὸ σῶμα.
 
Σινιάλο στεῖλε μου βροχή, δῶσ' μου μῆνα τὸ Μάρτη
καὶ φέρε μου μιὰ θάλασσα κι ἀνάμεσα στὰ φύκια
βυθὸ· χιαστὴ καὶ κρύβεσαι δεμένη στὸ κατάρτι,
ἀλήθεια:
 
Πῶς ἀναδύεσαι ἄλαλη ζωσμένη τὴν ὁμίχλη;
-Σκιὰ στὸ σύννεφο ἡ νυχτιὰ νύφη στὰ βράχια ἡ χάση!
-Ὅπου φεγγάρι ἀγάπησες ἀπάστραψε ἡ σελήνη
μὲ βιάση!
 
-Ποῦ ταξιδεύεις θάνατο σωρὸ πάνω στὸ κῦμα;
-Γονυπετὴς σὲ δοῦλο μου κι οἱ μάγισσες γοργόνες
θρέφουν φτερὰ στῆς πλάτης μου τὸ σχῆμα,
γιὰ αἰῶνες.
 
Πρόβαλε σήμαντρο ρυθμὸ στερνὰ μὲ τὴ σφυρίχτρα
κι ὅ,τι διασχίσει ἀνάμεσα τῶν λιμανιῶν, δεμένα
μπρὸς νὰ τὰ γείρει, ἀφύλαχτα, τὴ νύχτα
μιᾶς ἄγκυρας καδένα!

 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

Ἐσπεράνσα
 
 
Πυρόξανθη, σὰν τὴ φωτιὰ καὶ σὰν τὸν ἥλιο, ξένη,
κοχύλι ψάχνω νὰ κρατεῖ τὰ γκρέμια σου μαλλιά.
Λυσίκομη, δὲν σὲ θωρῶ στὸ φῶς ὁποὺ σὲ ραίνει.
Φασματική, δὲ σὲ μπορῶ νὰ σ' ἔχω γι’ ἀγκαλιά.
 
Κι ἂν δὲ σὲ γνώρισα ποτέ, κι ἂν καθαρὰ δὲ σ' εἶδα -
ὡς λικνιζόταν τὸ κορμὶ στὸ λιγοστό το φῶς,
τὴν ὤρια ἔλουζε σκιὰ μιὰ μαγεμένη ἀχτίδα,
τόσο, ποὺ ποίημα μοῦ 'γινε κι ἀπώτερος σκοπός:
 
«Τὴ γνώρισα μιὰ Κυριακὴ μὲς στὴ βροχή
κι ἤθελα τόσο νὰ τῆς πῶ μιὰ καλησπέρα,
ὅταν οἱ στάλες πέφτανε μὲ τὸν ἀέρα
καὶ ὑγραίναν τοῦ προσώπου της κάθε πτυχή.
 
Εἶχε μί' ἀρχέγονη ὀμορφιὰ τὸ σῶμα της,
κισσὸς πλεγμένος πέφταν τὰ μαλλιά της,
τὸ κόκκινο στὰ χείλη εἶχε τὸ στόμα της
καὶ κάτι ἀπὸ τὰ σύννεφα ἡ ματιά της.
 
Πάνω της, κίτρινο φοροῦσε τὸ φεγγάρι
καὶ σκουλαρίκι ἕναν ἀστέρα λαμπερό.
Ἔμοιαζε κῦμα ζωγραφιᾶς, ἀνέμου χάρη!
Εἶχε τὸν ἥλιο περασμένο στὸ λαιμό.
 
Εἶχε πιὰ φύγει ὅταν μὲ πῆρε τὸ σκοτάδι,
μὲ τὴ βροχή, πρὸς ἕνα γκρίζο οὐρανό.
Μὲς στὰ ταξίδια, εἶναι ὁ πόνος καὶ τὸ χάδι,
ποὺ ἀκολουθοῦν σὲ κάθε τόπο μακρινό».
 
Μπορῶ σὲ θάλασσα βαθιά, σφοδρὰ τρικυμισμένη.
Νὰ ζῶ στὴν ἄβυσσο μπορῶ μὲ γύρω μου στοιχειά.
Μὰ δὲν μπορῶ νὰ σὲ ξεχάσω, ξένη ἀγαπημένη.
Ἀπ' ἔρωτα μοῦ 'χει πληγεῖ, ἡ δύστυχη καρδιά.
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
 
 
Κόκκινο
 
 
Nτυνόσουν μὲ τὸ κόκκινο, νὰ σοῦ ποθοῦν τὰ χείλη.
Βιαζόσουν, γιὰ ν' ἀγαπηθεῖς πρὶν ἡ καρδιὰ σβηστεῖ.
Τῆς παρθενιᾶς τὸ τίμημα στὸ καθαρὸ μαντήλι
τὸ ξόδεψες, χωρὶς νὰ δεῖς τὸν Ἔρωτα - ληστή.
 
Αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν χωρᾶ γιὰ πού 'θελες νὰ παίξεις.
Παράσκυψες νὰ τὸν διαβεῖς μὰ ἡ κλειδωνιὰ κλειστή.
Συνωστισμοὶ ποὺ προσδοκοῦν τ' ἄλικο φῶς νὰ φέξεις
προσμένουν, γιὰ τ' ἀγγελικὸ δίχως πτυχὲς κορμί.
 
Πληθυντικὸς τὸ στόμα σου καὶ τὸ χαμόγελό σου.
Ἤρθ' ὁ καιρὸς καὶ πέταξες μὲ τὰ φτερὰ κλειστά.
Παρακαλοῦσες νὰ μὴ δεῖς μπροστά το διάβολό σου.
Ποὺ σ' ἐνοχλοῦσαν φέγγουνε τὰ κόκκινα σβηστά.
 
Πλήθη τ' ἀφίλητα πενθοῦν τεφρὰ τώρα σου χείλη.
Ὁ νυκταλήτης διάττοντας περνάει καὶ σὲ θρηνεῖ.
Τ' ἀγγέλου ἀκούστηκε λυγμὸς λιγόθυμος στὴν πύλη.
Ἀστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγὴ παντοτινή.
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
 
 
Ἐνοχές
 
 
Νύσταξες. Τ' ἀποτσίγαρο στὸ χέρι σου. Ἡ ὥρα, τρεῖς.
Ἀπομεινάρια οἱ ἐνοχὲς πλάϊ στῶν χειλιῶν την ἄκρια.
Λευκὲς οἱ αἰσθήσεις. Ψίθυροι σιωπῆς, μιᾶς προσευχῆς
ξόρκιζαν καὶ μυρώνανε κάθε στοιχειὸ ἀπ' τὰ δάκρυα.
 
Λούζεσαι. Ἀνθὸς καὶ νίβεσαι σ' ἕνα ξυράφι φῶς.
Κρεμάστηκε ἀπὸ τῶν χειλιῶν τὸ φίλημα ἡ εὐχή σου.
Χώρεσε ὁ χρόνος μιὰ ρωγμὴ καὶ μοῦ 'γινες σοφός.
Βαρέθηκα τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὴν παράκρουσή σου.
 
Ξάγρυπνος εἶμαι. Φίλα με. Προβάρω τ' ἀπεχθές.
Ἡ φλέβα ράγισε ἀπὸ χθὲς χολὴ κι ἄλλη δὲν ἔχω.
Ζεῖς μὲς σὲ κέλυφος σκορπιοῦ ποὺ κατοικοῦσα χθές.
Ξέρω σημάδι. Ρῖξε μου, κι ἐγὼ θὰ σὲ προσέχω.
 
Χίλια στιλέτα τὸ κορμί. Θὰ σὲ ντυθῶ ξανά.
Ἐγώ. Ποὺ ἐσένα σκέπασα τὴν ἄδεια μοῦ τὴ σφαῖρα.
Ξημέρωσε. Ἂς πληρωθῶ. Τὰ ὄνειρα ἀκριβά...
Θέλω, στὴ μέθη τῆς αὐγῆς. Ἔλα, μιὰν ἄλλη μέρα...
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
  
Οἱ πεθαμένοι
 
 
Μήπως... γνωρίζοντας τὸ ριζικό μου
τὰ νύχτια σχήματα, πρὶν γεννηθῶ,
στὰ βάθη φτιάχνανε κάτι δικό μου...
ποὺ δυσκολεύομαι νὰ θυμηθῶ;
 
Μήπως... εἶν' ὄνειρο, κι οἱ πεθαμένοι
φτάσαν νυχτιάτικα μέχρις ἐμέ;
Μὴν εἶναι φίλοι μου, ἀγαπημένοι;
Πόνο λιγότερο δῶσε καημέ!!
 
Μήπως... γι' ἀπόκριση, νὰ περιμένω
κάτι ἀπ' τὸν πόνο τους, κάποια κραυγή;
Τὴ σεπτὴ σάρκα τους νὰ τῆνε ραίνω;
Πλάσματα, oρέγεστε πρὶν τὴν αὐγή;
 
Μήπως... νὰ βύθιζα στὴν ἀγκαλιά τους
κι ἀδιάφορα νὰ μὴ σκιαχτῶ;
Ἀπ' τὰ λυσίκομα, μαῦρα μαλλιά τους,
νά 'φτιαχνα κόμπους μου γιὰ φυλαχτό;
 
Μήπως... στ' ἀπόκρημνα τῆς εἱμαρμένης
κι ἀντὶ στὴ θέση τους, βρίσκομ' ἐγώ;
Μήπως... μολύνθηκα μιᾶς ξεχασμένης
ἀρρώστιας ἄγνωστης, γι' αὐτὸ ριγῶ;
 
Μήπως... μὲ στοίχειωσαν αὐτὰ ποὺ εἶδα...;
Νάν' της ξαγρύπνιας μου, τὰ φοβερά!
Ἄχ, καὶ νὰ λύτρωναν στὴν πρώτη ἀχτίδα,
βόγκοι καὶ ψίθυροι καὶ πνιγερά!
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
 
 
Πές μου
 
 
κορμὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ ρίγησα κεῖ πάνω
καὶ στ' ὄνομά σου, γέννησα ζωγράφους, ποιητές,
πόσο πολὺ μ' ἀρνήθηκες καὶ στὸ χαμὸ δὲ φτάνω;
Ποιός προσδοκᾶ ἕνα μάρμαρο, χῶμα καὶ προσευχές;
 
Πές μου
 
κορμὶ ποὺ ἀγνάντευα, στῆς ξενιτιᾶς τα μπάρκα
κι ἤμουν ἐγὼ στολίδι σου, κι ἤσουν ἐσύ, γιὰ μέ ...
Μήπως καὶ δὲν ἀγάπησα τὴν ἄγρια ὑγρή σου σάρκα;
Ὅμοια, ποιός σὲ τραγούδησε, ὅπως ἐγώ, καημέ;
 
Πές μου
 
κορμὶ ἀπ' τὸ δάκρυ μου, ποὺ κύτταρό σου ὑπάρχω,
ποὺ τιμητής σου ἀπέγινα κι ἀπόμεινα στερνός,
νύχτα, σὰν ἔρθει ὁ Θάνατος καὶ βρεῖ κρίματα νά 'χω,
ὡς πελαγίσιος θὰ κριθῶ, ἢ ὡς κάποιος... στεριανός;
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

Θυμᾶμαι
 
 
Ὅπου κι ἂν βρίσκομαι, ὅπου καὶ νά 'μαι,
θέλω ταξίδια καὶ καράβια, νὰ θυμᾶμαι.
Θέλω τοῦ φάρου, τ ' ἅγιο φῶς ποὺ περιστρέφει,
νὰ μοῦ φωτίζει κάθε σκέψη, ποὺ ἐπιστρέφει.
 
Ὀσμίζομαι τὴ θάλασσα, ὅπως ἦταν πρῶτα,
καὶ πάλι, σκέφτομαι, τοῦ καραβιοῦ τὴ ρότα.
Καθώς, στὴ σκέψη βρίσκομαι κοντά του,
νιώθω πρωτόπειρο πουλί, στὸ πέταγμά του.
 
Βλέπω, στὸ σχῆμα τῶν συννέφων, κάστρα!
Μὲ φῶς κατάλαμπρο, τὴ σελήνη καὶ τ' ἄστρα.
Καθώς, πολλὲς οἱ στιγμὲς πανωθέ μου,
τὰ ξέφρενα λόγια θυμᾶμαι, τ' ἀνέμου.
 
Εἰκόνες ἄπειρες, ποὺ μοῦ θυμίζουν
παλιὲς φωτογραφίες μου, ποὺ κιτρινίζουν.
Ποὺ χρόνια τώρα, κρέμονται στὸν τοῖχο,
καὶ φέρουν στοχασμό, σ' ἐνθύμιο στίχο.
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
 
 
Θάλασσα ΙΙ
 
 
Ἄλλαξε τ' ἄγριο κῦμα σου καὶ τὸ δασὺ μαλλί σου
καὶ βάλε νύφης τὸ λευκό, τὸ ἀνάριο τῆς θαλάσσης.
Στρῶσε σὲ κλίνη ἀνέγγιχτη τὸ δροσερὸ κορμί σου.
Θὰ νυμφευτῶ σέ, Θάλασσα, νὰ μὲ χορτάσεις!
 
-Ντῦσε τον, Νύχτα, τ' ἀκριβὸ τὸ μαῦρο σου κοστούμι
κι ἐσεῖς, ἀστέρια, δώσετε τὶς διαμαντόπετρές σας!
Φέρετε καὶ τὰ στέφανα, τὰ χρυσοδαχτυλίδια·
ὁ Ποσειδῶνας ἔρχεται κι οἱ Διόσκουροι μαζί του.
 
Κι αὐτοί, ποὺ γνώρισαν πνιγμὸ χωρὶς θανάτου αἰτία,
κι ὅσοι ἀπὸ μὲ πικράνθηκαν κι ἀπ' ἄδικο χαθήκαν,
ἔρχονται, ν' ἀντικρίσουνε τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου.
Νὰ πρωτοδοῦν ποιός ἔφτασε. Ποιός μοῦ ζητᾶ τὸ χέρι.
 
-Ἄνεμο στεῖλε μου, κι ἐγὼ θὰ νυμφευτῶ μαζί σου
καὶ σ' ἄλλης Γῆς τὰ σύμπαντα, θὰ προσδοκῶ ταξίδια!
Τὴ μυθική, ἂν ἀπέδωσα στιχουργικά, μορφή σου,
εἶναι γιατί ὅσα μου 'δωσε, ποτὲ δὲν ἦταν ἴδια...



©Γιῶργος Ν. Μανέτας



Λυκαυγῆ 



Ἀρχαῖα κρυστάλλινα γύρω μας βλέμματα 
φωτίζουν στὸ γκρίζο τῆς ἄναστρης νύχτας 
σκιὲς τῶν βυθῶν λεκτικὲς σὰν τὸν ἄνεμο, 
μὲ ὄψεις χλωμὲς στὴν διάφανη ὁμίχλη. 


Κατόπιν βροχῆς τῆς πανσέληνης ἄνοιξης 
περνοῦν συνετὰ τὴν ἀντίπλευρη ὄχθη 
πλημμύρες μορφές, στῶν βυθῶν τὰ περάσματα 
θρηνοῦν τὶς πληγὲς τῶν ἀνάσκελων βράχων. 


Σκορπίζουν στὸ κῦμα διερχόμενοι ἀπρόθυμα 
ἐντὸς τῶν ἀφρῶν τῆς ὑδάτινης κλίνης, 
ἐνάλια ντυμένοι - γυμνοὶ ταξιδεύοντας 
ἀλάργα στὴ χαίτη ἑνὸς ὄστρακου γόνου. 

 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οὐτοπία
 
 
Θωρῶ στὴν ἀχτὴ τὴν ἀπείραχτην ἄμμο της.
Τὴν πυκνόφυτη γῆ, μὲ τὶς δύσβατες ἄσπες.
Δὲν χαρῶ νυσταγμὸ τόσα χρόνια θωρῶντας την
κ' εἶν' ἀνώφελη πιὰ μιὰ στεριὰ ποὺ δὲν φτάνω.
 
Ἂς βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα τὴν σκέψη μου.
Στὴν ἀδιάβατη γῆ νὰ βρεθῶ τῆς ψυχῆς μου,
μέχρις ὅτου τ' ἄμορφα νέφη σκορπίσουνε
καὶ ξανὰ πάλι δῶ τὴν μικρή της Κασσιόπη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Θυμᾶσαι...;
 
 
Θυμᾶσαι, γιε μου, τὴ γιαγιά
ποὺ ἐρχότανε στὴ σιγαλιά
τῆς νύχτας, νὰ σὲ πάρει;
Ποὺ παραμύθια νὰ σοῦ πεῖ
τῆς ζήταγες, μικρὸ παιδί,
μὲ τὸ φεγγάρι;
 
Θυμᾶσαι, ποὺ μὲ προσμονή
τὴ νεραϊδίσια τῆς φωνή,
ἤθελες μόνο;
Νὰ σοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιά
καὶ νὰ γιατρεύει μὲ φιλιά,
τὸν κάθε πόνο;
 
Τώρα, σὲ ζήτησε ἡ γιαγιά
καὶ λέει, πὼς σοῦ χρωστάει φιλιά.
Παράπονο ἔχει.
Πρὶν ἀπ' τὸν κόσμο αὐτὸ χαθεῖ,
θέλει μὲ σὲ ν' ἀγκαλιαστεῖ.
Πιὰ δὲν ἀντέχει.
 
Ἔλα, γιὰ λίγο! Θὰ χαρεῖ...
Λέει πὼς τὸ σῶμα της βαρύ,
στερνὴ φορά της...
Ἔλα, καμάρι μου κι ἐσύ,
ἔλα νὰ πέσουμε μαζί,
στὴν ἀγκαλιά της.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τί θέλω
 
 
Τὸ πλοῖο, νὰ κυλάει ἀργά, στὴν φεγγαρόλουστη θάλασσα.
Τοῦ φουγάρου οἱ σπινθῆρες, νὰ φτάνουν στὸν οὐρανό
καὶ νὰ γίνονται ἄστρα πεντάγωνα.
Τὰ ἄστρα, νὰ γίνονται μοσχεύματα τῆς ψυχῆς μου,
κλυδωνισμοὶ μεσονύχτιοι
κι ἔρεβος λευκὸ στοὺς ὅρμους της.
Τὰ μάτια μου, φωταγωγοὶ νὰ ἐναλλάσσονται.
 
Νὰ κρούουν εἰκόνες στὰ κάτοπτρα,
καὶ νὰ μὲ συντροφεύει ὁ "Μεγάλος Θαλασσινός"
στὴν ἰόνια γῆ τῶν πατέρων μου,
στὴ συναρμογὴ τῶν λέξεων,
ὡς νὰ κατοικήσω τὴν διαδοχή
φυλάχτορας, τῆς κουπαστῆς τῶν πόντων.
Ὡς νὰ ὑψωθῶ στὸν δροσισμένο ἀέρα
γλάρος, μὲ χορτασμένη τὴν ψυχὴ ἀπὸ θάλασσα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μορφὲς καὶ χρώματα
  
Διαπλέοντας, φανταστικὸ ὑποβρύχιο διάκοσμο,
διακρίνουμε παράξενα σχηματικὰ στοὺς βράχους
κι ἀγκυροβόλια παλαιῶν παροπλισμένων πλοίων.
Σκιὲς ἐνάλιες στὴ δομή μάς δυσκολεύουν κάπως,
ὅμως περίσσια το ἠλιοφὼς στὰ σκοτεινὰ μᾶς στέλνει
θριαμβικὲς δέσμες φωτός, μορφὲς ὡραίων θυσάνων.
 
Θύσανοι φωτός, ἂς παρασυρθοῦν,
νὰ δώσουν θαῦμα στὴν ψυχή σας
κι ὅ,τι σύνθεση χρωματική.
Ἂς παρασυρθεῖτε ὁρμητικά
στοὺς μαγεμένους ὑγροὺς κήπους,
ποὺ νεράϊδες ὑφαίνουν μορφὲς καὶ χρώματα.
Πλάσματα αἰνιγματικά, σχεδὸν ἀόρατα
διασχίζουν τοὺς ἀμέτρητους κοραλλιοϋφάλους -
ὑδρόζωα ἄπειρα, ἐντυπωσιακὰ καὶ ψάρια παραδείσια,
σὲ λιβάδια κοραλλιογενῆ ἐλαφοκέρατα:
Ἐχθρὸς τὸ κῦμα, κι ὁ ἀδιάκοπος ἀνασασμός
τῆς σάρκας τους τὸ μάρμαρο πληγώνει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας



Ναυσὶν ἄριστοι
  
Σὲ ὅσους ἡ μοῖρα στάθηκε ἔρημος
 
Εἶναι ἀνάγκη, νὰ διέρχομαι συνέχεια τῶν Κυκλάδων
ὡς νὰ πλησιάσω τῶν ματιῶν τους τὸ βυθό.
Τὰ σχήματα τῶν μυστικῶν τους λέξεων ν' ἀνασύρω
καὶ νὰ τοὺς ἀποδώσω, μὲ λόγο ἀρμυρογέννητο.
 
Ποιά νυχτωμένη της εἴσοδο, δὲν ἀκράγγιξαν
καὶ ποιὰν ἀφετηρία της...
Μὴ δὲν ἀλμάτισαν, στὴ συμμετρία της μέσα;
Μὴ δὲν σκόρπισαν, πλαγκτὸν πολύφωτο,
μ' ἀπροσδιόριστο σχῆμα;
 
Ἄσκησὴ μοῦ ἡ σιωπή, στὴ μοναξιά του ὠροδείχτη.
Ἀναψυχή μου ἡ θάλασσα στὴν ἄμμο τῆς κλεψύδρας.
 
Ἡ θάλασσα, δὲν ἀκολούθησε τὰ αἰσθήματά τους...
Ἔγειρε σάβανο, τὴ νύχτα
καὶ κακοσόρισε τὴν τύχη τους, κρυφογελῶντας.
Τοὺς ἔσυρε, στὴν ὑγρὴ κάθοδο τῆς ἀβύσσου
καὶ βύθισε, τῶν ματιῶν τους τὰ ἕλκηθρα,
σ' ἔνδυμα φωτός.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Βαρδιάτορες
  
Κάποιες φορές, στῆς βάρδιας τὶς ἀτελείωτες ὧρες,
ψάχνοντας φῶτα στὸ πυκνὸ καὶ ἀδιόρατο σκοτάδι,
κεῖνα τὰ βλέφαρα βαριὰ κινοῦν γι’ ἄλλο ταξίδι.
(Ὕπνε ποὺ παίρνεις τὰ παιδιά, τί φταίω καὶ βασανίζεις;)
 
Στὴν ἄκρατη τούτη σιγὴ νείρεται ὁ νοῦς τ’ ἀστέρια
κι ἕνα ταξίδι ἀδιάκοπο πρὸς στ’ ἄγνωστο πασχίζει
χαράσσοντας στίγμα νὰ βρεῖ ποιόν ἥλιο θὰ διαλέξει.
(Α μαύρη πού 'σαι ξενιτιά, καὶ νυχτοκόπα Μοῖρα).
 
Κι ὡς ταξιδεύει τοῦ μυαλοῦ τ’ ὀνειρικὸ καράβι,
καὶ ψάχνει ἀπάνεμο νὰ βρεῖ λιμάνι ν’ ἀπαγκιάσει,
τό 'να τοῦ μάτι ξαφνικὰ ξανοίγει καὶ θυμᾶται.
(Α στεριανὲ καλότυχε, ποὺ σὲ κρεβάτι γέρνεις).
 
Ὀρθώνει τότε τὸ κορμὶ κι ἀνήσυχα κοιτάζει
βγαίνοντας δῆθεν καθαρὰ νὰ δεῖ ἀπὸ τὴν βαρδιόλα
κεῖνα τὰ φῶτα πού 'ψαχνε στ’ ἀδιόρατο σκοτάδι.
(Τὰ χελιδόνια της νυχτός, μαύρους σταυροὺς θυμίζουν).
 
Βρίσκει γιὰ πρόσχημα νὰ πεῖ πὼς εἶδε φῶς ποὺ λάμπει
ὥστε τῆς δρόσου τ’ αὐγινὸ νὰ τὸν ξυπνήσει ἀγέρι
κι ὀπτήρας πάλι φυσικὸς τὸ πόστο του νὰ πιάσει.
(Τὶς κουπαστές, χαράζαμε δυὸ μαχαιριὲς τὴ μέρα).
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

    

  
Θά 'χω νὰ λέω
  
Ὅταν τὰ χρόνια γείρουνε στὶς πλάτες μου βαριά
ἀπὸ τὸ μόλο κι ὕστερα, θὲ νὰ κοιτάω τὰ πλοῖα
ὥστε, παλιές μου θύμησες ποὺ θά 'ρχονται στὸ νοῦ,
θὰ νοσταλγῶ κι ἀδιάκοπα θὰ γράφω σὲ βιβλία.
 
Θά 'χω, νὰ λέω γιὰ θάλασσες καὶ γι’ ἄγνωστες ἀκτές
καὶ γιὰ νησιὰ ποὺ μοῦ 'τυχαν στὴν ὀμιχλώδη αἰθάλη,
ὥστε, στοὺς χάρτες νά 'χουνε σὰν στίγμα οἱ ναυτικοί,
γιὰ νὰ μποροῦν τὴ θέση τους νὰ ξαναβρίσκουν πάλι.
 
Θά 'χω, νὰ λέω γιὰ τὰ παλιὰ ξυλάρμενα σκαριά
καὶ πῶς, τὶς νύχτες ζώνανε τ’ ἀλλόκοσμα ἀπ’ τα βύθια,
ὥστε, ἱστορίες οἱ ξέμπαρκοι ποὺ λένε, ναυτικοί,
νὰ διηγοῦνται εὐφάνταστα, καθὼς στὰ παραμύθια.
 
Θά 'χω, νὰ λέω πῶς τοῦ βυθοῦ τὸ διάφεγγο το φῶς
καὶ πῶς, τρεμόσβηναν μετὰ σὰ καντηλέρια τ’ ἄστρα,
ὥστε, γι’ αὐτοὺς ποὺ χάθηκαν στ’ ἀπύθμενα νερά,
πάνω στὸ ὑγρὸ τοῦ τάφου τους, ν’ ἀφήνουνε μιὰ γλάστρα.
 
Θά 'χω, νὰ λέω γι’ ἁρματωσιὲς σὲ δάση καταρτιῶν
καὶ γιὰ ναυάγια πού 'χω δεῖ στὴν πάλλευκή της κόμη,
ὥστε, αὐτοὶ ποὺ θά 'ρχονται τα χάη της γιὰ νὰ δοῦν,
νά 'χουν νὰ λέν, στὴν ἄβυσσο πὼς βρέθηκαν· κι ἀκόμη
 
τί γιὰ ρεστίες καὶ γι’ ἄμπωτες! τί γι’ ἀληγείς, ἀνέμους!
Θά 'χω, νὰ λέω πῶς κράζανε στὸ κῦμα τὰ θεριά,
ὥστε, αὐτὰ ποὺ ἀντίκρισα στοῦ κύματος τὴ ράχη,
νὰ τὰ μποροῦν καὶ οἱ ἄπλευστοι, νὰ ζοῦν ἀπ' τὴ στεριά.
 
Κι ὅπως... θὰ λέω γιὰ θύμησες μὲ στοχασμὸ περισσό,
γράφοντας γιὰ τῆς θάλασσας κὰθ’ ἄσχημο κι ὡραῖο,
ἀπὸ τὸ μόλο κι ὕστερα, τὰ πλοῖα ὡς θὰ κινοῦν,
θὰ τὰ κοιτῶ περίλυπος καὶ μὲ λυγμοὺς θὰ κλαίω.
 
Ἀτλαντικὸς 5/1982
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Τὸ κέντημα
  
Κίνησες πάλι γιὰ ταξίδι. Στὸ καλό.
Μηδὲ ποὺ πρόλαβα ν’ ἀνοίξω τὸ μαντήλι.
Στὴ θύμησή σου, πλέκω κέντημα – γιαλό.
Θάλασσα λάδι σὰν π’ ἀνάβω τὸ καντήλι.
 
Τὰ χρώματά του θέλω πάντα ζωντανά.
Βυθοὺς ἀκύμαντους στολίζω μὲ κοχύλια.
Ἕνα γλαρόπουλο προσθέτω ποὺ περνᾶ
σ’ ἕναν ὁρίζοντα, περίπου δέκα μίλια.
 
Δίνω στὸ φόντο λίγο ἀγέρα της νυχτός.
(Πῶς ν’ ἀποδώσω, ὡς γκρεμίζουνε τ’ ἀστέρια;
Ἤθελα ὁ κόσμος μας σὰν κέντημα πλεχτός).
Μιά δόση αὐγῆς δίνω, κι ἁρπάζω το στὰ χέρια.
 
Γκρεμίζω! Φτιάχνω! Λάθος κόμποι στὸν καμβᾶ.
Τὸ καραβίσιο τὸ σκαρὶ δίχως προπέλα.
(Πίσω ἀπ’ τὰ χρώματα τοῦ νόστου, τ’ ἀκριβά,
σοῦ 'κρυψα τ’ ἄλικο το φῶς, ἀπ’ τὰ μπορντέλα).
 
Δυὸ κόμποι ἀνάστροφοι μὲ τάνγκο βελονιά,
εἴδωλο δίνουν μιὰ γοργόνα ποὺ χορεύει.
Ὅσο τοὺς σφίγγεις, σοῦ ξεπλέκει ἀπ’ τὴ γωνιά,
λικνίζει τ’ ὤριο τῆς κορμί, καὶ σοῦ τὸν κλέβει!
 
............................
 
Ἕνα καράβι, κέντησα, μ' ἁρματωσιὰ γερή.
Θέλω, πρὶν ρίξω στὰ νερά, νὰ τὸ βαφτίσω Ἑλλάδα!
Πανώριο πέρα νὰ κινεῖ σὲ νύχτα δροσερή.
Στοῦ φεγγαριοῦ, τὴ διάφεγγη νὰ χάνεται χλωμάδα.
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας


   
Σχεδία
  
Σὲ φῶς κυανὸ τῶν ἀστεριῶν σὲ θέλω ν’ ἀντικρύσω.
Σὲ κάποιο ἀκύμαντο βυθὸ νὰ σὲ συναντηθῶ.
Τὰ δροσερὰ τὰ χείλη σοῦ μεμιὰς νὰ τὰ φιλήσω.
Νὰ σ’ ἀγκαλιάσω κι ὕστερα γιὰ νὰ σὲ κοιμηθῶ.
 
Ρανίδα ἦθελ’ ἀπ’ ἄσωτο σανίδι νὰ μὲ βρέχεις.
Ἕνα κατάρτι ξεβρασμένο ἀπ’ ἄγριο σου καιρό.
Τῆς ἀμμουδιᾶς κόκκος ξανθὸς σιμά σου γιὰ νὰ μ’ ἔχεις.
Ἄρμη λευκή του ἀλμόλοιπου μὲ γύρω της τ’ ὠχρό.
 
Ἤθελα ἐγὼ στὸ πέλαγο λευκὸ πανὶ χαμένο.
Βάρκα ποὺ ξέσυρε ὁ καιρὸς καὶ πῆγε την μακριά.
Τοῦ ναυαγοῦ ποὺ χάθηκε τὸ ντύμα τὸ βρεγμένο.
Βράχος νὰ στέκω ἀμέριμνος σὲ κάποια σου ἐρημιά.
 
Ἦθελ’ ἀγέρας! κι ἤθελα τοῦ σύννεφου ἡ βροχούλα,
γιὰ νὰ φιλιώνω τὰ γλυκὰ μὲ τ’ ἁλμυρὰ νερά.
Τοῦ νόστου νά 'μαι ἡ φαντεζὶ τοῦ κόλπου σου βαρκούλα.
Ἤθελα γλάρος, πάνω σου μ’ ὤρια λευκὰ φτερά.
 
Ἕν’ ἀνεμόδαρτο ἤθελα νά 'μαι σκαρὶ στὸ κῦμα,
νὰ ταξιδεύω μέσα σου σ’ ὁλόκληρη τὴ Γῆ.
Νά 'σαι τοῦ ἔρωτα ὁ καημὸς καὶ ἡ στόχαση στὴ ρίμα.
Νά 'σαι ἡ δροσιὰ στοῦ ξύλου μου τὴν ἁλμυρὴ πληγή.
 
Ἀνάπαψη νὰ μὴ χαρῶ πρὶν νὰ μὲ κάνεις κῦμα.
Πρὶν νὰ μὲ κάνεις πέλαγο μ’ ἀγέρα καὶ βροχή.
Ἔλα, τοῦ ὀνείρου Θάλασσα, στολίδι μου στὴ ρίμα,
μὲ ἄτι λευκὸ καλπάζοντας, γιὰ νὰ χαρεῖ ἡ ψυχή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  

Τῆς ξενιτιᾶς ΙΙΙ
 
 
Τὸ λένε τ’ ἀχαμνὰ νερὰ τῆς θάλασσας, τὰ στέρφα,
τὸ διαλαλοῦνε τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους,
τὸ λένε τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ καὶ τὸ χλωμὸ φεγγάρι:
Χαρὰ δὲν ἔχει ἡ ξενιτιά, δὲν ἔχει παρηγόρια.
 
Τὸ λένε στ’ ἄπταιστα οἱ μικρὲς τοῦ κάμπου πεταλοῦδες,
τοῦ ἀνέμου οἱ ψάλτες διαλαλοῦν στ’ ἀνάμεσα κλωνάρια,
τὸ κράζουνε, κεῖ ποὺ ξεσποῦν οἱ γλῶσσες τῶν κυμάτων:
Νὰ μὴν τολμήσεις ξενιτιά, μ΄ ἀσταύρωτο τὸ στέρνο.
 
Τὰ χαμομήλια τῆς πλαγιᾶς τὸ μολογοῦν στὰ σπάρτα,
τὸ λένε τ’ ἄγρια τὰ θεριὰ στὰ γκρέμια καὶ στὰ βύθια,
τὸ λὲν οἱ ἀοιδοί της Κέρκυρας σὲ μοιρολόϊ ἀρχαῖο:
Σὰν θὲς νὰ πᾶς στὴν ξενιτιά, μαύρη νὰ βρῶ πλερέζα
 
καθώς, δὲν ἔχει ἐκεῖ χαρά, δὲν ἔχει ν’ ἀποστάσεις,
ἴσκιο δὲν ἔχει ἀπ’ ἀγριλιὰ καὶ χῶμα νὰ πλαγιάσεις.
Μὲ δίχως μύρτους, γιασεμιά, πῶς ἡ ψυχή σου, πλέρια;
Πῶς σὰν πεθάνεις, ξενικὸ θὰ σὲ δεχτοῦν τ’ ἀστέρια;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χαράματα
 
 
Δώδεκα – τέσσερις· καὶ λὲς ἡ βάρδια νὰ τελειώσει.
Τό 'να σοῦ μάτι κρέμεται στῆς λήθης τὸ κενό.
Νὰ προσπαθεῖ τ’ ἀκοίμητο μὲ τ’ ἄλλο νὰ φιλιώσει
καὶ νὰ σοῦ κρένει ἡ θάλασσα σὲ χρόνο ἀληθινό:
 
-Κοιτᾶς; -Νοτιᾶς θὰ γύρισε καὶ μοῦ χαλάει τὴ βλέψη!
-Τ’ ὤριο, δικό σου ἀνάστημα, δὲν τό 'χα καταγῆς;
-Τ’ ἀνέμου ἡ σμίλη λάξεψε μικρόψυχα τὴ σκέψη
καὶ δὲν κρατάει τ’ ἀπόσωσμα, τῆς θύμησης αὐτῆς.
 
........................................
 
Νείρεσαι μὶ’ ἄγκυρα – σταυρό, μὲ τὴν καδένα σάπια.
Τὰ κρίματά σου στοίχειωσαν καὶ γίνανε σκουριά.
Τὰ ψυχοτρόπα σκέφτεσαι μὴ σοῦ 'φταιξαν τὰ χάπια.
Βογκάς. Ξυπνᾶς ἀπότομα κι ἡ ἀνάσα σου βαριά.
 
Ὄμορφο – λές – τὸ πέλαγο, μὲ θάλασσα μπουνάτσα.
Ὀσμίζεις χῶμα, μάραθο καὶ στεριανὲς αὐλές.
(Σκέψη δὲν θά 'βρει λεύτερη τῆς προσφυγιᾶς ἡ ράτσα).
Κάθεσαι. Πίνεις καὶ μεθᾶς. Οἱ σκέψεις σου, θολές.
 
Φουντάγιο. Σκάντζα ἡ βάρδια. Στοῦ σκάπουλου τὴ διάτα:
-Ξύπνα! -Μὰ δὲν κοιμήθηκα! -Τί κάνεις, ἀπὸ χθές;
"Τὶς πίκρες καὶ τὰ βάσανα, στὸ σπίτι σου παράτα!"
Νὰ τὰ μουντζώσεις, σκέφτεσαι. Τὸ λές, μὰ δὲν τὸ θές...
 
II
 
Στάλαζε, σὰν μοῦ μήνυσες τὶς ἄγκυρες νὰ πάρω.
Στὰ σκοτεινὰ ψηλάφιζα γιὰ τὴν ἐπιστροφή.
Τὸ δρόμο οἱ σπίθες μοῦ 'δειχναν ἀπ’ τὸ μεσαῖο φουγάρο
καὶ τὸ λευκὸ ἀπ’ τ’ ἀπόνερα, σ’ ἀπότομη στροφή.
 
Τὴ θάλασσα ποὺ κουβαλῶ στοὺς ὤμους μου, σ' τὴ φέρνω.
Βιάστηκες γιὰ δὲ μέτρησες τὰ κύματα σωστά;
Τό 'νὰ μοῦ τ’ ἄκρο τό 'χασα καὶ τ’ ἄλλο μου τὸ σέρνω.
Τὰ νύχτια αὐτὰ πτερύγια, μοῦ φαίνονται γνωστά.
 
Μέρες τα ρέλια προσπαθῶ μὰ δὲν μπορῶ νὰ φτάσω.
Δὲν μὲ θωρεῖς ποὺ πνίγομαι; γιὰ δὲ μ’ ἀναζητᾶς;
Οἱ σκύλοι στήσανε χορὸ καὶ πρέπει νὰ προφτάσω.
Τὸ μπόϊ στὸ καραβόπανο, τί θὲς καὶ τὸ μετρᾶς;
 
............................................
 
Ἀπότομα, κεῖ ποὺ ξυπνῶ μπροστὰ σ’ ἕναν καθρέφτη
βλέπω χλωμὸ τὸ φάσμα μου καὶ κάνω τὸ σταυρό.
Ὁ σκύλος ὁ θαλασσινὸς τὸ καύκαλό μου ἐρεύτη
ἢ τὸ μυαλό μου ἀπόκανε στὶς θάλασσες καιρό;
 
Φίλος ὁ Θάνατος παλιὸς μὰ δὲν ποτὲ τοῦ τάζω.
Κι ἂν τοῦ γελῶ, προσέχοντας μὴ δώσω κι ἀφορμή...
Νείρομαι πάλι πὼς κοιτῶ τὸ χρῶμα τὸ γαλάζιο,
καὶ πὼς ἀργῶ στοῦ ὁρίζοντα τὴν ἄκαμπτη γραμμή.
 
ΙΙI
 
Βίρα τὶς ἄγκυρες καὶ δὲς ἂν πάρθηκαν οἱ κάβοι.
Τὸ "Γειὰ σου" μέριασε νὰ πῶ στερνὰ τοῦ κοριτσιοῦ.
Ὑγρὸς καιρὸς καὶ καταχνιὰ νοτίσαν τὸ καράβι.
Σ’ ἕνα κατάρτι φύτρωσε κλωνὶ κυπαρισσιοῦ.
 
Τεφρὰ τὰ σύννεφα βαριὰ μ’ ὀσμὴ βροχῆς ποὺ φτάνει.
Μοιρολογεῖ ἕνας ἄνεμος ποὺ κλαίει σὰ νὰ θρηνεῖ.
Ποιός νοσταλγεῖ τὴ θάλασσα τέτοιες στιγμὲς καὶ ράνει
μ’ ἀγάπης ροδοπέταλα καὶ μὲ γλυκιὰ φωνή;
 
Λυσσάει ὁ δαίμονας καιρὸς νὰ φτάσει τὸ κοράκι.
Γλείφει τὸ σίδερο κι ὁρμᾶ στὴ μάσκα την πλωριά.
Ὄνειρο – σκέφτεσαι – καθὼς μικρὸ πού 'σουν παιδάκι,
ὅταν μὲ τρόμο πάλευες τοῦ ὀνείρου τὰ θεριά.
 
Πρὶν τὸ κορμί σου στὸ βυθὸ τὸ φᾶνε τὰ χταπόδια,
παρακαλεῖς τὸν ὕψιστο γιὰ νὰ σὲ λυπηθεῖ.
"Ζαβὰ καράβια καὶ καιρὸς μοῦ τσάκισαν τὰ πόδια".
Προσμένει ὁ Xάροντας σκοπὸς γιὰ νὰ σὲ κοιμηθεῖ.
 
Ἡ ὥρα πλησιάζει. Ντύνεσαι μὲ τὸ σαβανοπάνι.
Βουτᾶς στὴν ἄρμη ποὺ κοντὰ προσμένουν τὰ στοιχειά.
Φέρνεις στὸ νοῦ σου τῆς χαρᾶς τὸ τελευταῖο λιμάνι.
Κοιτᾶς τὰ βάθη ψάχνοντας μιὰν ἥσυχη γωνιά.
 
Ὥσπου νὰ φτάσεις, θύσανοι σοῦ στέλνουνε τ’ ἀντίο.
Χίλια κοχύλια σ’ ἀκουμποῦν σὲ φύκη μαλακά.
Λὲς ζωγραφιὰ πανέμορφη τὸ ἠλύσιο αὐτὸ τοπίο.
Ἔχει "ζωὴ" τὸ ἀλλόκοσμο, καίτοι μοναχικά.
 
...........................................
 
Φωτὸς κρουνὸς ὁ στοχασμὸς τὰ σκότη γιὰ νὰ σβήσεις.
Κῦμα τὰ δάκρυα τοῦ πνιγμένου σπᾶνε στὴ στεριά.
"Μὴν ἀπὸ θάνατο πληγεὶς ποτὲ καὶ μ’ ἀρρωστήσεις".
Πῶς νὰ σὲ βροῦν, στὴν ἄκρατη τοῦ ἐρέβους σιγαλιά;
 
ΙV
 
-Πάρ' τὸ δεξιά! Τί μὲ κοιτᾶς; τὸ πᾶς μπαταρισμένο.
-Οἱ χίλιοι τόνοι, θά 'γειραν! μὰ ποιός νὰ ὑποπτευθεῖ...;
-Ἂν δὲ μὲ βρεῖς στὴ γέφυρα, στὰ χάη θὰ περιμένω.
-Δὲν βλέπεις; Σάπιο ἀπόκαμε καὶ πάει νὰ βυθιστεῖ.
 
Ἔλα, ἀδερφέ, νὰ σ’ ἀσπαστῶ πρὶν τὸ στερνὸ λιμάνι.
-Καταμεσῆς τῆς θάλασσας, ποιός ἤθελε, χαθεῖ;
-Τὸ καραβόπανο λειψό, καὶ γιὰ τοὺς δυὸ δὲν φτάνει.
-Μέσα στὰ μάτια σου, θωρῶ τὸ πέλαγο βαθύ.
 
-Εἶν’ ὁ καιρὸς ἀλλόκοτος, κυκλώνει καὶ μᾶς φτάνει!
-Τὸν δαίμονα, τί πολεμᾶς μὲ τὸ κορμὶ σκεβρό;
Τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ φορεῖς, σὲ λίγο θ’ ἀποθάνει.
-Ξημέρωσε! Ποῦ 'σαι ἀδερφέ; (Τὸν πρόφτασα, νεκρό).
 
Ἕνα καράβι γύρω μου, συντρίμμια καὶ κομμάτια...
Δέκα τρελὰ σκυλόψαρα μὲς στ’ ἄλικα νερά.
Κάθε κραυγή, κρατῶ σφιχτὰ τ’ αὐτιά μου καὶ τὰ μάτια.
Δὲν ξέρω ἂν ζῶ γιὰ πέθανα, ἢ ἂν εἶμαι στὸ παρά.
 
.............................................
 
Τώρα ποὺ γύρω μου σιγή, μοῦ λέει πὼς μετανιώνει.
Πὼς ὁ καιρὸς γαλήνεψε μαζὶ καὶ τὰ θεριά.
Φτάνει στ’ ἀντίκρυ λέγοντας πὼς μ’ ἀγαπᾶ. Φιλιώνει.
Κοιτῶ τὰ μάτια της, στερνὰ νὰ δῶ κάποια στεριά.
 
V
 
Στὶς ἐρημιὲς τῆς θάλασσας, θεριεύει ὁ νοῦς καὶ βάλλει
κι ἀναζητεῖ τὸ βλέμμα σου ν’ ἀγγίξει τὴ στεριά.
Κλείνεις τὰ βλέφαρα, νὰ δεῖς κάποιο κλωνὶ ποὺ θάλλει,
μὰ σὰν τ’ ἀνοίγεις, κύματα, θάλασσα κι ἐρημιά.
 
Τὰ βάζει ὁ νοῦς μὲ τὸ πυκνὸ καὶ ζοφερὸ σκοτάδι
καὶ μὲ θυμὸ ἀποστρέφεται τὸν τόπο τὸν γυμνό.
Τοῦ ἀνέμου ὁ ψίθυρος δηλοῖ πὼς φτάνει ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Στὴ μοναξιά, τὸ ἀνείπωτο ἀδημονεῖς πρωινό.
 
Φτάνει· μὰ εἶναι ἡ θάλασσα σφοδρὰ τρικυμισμένη.
Ἡ ἀνάσα σου, ἀρμυρὴ πληγὴ λαβώνει τὸ γυαλί.
Καιρὸ νὰ προσδοκᾶς καλὸ κι αὐτὴ ὡς δαιμονισμένη,
νὰ καταριέται ἀμείλικτα, νὰ κρώζει, νὰ ὁμιλεῖ:
 
"Στὴν ἄβυσσο, θά 'χω καιρὸ καλὰ νὰ σὲ θωρῶ...
Μαύρη πλερέζα σοῦ κουνῶ σημάδι νὰ μὲ φτάσεις!
Σ' ὅλο τὸν κόσμο σ' ἔψαχνα κι ἀκόμη τὸ μπορῶ.
Κάβους δυὸ χέρια μάτισα, γιὰ νὰ μπορεῖς νὰ πιάσεις".
 
Μεμιὰς ζαρώνει ὁ μουσαμᾶς, διπλώνει κι ἀρχινᾶ...
Σπάζουνε τὰ σαπόξυλα κι οἱ σφῆνες ξεμακραίνουν.
(Μονολογεῖς: Τὰ ναύλα τους πὼς φταῖνε, τὰ φτηνά...
Πὼς ἴσως αὔριο σιωπηλὰ μὲ τ’ ἄνθη θὰ σὲ ραίνουν).
 
Ἡ πλώρη ἀγγίζει σύννεφο καὶ σπάζει στὸ βυθό.
Γύρω κομμάτια μέταλλα καὶ καύκαλα στολίδια.
Θάλασσα, ἐγὼ ποὺ σ’ ἤθελα γιὰ νὰ σὲ κοιμηθῶ...
τώρα χταπόδια ὀρέγομαι καὶ τοῦ βυθοῦ τὰ μύδια.
 
............................................
 
Ἄσπρα μαντήλια στὸ γιαλὸ ποὺ τελικὰ εἶναι γλάροι.
Στὸ κιάλι ὅσο πλησιάζουνε, μακραίνει κι ὁ γιαλός.
Ποὺ καρτερεῖς τὸ ἀνέφικτο, παρηγοριὰ εἶν’ οἱ φάροι.
Παρηγοριὰ εἶν’ τὸ σύντριμμα, ποὺ ψάχνει ὁ ναυαγός.
 
VI
 
Τ’ ἄγρια κι ἀπόψε κύματα, διψοῦν νὰ μᾶς βυθίσουν.
Θαλασσινὴ μοῦ πρόσταξες μιὰ προσευχὴ παλιά.
Ὠχρή, στῆς νύχτας τὸ βαθὺ ξεχώριζε ἡ μορφή σου
κι ἄσπρα, θαρρεῖς πὼς γίνονταν, τὰ νύχτια μοῦ μαλλιά.
 
Σ’ ἑνὸς κυμάτου χάϊδεμα, μιᾶς ἄγκυρας ξεσέρνει.
Σ’ ἑνὸς ἀνέμου τὴν ὁρμή, καράβι μιὰν ὀργιά!
Σπάζει τὴ μπόμπα την πλωριὰ καὶ τὸ κουβούσι παίρνει.
Φιλεῖ τ’ ἀτσάλι ἡ θάλασσα κι ὁρμοῦνε τὰ θεριά.
 
(Στεγνὸ κοχύλι: Ποῦ θὰ βρῶ στεριὰ γιὰ νὰ ποδίσω;
Μὴν εἶναι ξόρκι μάγισσας κι ἀπ’ ὄνειρο κακό;
Ποῦ θά 'βρω πόρτα, γιὰ νὰ μπῶ; γυναῖκα, νὰ φιλήσω;
Πατρίδα ποῦ, γιὰ νὰ ταφῶ σὲ χῶμα μαλακό;)
 
Μακάβριος τρόπος νὰ χαθεῖς καὶ τόπος ν’ ἀποστάσεις.
Τὸν θάνατο, πῶς νὰ χαρεῖς στὴν κοσμοχαλασιά;
Κοιτάζεις γύρω. Μοναξιά. Κρατᾶς, νὰ μὴ γελάσεις:
Στὸ πλάϊ, δυὸ σκύλοι σφάζονται γιὰ "δίκαιη" μοιρασιά...
 
..................................................
 
Διψῶ στὴ θάλασσα νὰ ζῶ καὶ μέσα στὶς ἐρμιές της.
Ἅμα καιρὸ δεν τη θωρῶ μοῦ σβήνεται ἡ χαρά!
Ξαίνω στὴ ρόκα τὴν ψυχὴ καὶ γνέθω τὶς πληγές της.
Ντύνομαι γλάρος καὶ πετῶ μὲ τὰ λευκὰ φτερά.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 


Βαρδιάτορες ΙΙ
 
 
Στὴν ἔρημη ἀπ’ ἀνθρώπους τούτη θάλασσα
καὶ κάτω ἀπ’ τὸ θερμὸ τοῦ Νότου ἀγέρι,
νυχτερινοὶ ψιθυρισμοὶ ἐσένα ὁρίζανε
γιὰ ἕνα ταξίδι - ὀνειρικό, σ’ ἄγνωστα μέρη.
 
Σπαρμένοι κῆποι – μαργαρῖτες, κάμποι ἀμάραντοι
κι ἄνθη πρωτόφαντα στὰ μάτια, ὡς ρίμας κρίνα,
δίνουν μιὰν αἴσθηση γαλήνης – αὐλὸς εὔθυμος:
Σὲ Βάλς, ἡ Ὀντέτ του Τσαϊκόφσκι, ἡ μπαλαρίνα.
 
Ἡ σκέψη ἀπάνεμη κι ὁ νοῦς – ταξίδι στ’ ὄνειρο
ὥσπου, σὲ ἀνάμνησης ρωγμή, ἄρια τῆς Κάλλας
ἀντιλαλεῖ μὲσ’ στῆς ψυχῆς σου τα κατάβαθα:
Ὦ! "Κάστα Ντίβα" ὀνειρική, Νόρμα τῆς Σκάλας.
 
Ἡ γυμνὴ μάχα τοῦ Ντὲλ Πράδο – γοργόνα ξύλινη,
χρόνια γλυμμένη ἀπὸ τοῦ κύματος τὴ σμίλη,
ὅμως, οἱ ναῦτες οἱ τρυφεροὶ καὶ οἱ πιὸ φιλόστοργοι,
πάντα ξεπλένουν τ’ ἀρμυρά, ὡραῖα της χείλη.
 
Κι ὡς τοῦ μυαλοῦ σειέται τὸ σύμπαν – κυανὸς ἴλιγγος,
κραυγὲς πνιγμένων ναυαγῶν – σάπιο μαδέρι...
"Στὶς βάρδιες πρέπει νά ’ν’ τὰ μάτια πάντα ὀρθάνοιχτα"
εἶπες· κι ἀκόμη: "Ὁ καιρὸς βροχὴ θὰ φέρει".
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Ὁ τρελός
 
 
Μὲ λὲν παράξενο, γιατί διαφέρω ἀπὸ τοὺς ἄλλους,
κάθισε, νὰ σ' τὰ πῶ...
Ἐγώ, δὲν εἶμαι σὰν αὐτούς, τοὺς ἄλλους παπαγάλους,
γι' αὐτὸ μὲ λὲν τρελό.
 
Ὅπου κι ἂν ψάξεις, θὰ μὲ βρεῖς, ὅποια σηκώσεις πέτρα,
μὲ ξέρει κι ὁ βυθός.
Μόνο στὴ γύμνια τῆς ψυχῆς δὲν προσδοκῶ κουβέρτα,
γι' αὐτὸ μοναχικός.
 
Ἔζησα θάλασσες, στεριές, τὸν Θάνατο εἶχα πάντα
πιστὸ συνοδηγό.
Τώρα ποὺ φτάνω στὰ τρελὰ τὰ πρῶτα μου σαράντα,
δὲν ξέρω νὰ σιωπῶ.
 
Ὅλοι τρελὸ μὲ ξέρουνε, μὰ οἱ πράξεις μου σταρᾶτες,
μπέσα, κι ἀληθινές.
Δὲν ἔγινα ἔμπορος τρανὸς πουλῶντας τους πατάτες,
βρόμικες καὶ σαπρές.
 
Φοβόμουνα τοὺς λογικούς, γι' αὐτὸ δὲν εἶπα κάτι,
χρόνια τώρα πολλά.
Ὅσοι νοοῦνταν φίλοι μου καὶ μοῦ 'βγαλαν τὸ μάτι,
ἦταν λειψὴ χαρά.
 
Ἀνάμεσά τους, πού 'ζησα, ἔνιωσα ἀγρίμια νά 'ναι,
σκύλοι, ξεχωριστοί.
Εἶδα σ' αὐτὰ τὰ δόντια τους, τὶς σάρκες νὰ σκορπᾶνε,
λύσσα, μοναδική.
 
Δείχνοντάς τους τὸν Ἄνθρωπο, τοὺς μίλησα γι' ἀγάπη,
δὲν ἔβαλαν μυαλό.
Ἀρέσκονται τώρα νὰ λέν: "Πῶς στὸ μυαλὸ ἐξετράπη...; "
μὲ βάφτισαν τρελό.
 
Μόνο γι' ἀγάπη ξέρω ἐγώ, γιὰ θάλασσες κι ἀστέρια,
φίλε μου, διαλεχτέ.
Αὐτὰ ποὺ σ' ὁμολόγησα, τὰ κράτησα στὰ χέρια,
καλέ μου, κι ἀρεστέ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Τὸ ὄνειρο τοῦ τσοπάνη
 
 
Ὄντας τσοπάνης, μὲ ἄρεζε νὰ τριγυρνῶ στὸ λόγγο,
κι ἀπέκει δρόμο διάβαινα ξελύνοντας τὸ φιόγκο
τοῦ δισακιοῦ μου κι ἔβγαζα ξερὸ ψωμὶ νὰ φάγω,
γιὰ νὰ μπορῶ τὸ ἰσχνὸ κορμὶ νὰ σύρω, γιὰ νὰ πάγω.
 
Τρύγιζα μέλι ἀπ’ τὸ πευκὶ κι ἀπ’ τ’ ἄγριο τὸ θυμάρι
κι ὡς τὸ κουβάλαα, καταγῆς στράγγιζ’ ἀπ’ τὸ ταγάρι
χρυσῆ κηρήθρα ὀλόξανθη ποὺ φλόγιζε σὰ πέρα,
τόσο, ποὺ ἰσκιὰ δὲν ἔβλεπα μέχρι νὰ φτὰσ’ ἡ μέρα.
 
Ἀπὸ τὸ σιάδι τοῦ βουνοῦ κι ἀπὸ τὸ καταράχι
ζύγωνα μέχρι τὴν ἀκτή, κεῖ ποὺ χτυπιοῦνται οἱ βράχοι
ἀπὸ μιὰ θάλασσ’ ἀρμυρή, ποὺ βόσκει τὸ κατσίκι,
ποὺ θρέφει τὰ μικρά τα ζὰ κι ὀγκώνει τ' ἁρμυρίκι.
 
Σὰν τὴ θωροῦσα, μέσαθε μὲ τράβαγε τὸ βάμμα
τὸ γαλανὸ καὶ βούρκωνα καὶ σπάραζα στὸ κλάμα
τόσο πού, πήγαινα νὰ εἰπῶ στὸν σύντεκνο κολίγο,
νὰ μ’ ἀρματώσει ἕνα σκαρὶ στὰ πέρατα νὰ φύγω.
 
(Ἴλιγγος μέσα στὸ τραχὺ μὲ πιάνει κι ἀποστρέφω
κι ἀποζητῶ μιὰ θάλασσα στὴ ρούγα, κι ἀπαντέχω
ὡς νά 'ρθει ἡ μέρα ποὺ θὰ φέρω διάσημα στὸ στῆθος,
μ’ ἕναν ἐξάντα νὰ μετρῶ τῶν ἀστεριῶν τὸ πλῆθος).
 
Τῆς ἀρεσκείας μου τὰ πολλὰ ποὺ θέλησα νὰ ζήσω
δὲν πρόκαμα παρὰ στὴ γῆς κονάκι γιὰ νὰ στήσω,
κι ὅσα ποὺ δίψασαν πολὺ τὰ μάτια μου νὰ ἰδοῦνε,
μαῦρο - καθὼς οἱ κόρες τους τὸ ριζικὸ πενθοῦνε.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὴν πατρίδα
 
 
Πάντοτε ἀσάλευτος θωρῶ τὴν εὔμορφη πατρίδα
κι ἀπ’ τὴν πολλὴν ἀγάπη μου συχνὰ ξεσπῶ σὲ δάκρυα
σὰν βλέπω, ἐκεῖνες τὶς παλιὲς πιὰ ξέθωρες εἰκόνες,
ποὺ φέρω σὰν ἀνάμνηση γιὰ νὰ μὴν τὴν ξεχάνω.
 
Κι ὅπως, τὰ πέλαγα θωρῶ καὶ τὶς ἀκτὲς θαυμάζω,
μὲ τὰ γοργὰ τὰ κύματα τ' ἀσίγαστα νὰ σπάζουν,
βλέπω πάνω στὴν ἔρημο τῆς δροσερῆς τῆς ἄμμου,
κάθε τι θαῦμα της κι ἐμὲ κάτω ἀπ' τὸν ἴδιον ἥλιο.
 
Καὶ μὲς στὶς τόσες, εἶν’ κι αὐτὲς πού 'χουν βουνά, πλατάνια,
πού 'χουν νυφιάτικη ὀμορφιὰ σὰν πασχαλιὲς τοῦ Ἀπρίλη,
τόσο πού, καθὼς ρεύονται τὰ μυρωμένα τους ἄνθη,
τείνω τὰ χέρια, ὁ δυστυχής, δῆθεν νὰ πιω ἀπ' τὴν κρήνη.
 
Καὶ εἶναι κάποιες, θυμικὲς μὲ λάβαρα καὶ ἁγίους -
σὰν τότε, ποὺ ἤμουνα παιδὶ μὲς σ’ ἐκκλησιὲς ταμένος,
ποὺ σήκωνα τὶς φτέρνες μου γιὰ ν' ἀσπαστῶ μιὰ εἰκόνα·
ἔτσι, κι ἀπόψε, τὸ ζερβὸ σηκώνω γιὰ σταυρό μου
 
καὶ μὲ τὶς θύμησες αὐτὲς πέφτω στὴν ξένη κλίνη
κι ἀποκοιμιέμαι, μὲ ὄνειρο πὼς ξύπνησα στὸν ὄρθρο,
μὲς σὲ ἀγκαλιὲς καὶ σὲ φιλιά, μὲς σὲ ἀσπασμοὺς καὶ γέλια:
Σὰν ἔτσι, ἀδιάκοπα θωρῶ μὰ δὲν ποτὲ τὴ φτάνω...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Νίτο
 
 
Κοίταξε τὴν πλοηγίδα,
σέρνει κύματα ξοπίσω!
-Φτάσανε καὶ τὰ μελτέμια...
-Μάθε μὲ νὰ τὰ ξηγήσω!
 
-Δίμορφη καὶ κοσμοπλάνα...
-Τὴ λαξεύανε στὴν Κρήτη;
-Μὴ ρωτᾶς, κανεὶς δὲν ξέρει
τὸν θαλασσουργὸ τεχνίτη.
 
-Θὰ τὸ ξέχασες! Δὲν εἶπες
πώς, τοῦ Ποσειδῶνα ἡ χώρα...
-Ἦταν κάποτε, τὸ ξέρω,
ὅμως δὲν ὑπάρχει τώρα.
 
-Μὰ τί λές; Ἄκου, μιλᾶνε!
-Τὸ μυαλό σου φτερουγίζει.
-Νά, τοῦ Ποσειδῶνα ἡ κόρη
τραγουδᾶ καὶ μοῦ σφυρίζει.
 
Τὸ μικρό της Ἀμφιτρίτης
βόρτες φέρνει ἀπὰ στὴν ἄμμο.
-Χόρεψε μὲ τὴ ματιά σου
κι ἄσε την νὰ πέσει χάμω.
 
-Θὰ σ' τὴ βρῶ! -Στὴν καταιγίδα;
-Κάπου ἐκεῖ θὰ κολυμπάει...
''Ἕνας ναύτης ποὺ τοὺς βλέπει
τὸ γυρίζει καὶ γελάει''.
 
Βρὲ Μπενίτο, χαμογέλα!
-Ἄ! Μᾶς χαιρετᾶ ὁ Ντάντε!
-Ὁδηγήτρα εἶναι ἡ πλώρη
καὶ τῆς μηχανῆς τὸ ἀβάντε.
 
-Γειά σου, Ντάντε! Καλὸ δρόμο.
Φέγγε μὲ τὸ πυροφάνι!
-Κοσμομάντισσα γοργόνα...
-Πέρασε, μὰ δὲν ἐφάνη!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  
 
Θάλασσα VI
 
 
Εἶπες, θά 'θελες νὰ γράψω στὸ μετάξι τῆς ἁφῆς σου·
φύκη κι εὔοσμα λουλούδια νὰ τὰ βρίσκουν στὴ στιγμή.
Ἂν στὸν ἔρωτα δὲ νιώθουν, κάθισε κι ἀναρωτήσου.
Στῆς δικῆς ψυχῆς τὸ σκάμμα δὲν ταιριάζουν οἱ λυγμοί.
 
Πάνω στὴν ὑγρὴν ἁφή σου, ἤβρα δράκους καὶ τελώνια.
Ἤβρα πού 'σκιωνεν ὁ Χάρος μὲ τὸ δρέπανον ἀψύς.
Ἔζησα νὰ πῶ, πὼς εἶδα σὰν σταυροὺς τὰ χελιδόνια,
τὰ χλωρὰ δικὰ καὶ τ’ ἄνθη πῶς ἁπλώνονταν στὴ γῆς.
 
Πὰ’ στὸ ντύμα τοῦ κορμιοῦ σου, πρόκαμα τὶς πεταλίδες,
τῶν γλαρόπουλων τὴ γρίνια κεῖ στῆς ἄμμου τὰ ρηχά.
Ἔζησα νὰ πῶ, στὸ κάλμα πῶς τρεμόπαιζαν οἱ ἀχτῖδες
καὶ πῶς, τὰ στοιχειὰ στὸ κῦμα, κράζανε γιὰ νὰ βρυχᾶ.
 
Εἶπες, κι ἔκατσα νὰ γράψω, γιὰ τὴ θάλασσα τοῦ ἀπείρου,
γιὰ τὸ σύμπαν τοῦ βυθοῦ σου καὶ τὰ μάκρη τ’ ἀχανῆ.
Κύτταρο δικό σου, κόρη - θάλασσα μικρὴ τοῦ ὀνείρου,
ἔζησα νὰ πῶ πὼς σ’ εἶδα! Πρὶν τὸ γῆρας καὶ ἡ θανή...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Διαθήκη
 
 
Παρακαλῶ σας: "Ρῖξτε με ποῦ λαχταροῦσα πάντα.
Πάρετε σῶμα καὶ ψυχὴ καὶ δῶστε μὲ σὲ κείνη.
Ἐκεῖ. Στὸ μεσοπέλαγο ποὺ τὰ μαλλιά της λύνει.
Πού 'χει τὸ χάδι τρυφερὸ καὶ τὸ φιλί της πλέριο.
 
Ρῖξτε μὲ κεῖ, ὁλάκερο! νὰ νιώθω τὴ δροσιά της.
Δὲν θέλω χῶμα, προσευχὲς καὶ πλάκα ν' ἀναγράφει:
"Ἐνθάδε κεῖται, ὁ ποιητής... Τὴν τάδε μέρα, ἐτάφη..."
Οὔτε λουλούδια, μάρμαρα καὶ πάνω τους καντήλια.
 
Σαβανοπάνι ὁλόσωμο καὶ πλαγιαστὴ σανίδα·
μόνο, πρὶν ρίξουν στὰ νερά, θά 'θελα δυὸ κουβέντες
ὅπως σ' ἐκείνους, τῆς Ἀργοῦς τοὺς Ὀδυσσεῖς λεβέντες,
ποὺ ἡ χάρη της, καιρὸ κρατεῖ στὴν πάναγνη ἀγκαλιά της.
 
Παρακαλῶ, στὴν πρόκοσμη νὰ κηδευτεῖ ὁ νεκρός μου.
Σὲ ἀχαρτογράφητο βυθὸ καὶ τόπο μυστικό.
Νά 'ναι τὸ μνῆμα μου ρηχὸ μὲ κοῖλο χρηστικό
ὥστε, στὸν ρόγχο τοῦ ἄμαθου, παρηγοριὰ ἐγὼ κι ἔγνοια..."
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
 
Ἀνθολόγιο, Ποιήματα "Τῆς θάλασσας" ... 1977 - 1996
 
 
 
Οἱ μεγάλοι ἔρωτες, ἐνέχουν ποίηση
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
  
 
Ξένε...
 
 
ὅταν τὶς σκέψεις μου διαβεῖς, μὴν βιαστικὰ περάσεις.
Στοῦ νοῦ μου στάσου τὴν πλαγιὰ μ’ ἀντικριστὲς τὶς λέξεις.
Νὰ δεῖς πῶς γίνεται ἡ σπορὰ κι αὐτὴ πῶς θὰ καρπίσει.
Πῶς θὰ γενεῖ τῆς ἄνοιξης λουλούδι καὶ θ’ ἀνθίσει.
 
Κι ἂν θέλεις, πᾶρε ἀπ' τὸν καρπὸ καὶ πᾶρε ἀπ’ τὸ λουλούδι,
μὰ σὰν μοχθήσεις, ξάπλωσε νὰ κοιμηθεῖς στὸ λόγγο.
Νὰ σὲ σκεπάσουν τα ριζὰ τοῦ Μάρτη καὶ τὰ χόρτα.
Νὰ σὲ ξυπνήσουν τὰ πουλιὰ στ’ Ἀπρίλη τὸ κλινάρι.
 
Κι ἂν θὰ νιφτεῖς, μὲς στ’ αὐγινὸ τῆς ἄνοιξης τὸ δάκρυ,
νὰ καμωθεῖς στὸν ἄφθαρτο τῆς στάλας της καθρέφτη.
(Λούσου τοῦ λόγου τ’ ἀκριβὸ μοῦ τ’ ἄρωμα θυμάρι,
νὰ σ’ ὀσμιστοῦνε τὰ στοιχειὰ καὶ νὰ σὲ προσπεράσουν.
 
Κι ἂν θὰ τ’ ἀκούσεις νὰ μιλοῦν μ’ ἀβάσταγους ψιθύρους,
σκέψου, μὴν εἶναι δράκοντες ποὺ κουβαλᾶ ἡ ψυχή σου.
Μὴν ἀναβάλλεις μιὰ στιγμή, δίχως σπουδὴ μὴ σπεύσεις.
Τῶν λουλουδιῶν τὰ κίτρινα ποὺ σέπονται, πεθαίνουν...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ ψέμα
 
 
Λές: Ἡ ζωή σου ἔρημος δίχως χαρὰ καὶ γέλιο.
Κι ἀκόμη, ἕναν ἄναστρο πὼς βλέπεις οὐρανό.
Θαρρεῖς πὼς ὅλη σου ἡ ζωὴ κατήφεια καὶ φραγγέλιο.
Πὼς γιατρικὸ στὸν πόνο σου δὲν βρίσκεις ἱκανό.
 
Δές: Ἡ ζωὴ μιὰ ρεματιά, ποὺ ρέει στὴν κατηφόρα,
ποὺ δίνει ὅμως τὰ θαύματα τὰ δροσερά, σ αὐτόν
ποὺ δὲ νογᾶ λιγόψυχα καὶ δὲ λυγᾶ στὴ μπόρα.
Θέλει, καρδιά! θέλει, ψυχή! Γι' αὐτό σου λέω, λοιπόν:
 
Τρεῖς δρόμους ἔχει, κι ἀπ’ αὐτοὺς τὸν ἕναν θὰ διαλέξεις.
Ἐσύ, ποιόν θὲς νὰ πορευτεῖς, τὸν ἴσια ἢ τὸν λοξά;
Ὁ πρῶτος, λούζεται στὸ φῶς. Τὸν ἄλλον νὰ προσέξεις.
Ἂν θὲς τὸν τρίτο, διάλεξες τὸν Xάρο γι’ ἀμαξά.
 
Δράκους δὲν θά 'βρεις ζωντανούς, θεριὸ νὰ σὲ φοβίσει.
Αὐτὸ τὸ σύμπαν φτιάχτηκε στὴ Χάρη ἑνὸς Θεοῦ.
Θροεῖ σὰν φύλλο, μὰ γιὰ δές: Μπορεῖ νὰ σταματήσει;
Δὲν εἶναι βάσανο ἡ ζωή. Τὸ ψέμα, εἶναι ἀλλοῦ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Εἶναι φορές
 
 
Τῆς πριγκίπισσας Σίσυ
 
 
Εἶναι φορές, ποὺ αἰσθάνεται μιὰ ζεστασιὰ ἡ ψυχή μου.
Κι ἄλλοτε, πάλι, νιώθει αὐτὴ δίχως χαρὰ καμιά.
Μὴν ἀρκετὰ δὲν ἔγιανε κάποια παλιὰ πληγή μου
κι ἔτσι ἀθεράπευτη, ἔφυγε πρὸς κάποιαν ἐρημιά;
 
Εἶναι φορές, ποὺ αἰσθάνομαι μετέωρη σ’ ἕνα χάσμα,
ποὺ ἀπὸ κεῖ μέσα μὲ καλοῦν γιὰ νὰ τὸ κατεβῶ
δικοὶ καὶ φίλοι μου στενοί, ποὺ πέρασαν τὸ φάσμα
ὅταν ὁ Xάρος θέριζε μὲ δρέπανο ἀκριβό.
 
Εἶναι φορές, ποὺ οἱ σκιὲς τῆς νύχτας μὲ κυκλώνουν
καὶ μὲ θρασεῖα κι ἀναίτια τὴ συμπεριφορά,
λένε πὼς εἶναι ἀφίλητες καὶ πὼς κοντὰ ζυγώνουν,
διψῶντας ἀπ’ τ’ ἀχείλι μου τὴν τοξωτὴ φορά.
 
Κι εἶναι φορές, ὅπου ἡ χαρὰ στὸν κῆπο περιμένει,
κι εἶναι μὶ’ ἀπόλαυση ψυχῆς κεὶν’ ἡ στιγμή του πῶς
γιατί, στὸ φῶς τους νιώθω ἐγὼ ἡ ἐλπίδα νὰ προσμένει:
Πυγολαμπίδες σπέρνουνε τ’ ἀμάραντό τους φῶς.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ἀποσβέσεις
 
 
Τὸ βλέμμα ἐκεῖνο τὸ στερνὸ κρατῶ γιὰ φυλαχτό
κι ἔχω τ’ ἀχνάρι - χάδι σου, στὸ σῶμα τιμημένο.
Παίρνω χαρὰ νὰ καρτερῶ καὶ νὰ σὲ περιμένω.
 
Κι ὅπως γιὰ σένα ὁ νοῦς ὁρᾶ κι ἀκοίμητος θωρεῖ
καὶ ταξιδεύει ἀδιάκοπα στὶς κορυφές, στὰ πλάτια,
ἡ νύχτα ἰσκιώνει μου τὸ νοῦ καὶ μοῦ σφαλὰ τὰ μάτια.
 
Κι ἔτσι, ὡς βυθίζει τὸ κορμὶ στὸν ὕπνο σιωπηλά,
τείνω τὸ χέρι μου, μὰ δὲν ἀρκεῖ γιὰ νὰ σὲ φτάσω.
Ἕρπω τὸ σχῆμα μου θολό, τὸ ἀχνό σου νὰ προφτάσω.
 
Κι ὅταν πιὰ φτάνει μου ἡ στιγμὴ νὰ σ’ ἔχω γι’ ἀγκαλιά,
μοιάζεις στὸ φῶς τοῦ αὐγερινοῦ νὰ μὴν εἶσαι ποὺ ξέρω.
(Νὰ μάθεις ἤθελα το πῶς, κι ὅσα γιὰ σὲ ὑποφέρω...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Ἡ παράκληση
 
 
Κύριε,
 
ζητῶ γιὰ ἐκεῖνον, ὅσο ζῶ, θάνατος μὴ προφτάσει.
Πᾶρτε ἀπὸ μένα ὅσες φορὲς πρὶν νὰ σιωπήσει αὐτός.
Ἂς τρεμοσβήσω ἐδῶ μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸ εἰκονοστάσι,
σὰν τοῦ κεριοῦ ποὺ ἀργά – στερνὰ θὰ σβήσετε το φῶς.
 
Κύριε,
 
πᾶρτε ἀπὸ μένα, - ὅταν ἀνθὸς κι ἁπλῶστε με στὴ φύση,
νὰ μπολιαστοῦν τα ξερικὰ στῆς γῆς την ἐμπασιά,
ξερολιθιὰ καὶ δῶστε την σ’ ἕναν φτωχὸ νὰ χτίσει.
Πιὸ ταπεινὸ στολίδι σας, σὲ κάποιαν ἐκκλησιά.
 
Κύριε,
 
θέλω σὰν ἔρθει μου ἡ στιγμή, στὸ τέλειωμα τῆς μέρας,
ποὺ ξαφνικά 'κεὶν ’ ἡ χαρὰ στὰ μάτια θὰ σβηστεῖ,
ποὺ θὰ γκρεμίσουν οἱ στιγμὲς σὰν διάττοντας ἀστέρας,
νὰ ραίνει ἐκεῖνος τοὺς ἀνθούς, ποῦ θά 'χω σκορπιστεῖ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  


 
Τῆς ψυχῆς
 
 
Συγγνώμη: Ποὺ δὲ στάθηκα σωστή, νὰ σ’ ἀγαπήσω.
Ποὺ δὲν ποτὲ μοῦ νοιάστηκα τὸν πόνο τὸ δικό.
Ἄνθρωπε σύ, ποὺ δίπλα μου, μποροῦσα νὰ φιλήσω
ποτέ μου, δὲ σ’ ἀντίκρισα μὲ βλέμμα φιλικό.
 
Συγγνώμη: Ποὺ δὲ φύτεψα στὴ γλάστρα ἕνα λουλούδι.
Ποὺ τῶν ἀνθῶν δὲ μ’ ἄρεσαν οἱ μύριες εὐωδιές.
Ποὺ τῶν πουλιῶν δὲν ἤθελα ν’ ἀκούσω τὸ τραγούδι.
Ὅπου γι’ αὐτά, δὲν ἔγραψα, νὰ εὐφράνω τὶς καρδιές.
 
Συγγνώμη: Ἔρωτα, γιατί δὲν ἤμουν ὅσα "πρέπει".
Γιατί, δὲν ἤμουν ἀρκετὴ νὰ σοῦ δοθῶ πιστά.
Κι ἐνῷ, τὸ βλέμμα τὸ δικό μου θά ‘πρεπε νὰ βλέπει
ἐσένα· τ’ ἄλλα κοίταγε, τὰ ξένα, τὰ ρευστά.
 
Συγγνώμη: Θέ μου, ποὺ μισῶ καὶ δὲν μπορῶ νὰ γιάνω.
Πού ‘ν’ ἡ ψυχή μου ἀκάθαρτη κι ἡ σκέψη μου φαιδρή.
Ποὺ κι ἂν γι’ ἀγάπη μίλησες, τ’ ἀντίθετα ἐγὼ κάνω.
Συγχώρεσέ με, πλάστη μου, ποὺ δὲν εἴμ’ ἀρκετή.
 
Συγγνῶμες μύριες σᾶς ζητῶ γιατί δὲν ἤμουν ἄξια
νὰ σεβαστῶ τὸν ἔρωτα, τὰ δέντρα, τὰ πουλιά.
Νὰ σεβαστῶ τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἁμαρτωλὴ κι ἀνάξια
ψυχή, ποὺ δὲν λαχτάρησε σταυρό, μιὰν ἐκκλησιά.
 
Συγγνώμη...
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 


Ἡ ἁμαρτωλή
  
Δὲ σοῦ 'μεινε φωνὴ νὰ πεῖς γιὰ τὰ βουνά, τὰ δάση,
oύτε χαρὰ πιὰ σοῦ 'μεινε νὰ τραγουδᾶς γιὰ κεῖνα.
Σὰν νὰ τελειώνει σου ἡ ψυχή, σὰν νὰ τελειώνει ὁ κόσμος.
Μόνο μετάνοια σ’ ἐκκλησιὰ τώρα γιὰ σένα πρέπει.
 
Μπολιάστηκες ἔρμη ψυχὴ στὰ μάταια τῶν ἐρώτων
δίχως ποτέ σου νὰ σκεφτεῖς νερὸ στοὺς διψασμένους.
Δίχως ποτὲ ν’ ἀφουγκραστεῖς ἕνα τῶν ἄλλων δάκρυ.
Δὲ σ’ ἄφηνε, γιὰ νὰ τὰ δεῖς, τὸ θάμπος τῶν ματιῶν σου.
 
Στὰ λαμπερὰ μὰ πρόσκαιρα τῆς νιότης κεῖνα χρόνια
τεταραγμένη σύρθηκε στ’ ἀνάσκελα ἡ ψυχή σου.
Ἦρθε κι ὁ χρόνος σ’ ἔντυσε τὴ νύχτια του ρυτίδα.
Τὸ μαρτυράει τὸ λιγοστὸ τοῦ καντηλιοῦ πιὰ λάδι.
 
Μαυράγγελοι καὶ Χερουβεὶμ σὲ διεκδικοῦν παρόντα
κι ἕνας στυγνὸς σὰ Χάροντας μὲ τὴ ρομφαία τῆς δίκης
σοῦ ψιθυρίζει τ’ ἀκριβὸ τοῦ τέλους σου ταξίδι:
Κεκοιμημένη μου ἀδερφή, ζυγίζω την καὶ φεύγω.
 
Ψάλλοντας κλαῖνε οἱ ἄγγελοι δίχως ψυχὴ στὰ χέρια,
δίχως πομπὴ ν’ ἀκολουθεῖ τὸ λάλον τοῦ ἀρχαγγέλου.
Ἕνας ἀνθὸς μόνο σταυρός, σφοδρὸς κριτὴς ποὺ ψέλνει:
Τῶν κολασμένων τὶς ψυχὲς τὶς παίρνουν τα τελώνια.
 
...........................................
 
Μοῖρες κακὲς μὲ μοίραιναν τὴ νύχτα ποὺ γεννιόμουν
κι εὐχή μου δόθηκε στρεβλὴ νὰ ζῶ δίχως τὸν ὕπνο.
Ὄνειρο ἐγὼ δὲν γνώρισα, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θυμᾶμαι
ἂν ζωντανὴ ποὺ τό 'γραψα, ἢ τώρα πεθαμένη...
  


©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  
 
Τὸ ὄνειρο  
Τῆς Δήμητρας – Λιζέτε
 
 
Ἦταν μὲς στ’ ὄνειρο, ἡ αὐλὴ κι ὅλο τὸ γύρω δάσος.
Γιὰ με, τὸ μέλλον φάνταζε δίχως χαρά, καθώς:
«Μέλλειν ἡ κόρη σας διαβεῖ εἰς τόπον νεκρανθέμων»,
τὴ συνεβούλευε, σιγά, τὴ μάνα μου ὁ γιατρός.
 
Γύρω μου γκρέμιζαν βουνὰ καὶ χάνονταν οἱ κάμποι
κι ἔλεγα: Δὲν εἶν’ ἄδικο, ποὺ τόσο δά, μικρή...;
Κάτω ἀπὸ πέτρινο σταυρὸ ἥλιος ποῦ θά 'βρει, νά 'μπει;
Πῶς νὰ χαρῶ μιὰν ἄνοιξη, στ’ ἀπόσκιο αὐτό, νεκρή;
 
Γκρίζο, τεφρὸ εἶδα τὸ κορμί, τοὺς συγγενεῖς ἐμπρός μου.
Τὸ σῶμα ἐκεῖνο νότιζαν τὰ δάκρυα κι οἱ λυγμοί.
Ἀνατριχίλα, ἴδρος πολὺς κι αὐτὸς ὁ ἐξάγγελός μου:
Κύριε, σ' αὐτὴν δὲν ἔπρεπε κακὸ γιὰ νὰ συμβεῖ.
 
Ὄνειρο πού 'μοιαζε φαιδρό, μὰ λὲς καὶ μοῦ συνέβη (...)
Σὰν νὰ χαμήλωνε το φῶς ἀπὸ τὸν οὐρανό.
Μὲς στὸν βαθὺ τὸν ὕπνο μου, τὸ χέρι ἀργοσαλεύει.
Ψάχνει. Δὲν βρίσκει τίποτα. Τὸ σῶμα μου ὀρφανό.
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  
 
Σκήτη
 
 
-Φίλησε με!
-Ποιά εἶσαι;
 
-Πικραγάπανθος!
Λυγερὸς πρωτανθὸς συλλέκτης
ἀρχαίου φωτός
μὲ ρίζα πύρινη.
Διαβιῶ νοτίως της μετόπης τοῦ ἥλιου
σὲ σκήτη τοῦ Ἔρωτος.
 
-Ἐσύ;
 
-Δακρυφόρος ἕλιξ!
Ἀναδύτης πηγαίων συναισθημάτων
ἐπιχειρῶ
μὲ χαίτη ὀρειχάλκινη
στοὺς θρόμβους τῶν δακρυγόνων.
Τελῶ ἐγκάρσια τῆς τυφλότητος...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Τὸ σπίτι μας, ἄδειο...
  
στὶς φωτογραφίες μας, μόνο
κάποια κίνηση ἀπὸ προσφιλῆ πρόσωπα
θυμίζουν πὼς ὑπήρξαμε...
 
Κάποιες φωνές, αἰώνια καὶ ἀέναα θυμητικές
ποὺ λογίζονται ψίθυροι,
δίνουν τὴν αἴσθηση τῆς ἀφαίρεσης.
 
Σὰν σὲ πολύκοσμη ἐρημιὰ τὰ χαμόγελα
ἴδια πάντα
δίχως τὴν ὑποψία τοῦ φρέσκου,
δίχως τὴν ἐλπίδα τῆς ἕτερης κίνησης.
 
Τὸ σπίτι μας, ἄδειο...
 
Μόνο τῶν εἰκόνων τ’ ἀσώπαστα πρόσωπα,
τείνουν
μίας ὑποψίας χαμόγελο.
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  
 
Ἄν
 
 
Μία φωτογραφία σου ἀπ’ τα χθές,
ποὺ δάκρυζε,
χλωμὴ ἀπ’ τὸ χρόνο
 
(μὲ μιὰ χαρακιὰ βαθιὰ στὸ μέτωπο
ρυτίδας μπορεῖ
ἢ κι ἀπὸ χτύπημα –
καθὼς χρυσάφι κι ἐνώτια
στὸ συρτάρι
ἀπρόσεχτα ρίχνω)
 
τὴν τοποθέτησα πλάϊ στὸ παράθυρο·
 
νὰ βλέπεις κόσμο καὶ νὰ χαίρεσαι,
σὰν καὶ νὰ ὑπῆρχες...(;)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Τελικά...
 
 
Ὅλο ἔπεφτες σὲ ἀντιφάσεις,
γελοῦσες νευρικά,
μὲ λόγο μετέωρο
τόσο
ποὺ οἱ λέξεις
ἔνοχα αἱμορραγοῦσαν
ὑποκρισία καὶ ψέμα.
 
Ἕνα μειδίαμα, μόνο...
σὰν Ἐρινύας χαμόγελο
σὲ ραγισμένο καθρέφτη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

 

Ἀποχώρηση

 
 
Ὅλα σου, εἶν’ ἐδῶ...
ὅπως τ’ ἄφησες...
Μόνον ἡ πλήξη, στὴ σκόνη
φτιάχνει μάταιους κύκλους
μὲ τὸ δάχτυλο.
 
Τὸ μικρῆς κλίμακας πλοῖο,
σαλπάρισε
 
μία παλαιὰ τοῦ καθρέφτη μορφή,
αὐτομόλησε
 
μαζὶ καὶ οἱ μνῆμες
 
οἱ φωνές.
 
Ὅλα σου, εἶν’ ἐδῶ,
μὰ δὲν εἶναι ὅπως τ’ ἄφησες:
 
Φεύγοντας,
ξέχασες νὰ κλείσεις τὴν πόρτα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν σου, θάλασσα ἡ ἀγάπη ποὺ μὲ φίλησε

©Γιῶργος Ν. Μανέτας 


 
 
Κι εἶπες:
 
Μιᾶς καὶ ὁ κύκλος, ἔσπασε...
γιὰ τὶς ἀνάγκες μου, κρατῶ τὸ σπίτι,
τὸ ἐξοχικό,
τὸ αὐτοκίνητο,
τὰ τέσσερα στρέμματα,
τὸ κότερο
 

....................
....................
 
Ἕνα ἑκατοντασέλιδο, γέμισες...
Καὶ πῆρες.... πῆρες.... πῆρες....
 
Ἀκόμη, καὶ τὸν κύκλο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μὲ τυχαία σειρά
 
 
Στὰ κυκλοθυμικὰ film τῶν photos
ἀπρόβλεπτα ἦρθες,
ἀσυνεπής
ὅπως πάντα,
νὰ μοῦ θυμίσεις
πώς
ἡ κερκόπορτα τῶν ὀνείρων μας
ἔκλεισε.
 
Στὸ δίπλα καρέ, βροχή.
Οἱ Ἐριννύες στὸ πλάϊ
κι ἕνας κρωγμός,
μπορεῖ ἀπὸ γκιόνη,
μπορεῖ ἀπὸ θάνατο.
 
Ἀπρόβλεπτα, ἦρθες.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀκραιφνῶς
 
 
Ἡ τελευταία
ξεχασμένη σου ματιά,
στὸν καθρέπτη τῆς σάλας,
ποὺ ράγισε:
κομμάτια αἰχμηρά.
 
Ἀκραιφνῶς, κείτεται
τῶν κρυστάλλων ἡ Νέμεσις...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 

Θύμισε μου

 
 
Πρὶν μιλήσουμ’ ἐμεῖς,
πρὶν καλὰ γνωριστοῦμε...
 
πρὶν σὰν δρόμου στροφή,
τὰ κορμιά μας πληγοῦνε...
 
γνωριστοῦνε καὶ πρίν
τὰ μεθύσει ἕνα χάδι...
 
πρὶν ἡ ἀνάσα, βαριά
καὶ τ’ ἀνέγγιχτα χείλη...
 
πρὶν δεχτεῖ νὰ χαρεῖ,
μιὰ ριπή 'κεὶν’ ἡ μήτρα...
 
πρὶν ἐμεῖς, πρὶν αὐτά...
πρὶν ἐμεῖς συστηθοῦμε...
 
θύμισε μου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ δίλημμα
 
 
Σὲ εἶδα νὰ ἔρχεσαι, μὰ δὲν ἤσουν.
Ἐπιμένω νὰ ἀναπολῶ τὴ μορφή σου
μὰ στὴν αἰθάλη, τὴ χάνω.
Νείρομαι, τὶς νύχτες ντυμένη
μὲ τὴ γαιώδη ἐσάρπα μου,
νὰ κατεβαίνω τὶς πλαγιὲς τῆς ὑπομονῆς
περπατῶντας σὲ μονοπάτι λίθινο.
Δροσιὰ καὶ φλόγα γίνομαι,
ἔχιδνα κι ἀχινός,
σκαιὰ βολή.
 
Σὲ μία στροφὴ παράλληλου καθαρμοῦ
σὲ βρίσκω, μὰ δὲν ἤσουν.
Σιγὴ ἐκκωφαντικὴ γύρω,
κι ἐγώ.
 
Στὴν ἀπουσία σου,
o χρόνος καμπυλώνει
ἀμφισβητῶντας μου
τὴν ὕπαρξη.
Ὁ αἱμομίχτης αὐτός
μὲ προσκαλεῖ
νὰ ντυθῶ τὴ σκόνη του.
Nα σὲ ποθῶ προσμένοντας
μὲ νύχια καὶ δόντια λέοντα.
 
Νὰ σ’ ἀγαπῶ, ἢ θὰ ξανάρθεις;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χῶρος καὶ τόπος ὑποθετικός
 
 
Ἔτος 2412
 
 
Ἀπόψε, ντύθηκα καλά.
Εἶχε κόσμο, βλέπεις.
Ἄνθρωποι τοῦ πνεύματος
ντυμένοι μὲ κοστούμια λέξεων,
ποιημάτων φορέματα,
πανταλόνια διηγημάτων
καὶ ὅ,τι ἡ συντεχνία
τοῦ χώρου καὶ τόπου,
προέτρεπε καὶ ἐπέτρεπε.
 
Πολυεπίπεδες οἱ σκέψεις καὶ ἀπόψεις:
Μὲ προσεγγίσεις καὶ καταξιώσεις ἀπονεμητικοῦ χαρακτῆρα,
μὲ ἀμφισβητήσεις καὶ ἐξομολογήσεις συνωμοτικοῦ τύπου
πότε συναινετικὲς καὶ πότε καταγγελτικές,
μὲ προβλέψεις ἀκριβείας τῆς μελλοντολογικῆς τέχνης
παραληρηματικοῦ χαρακτῆρα, κάτω τοῦ μετρίου...
 
Εἶχα χάσει ἐπεισόδια.
Δὲν εἶχαν καμία, μὰ καμία σχέση
μὲ τὴν ἐποχή μου...
 
Δὲν ἀνῆκα!
Φόρεσα τὸ λεξικὸ μοῦ ταγιὲρ καὶ ἀποχώρησα.
 
Ἦταν ὅλοι, ἐκεῖ...
Μόνον οἱ Ἄνθρωποι, ἔλειπαν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κίτρινο
 
 
Τῆς Δήμητρας - Λιζέτε
 
 
Τότε, παιδούλα ποὺ ἤμουνα κι ὁ κόσμος μου ὅσο ὁ κῆπος,
δὲν εἶχα σκέψη γιὰ μακριὰ παρὰ μονάχα, ὅσο
τὰ χέρια φτάναν τὰ κλαριά, ποὺ νόμιζ’ ἀπὸ μένα,
ὡς τρυφερὰ ποὺ τά 'πιανα, μπολιάζονταν κι ἀνθίζαν.
 
Θυμᾶμαι ἀκόμη τὴ φορὰ τὴν πρώτη νὰ τ’ ἀγγίζω
φυλλομετρῶντας τ’ ἄπειρα σαρκώδη κεῖνα φύλλα,
κι ἀκόμη, πῶς ἡ μάνα μου μὲ διόρθωνε στὰ λάθη:
Καθὼς δὲν πήγαινα σχολειό, ὅ,τι ἤθελα μετροῦσα.
 
Ἔτσι, μοῦ φάνταζε ὄμορφη πὼς μοῦ 'τυχεν ἡ ζήση
καὶ πὼς στὰ χέρια πάντοτε ὅ,τι ἔπιανα θ’ ἀνθοῦσε
μά, ξαφνικὰ ρημάξανε στοὺς φράχτες τὰ λουλούδια.
Σὲ μία στιγμὴ κιτρίνισαν, καὶ πέσανε, καὶ πᾶνε.
 
Τότε, μοῦ τό 'πᾶν σιγανά, πὼς ἦρθεν ὁ χειμῶνας.
Πὼς τὰ χλωρὰ ξεβάφουνε τὰ πράσινά τους φύλλα.
Μὰ τὰ νεκρὰ ποὺ κείτονταν, τὰ πρὶν ἀγαπημένα,
τὰ ξενυχτοῦσα ἡ δύστυχη, μὲ ἀπορημένης βλέμμα.
 
Στὴν παιδικὴ κείνη ψυχή, μόνο θυμὸς καὶ πόνος:
"Ἔτσι γκρεμίζεται ἡ χαρά; Μ’ ἑνὸς βοριᾶ, τ’ ἀγέρι;
Τώρα, πρὶν λίγο γέλαγα, μὲ τ’ ἄλαλα μιλοῦσα".
Ἀκόμη, στ’ ἄγριο φύσημα, μαραίνομαι ὡς ἐκεῖνα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ ἀναμονή
 
 
Σὲ περιμένω ξάγρυπνη μὲ βλέμμα λυπημένο.
Πίσω ἀπὸ γρίλιες καρτερῶ μὰ φαίνεται δὲν θές.
Ὅσες φορὲς μ΄ ἀρνήθηκες, τόσες σὲ περιμένω.
Σχῆμα ἐγχειρίδιου σὲ χαρτὶ ζωγράφιζα προχθές.
 
Ἀγάπησέ με μιὰ φορὰ νὰ σ’ ἀγαπήσω δέκα.
Γιὰ σένα, τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ μὲ ψιλοβελονιά.
Φτάνει νὰ νιώσω τὴ χαρὰ σὰν θὰ μὲ πεῖς: "Γυναῖκα.
Ἀργεῖς. Τὸ τραῖνο σφύριξε, γιὰ μὶ’ ἄλλη γειτονιά.
 
Παίζει τὸ μάτι ὅταν κοιτᾶ σὲ νυχτωμένο δρόμο.
Σὲ εἶδα πάνω σὲ ἄλογο δίχως ἐμὲ μπροστά.
Θ’ ἀποκοιμήθηκα ξανὰ στῆς Ἱστορίας τὸν τόμο.
Δράκους δὲν ἔχει πιὰ ἡ ζωή, μηδὲ τείχη κλειστά...
 
Μία πεταλούδα κόκκινη σὲ παπαρούνα πάνω.
Τὸ ἐγχειρίδιο στὸ χαρτὶ τώρα χαμογελᾶ.
Σὲ μονοπάτι ἀπάτητο σὲ βρίσκω καὶ σὲ χάνω.
Τὸ σῶμα μου θέλει πληγεῖ μὲ χείλη σιωπηλά.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δὲν θέλει...
 
 
Δὲν θέλω γιὰ μένα τῆς Γῆς τὰ φτιασίδια,
βελοῦδα καὶ ροῦχα γιὰ μὲ διαλεχτά.
Δὲν θέλω χρυσάφι κι ἀσήμια στολίδια.
Τοῦ κήπου μου τ’ ἄνθη φορῶ γιὰ πλεχτά.
 
Δὲν θέλω τοῦ μέλλοντος νά 'χω τὴ σκέπη
χωρὶς κεῖνο τ’ ἄστρο ποὺ χρόνια κοιτῶ,
ποὺ θέλω νὰ βλέπω κι αὐτὸ νὰ μὲ βλέπει.
Δὲν θέλω ἀπ’ τὸ θόλο ποτὲς νὰ κρυφτῶ.
 
Δὲν θέλω ποτὲ μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης,
τοῦ ἔρωτα κεῖνες οἱ νύχτιες σκιές,
(κρυφοὶ τῶν ἐρώτων ἀνάξιας εὐθύνης...)
νὰ μένουνε πίσω, κι αὐτὲς μοναχές.
 
Δὲν θέλω νὰ μείνω κι ἀθάνατη νά 'μαι,
μηδὲ τ’ ὄνομά μου ποτὲ ξακουστό.
Δὲν θέλω στοῦ τάφου μου κεῖ ποὺ κοιμᾶμαι,
καντήλι ν’ ἀνάβουν· τὸ θέλω σβηστό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Παρακαλῶ σέ
 
 
Ὁ τόπος ποὺ γεννήθηκα, πού 'ν' τῆς καρδιᾶς μου, τόπος,
εἶχε πολύσχημα βουνὰ μὲ δέντρα καὶ μὲ ροῦγες.
Εἶχε πλατάνια, ν’ ἀφεθεῖς μὲς στῆς σιωπῆς τ΄ ἀπόσκιο.
Εἶχε πηγάδια δροσερά, νὰ πιεις καὶ νὰ μεθύσεις.
 
Ἄξιες κοπέλες, εἶχε. Γιούς. Βουνίσια παλληκάρια,
ὤρια, πανώρια ὡς τὰ βουνὰ τοῦ Ὀλύμπου καὶ τῆς Ὄσσας.
Ἅμα τῇ φούχτα κλείνανε, ραγίζαν τὸ λιθάρι,
λυγίζαν τ’ ἀγριοπούρναρο, στὸ πάτημα τ’ ἀντρίκιο.
 
Τώρα, ζητῶντας πιὰ ἡ ψυχή, μὲ στέλλει πάλι πίσω
μὰ δὲν ἡ ρούγα του γνωστὴ καὶ τὸ βουνό, δὲν θέλει!
Ὅσες φορὲς προσπάθησα, δίχως ποτὲ νὰ φτάσω,
τόσες ἡ δόλια μου ἡ καρδιὰ λιγόστευε τὸν χτύπο.
 
Παρακαλῶ σέ, ποὺ θὰ βρεῖς τὸν τόπο τον χαμένο,
μεμιὰς νὰ πέσεις καταγῆς, τὸ χῶμα νὰ φιλήσεις.
Μόνο μὴν πρόσκαιρα σκεφτεῖς στὰ βιαστικὰ νὰ κάτσεις:
Ἂν ξαπλωθεῖς στ’ ἀπόσκιο του, πίσω πιὰ δὲν γυρίζεις...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ βουνό
 
 
Ἄ, νά 'μουν κεῖνο τὸ βουνό,
ἔτσι, περήφανα ψηλό,
μὲ δέντρα καὶ μὲ ροῦγες,
νὰ βλέπω τα λυκόπουλα
καὶ τὰ μικρὰ τ’ ἀϊτόπουλα
π’ ἁπλώνουν τὶς φτεροῦγες
 
Ὁπού τα νύχτια τὰ πουλιά,
ποὺ κατεβαίνουν τὴν πλαγιά,
τὴν ἄγρια ράχη,
ποὺ δροσερὸ ψάχνουν νερό,
καὶ μὲ τὸν ἄγριο τὸν καιρό,
δίνουνε μάχη
 
Καὶ στὸ χορτάρι του κεῖ δά
ἕνα ἐλαφάκι ποὺ πηδᾶ,
ποὺ γύρω τρέχει,
νὰ τὸ μπορῶ νὰ τὸ χαϊδεύω
καὶ τὴν ψυχή του νὰ ἡμερεύω,
ὥστε ν'αντέχει
 
Τ’ ἄγρια τὰ γύρω ποὺ βρυχούν,
κι ὅλα τὰ πλάγια ποὺ ἀντηχοῦν,
ἀντιλαλῶντας –
κι ἔτσι, ὡς θὰ φτάνει τὸ πρωινό,
νὰ λέω: "Ἄχ, νά 'μουν τὸ βουνό",
χαμογελῶντας...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς ἀγάπης
 
 
Πρὸς τί ἡ ἔπαρσις σὲ γῆ δάνεια καὶ ζωή;
 
 
Τὰ βράδια, πρὶν νὰ κοιμηθῶ καὶ τὸ σταυρό μου κάνω,
παρακαλῶ μιὰ Παναγιὰ ποὺ ἀπὸ παιδὶ τὴν ἔχω
πλάϊ σὲ καντήλι γυάλινο καὶ δίπλα στὸ λιβάνι,
νά 'χει τὸν κόσμο αὐτὸν καλὰ καὶ τὰ παιδιὰ προπάντων.
 
Πιὸ πίσω, λίγο ἀριστερά, μὲ δαγκωμένα χείλη,
μὲ βλοσυρὰ τὰ βλέμματα σχεδὸν σκοτεινιασμένα,
μὲς σὲ καπνοὺς εὐωδιαστοὺς ποὺ δίνει τὸ λιβάνι,
γέροντες ἅγιοι στέκουνε στὸν δίπλα ἐσταυρωμένο.
 
Εἰρηνοφόρο φέρουνε στὰ βλέμματά των ζέση,
ποὺ νιώθω τέτοιαν ἔκσταση στὴ μεταφυσική των
τόσο, ποὺ στὴν κατάνυξη τοῦ καντηλιοῦ ὅπως φέγγει,
βλέπω τὸ Θεῖο σὰ νά 'ρχεται καὶ νὰ μὲ περιβάλλει.
 
Τότε, νιώθω μιὰν αἴσθηση χαρᾶς γαληνεμένης
τόση, ποὺ λέω τὴν προσευχὴ στὴ γλῶσσα τῶν Ἑλλήνων:
«Πάτερ ἡμῶν...» κι ὕστερ’ ἀργὰ τὰ μάτια μου σὰν κλείσουν,
πλήρωση νιώθω ἀπὸ ψυχῆς, πού 'κανα τὸ σταυρό μου.
 
;ηνὶλκ ιλὰπ αιδὶ νὴτσ ίεθημιοκ οιρύα νὰ ιερὲξ ςόιοΠ
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
 


 
Ὁ ὅρκος
 
 
Ω, τύχη, ποὺ ἐμπιστεύτηκες γιὰ ν’ ἀγαπῶ τὴ φύση,
γιὰ ν’ ἀγαπῶ τὰ δέντρα της καὶ τὰ ψηλὰ βουνά.
Κάθε φωλιὰ μικροῦ πουλιοῦ στὰ χέρια μου ἔχω χτίσει.
Ὅ,τι δεντρὶ ἐγὼ φύτεψα, μ’ ἀγέρα δὲν κουνᾶ.
 
Ἴσκιος δὲν ἄγνωρος σ’ ἐμὲ κι οὔτε σκοτάδι ξένο,
κι οὔτε ποτάμι δροσερὸ χωρὶς νὰ τὸ λουστῶ.
Σὰν δῶ σπασμένο τὸ κλαρὶ τὸ φτάνω καὶ τὸ δένω.
Ἐγώ, μὲ τ’ ἄγρια τὰ θεριὰ μπορῶ ν’ ἀγκαλιαστῶ.
 
Οὔτ’ ἕνα σύννεφο τεφρό, ποὺ δὲν γνωρίζει ἐμένα.
Ὅρκο σου κάνω, τῆς βροχῆς σταγόνα μὴ γευτῶ,
ἂν ὃλ’ αὐτὰ ποὺ μολογῶ, εἶν’ ἄγνωστα σὲ μένα.
Νὰ ζώσω βράχο τὸ κορμὶ καὶ πέρα νὰ ριχτῶ.
 
Μόνο τὰ κίτρινα πενθῶ γιὰ δὲν μπορῶ νὰ γιάνω.
Γιὰ δὲν μπορῶ τοῦ λιθαριοῦ ποὺ ράγισε κορμί.
Ὅ,τι μποροῦν τὰ χέρια μου, τ’ ἀγγίζω καὶ τὸ φτιάνω.
Μόνο τ’ ἀνθρώπου δὲν μπορῶ νὰ γιάνω τὴν ὁρμή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 


 
Φάσμα
 
 
Τώρα, ποὺ δίχως ἄνοιξη καὶ σύννεφο νὰ βρέξει,
ποὺ σπόρος πιὰ δὲν ἔμεινε κι οὐδ’ ἔμεινε καρπός,
τί μοῦ θωπεύεις ποὺ κρατᾶ τῆς κόμης μου τὴν πλέξη;
Δεῖξε μου χῶμα κι εὔρωστος ἂν ἔμειν' εὐανθός.
 
Τώρα ποὺ ἡ γῆ ξεράθηκε καὶ σιώπησεν ἡ φύσις,
ποὺ τὰ πουλιὰ χαρούμενα δὲν κελαηδοῦνε πιά,
τί μοῦ ζητοῦν τὰ χείλη σου γλυκὰ νὰ μὲ φιλήσεις;
Πῶς νὰ χαρῶ τὸν ἔρωτα μὲ πόνο στὴν καρδιά;
 
Τώρα ποὺ τ’ ἄνθη μάραναν στὴν ἄβρεχτην αὐλή μου,
ποὺ τὰ μελίσσια ξέμαθαν τὶς μύριες εὐωδιές,
τί μοῦ μιλοῦν τὰ μάτια σου καὶ τάζουν στὸ κορμί μου;
Δὲ βλέπεις, πῶς ἀπόκαμαν τὰ μύρτα καὶ οἱ ροδιές;
 
Τώρα ποὺ ὁ ἥλιος ἔσβησε καὶ τ’ ἄστρα σκοτιστήκαν,
ποὺ τὰ ποτάμια σίγησαν κι ἐκείνη τους ἡ ὁρμή,
ἔρωτα, πῶς νὰ σοῦ δοθῶ ποὺ τ' ἅπαντα χαθήκαν;
Τί μοῦ θωρεῖς τὸ φάσμα μου καὶ ψάχνεις γι' ἀφορμή;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τελευταῖα, ὅταν ἔχει πανσέληνο,
μεταμορφώνομαι σὲ ἄνθρωπο.
 
Νὰ Προσέχεις...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἱερὰ Μονὴ Ὑψηλοῦ Παντοκράτορος, Κέρκυρα
 
 
Στὸν π. Νικόλαο – Ἀλέξανδρο Πραιτωριάν
 
 
-Γέροντα:
 
Ἅμα θ’ ἀνέβει τὸ στρατὶ ποὺ πάει στὴν πέρα ράχη
καὶ πεῖ στὸν ἄνεμο ἡ ψυχὴ τὰ βάσανά της πού 'χει,
θ’ ἀναστενάξουν τὰ βουνά, θὰ γκρεμιστοῦν οἱ βράχοι.
Θὰ μοῦ στερήσει, ὁ πλάστης μου, τὸ χάρισμα ποὺ μοῦ 'χει...
 
Ἴσως καὶ νά 'θελε, μεμιὰς νὰ σκοτιστοῦνε τ’ ἄστρα.
Ὁ ἥλιος καὶ τὰ σύμπαντα νὰ σκίζονταν σὰ πέρα,
κι ὅπως τῆς Γῆς θὰ γκρέμιζαν τὰ ρέπια καὶ τὰ κάστρα,
ἔτσι τ' ἀνθρώπινα θεριά, θὰ χάνονταν μιὰ μέρα.
 
Θὰ γκρέμιζε, γιατί θυμὸς ἀβάσταγος σὰν θρῆνος,
γιὰ δὲν ψυχὴ πῖ’ ἀπόμεινε ποὺ νὰ μὴ θέλει ὁ φθόνος.
Μὲς στὴν οὐράνια μοναξιὰ παρηγοριὰ ἕνας Κρίνος.
Μέσα στὴ γήινη μοναξιά, χαμὸς ἀδελφοκτόνος.
 
Τότε, λοιπόν, ποῦ θάλασσα καὶ ποῦθε τὰ ποτάμια,
καὶ ποῦθε τ’ ἀγριοπούρναρα καὶ τῶν πευκῶν τὰ δάση.
Ἴσως, ὕστεροι νά 'λεγαν πὼς τά 'κανε μιὰ λάμια,
ὁπού 'χε, τάχα βάσανα καὶ τὴ χαρὰ πιὰ χάσει.
 
Μὰ δὲν εἶν’ ἔτσι, γέροντα, τὸ μολογοῦν τὰ χρόνια,
τὸ μολογοῦν οἱ πράξεις τους στὴν ἕβδομη τοῦ ἀγγέλου
ὡς κυβερνοῦν της ἄβυσσος τὰ βδελυρὰ τελώνια...
-Παιδί μου, τά 'δα ὡς σκούπιζες τὰ δάκρυα τ’ Ἀρχαγγέλου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στὴν ἐκκλησιά
 
 
Στὸ λιγοστὸ φῶς τῶν κεριῶν
τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων, σκυθρωπά
κάπως ἀνήσυχα –
 
στὶς μέρες μας
μᾶς μνημονεύει ὁ Χάροντας
περιχαρής
μ’ ἕνα τσαμπὶ φαρμάκι – ἀσφόδελους
στὰ χείλη του
 
κι ὅπου φιλᾶ
δὲν βγαίνει ἀνθός
μηδὲ ἀπὸ κρήνη,
παρὰ μονάχα
μαυροφόρα εἶν’ ἡ σοδειά -
κι ὅποιον θερίσει...
 
Παρακαλῶ σέ, Παναγιά:
Τὶς πονεμένες τὶς ψυχές...
Καὶ τὰ παιδιά...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ ἐπιστροφή
 
 
Στὴ Δήμητρα - Λιζέτε


 
Κέρκυρα:
 
Σὲ ξαναβρῆκα, μάνα,
ντυμένη Κυριακάτικα
καὶ μὲ ζακέτα τὴν ἄνοιξη,
νὰ μὲ καλωσορίζεις.
 
Ἐγὼ εἶμαι! ἡ κόρη τῆς Ναυσικᾶς,
τοῦ Ἀλκίνοου καὶ τῆς Ἀρήτης.
Πάππους μου, ὁ Ναυσίθοος.
Ὁ θεῖος Δημόδοκος,
πρὶν μὲ βαφτίσει, Δήμητρα,
μοῦ μήνυσε νὰ σοῦ πῶ, πώς
ἀπὸ τῶν σπορέων τὶς μυστικὲς τελέσεις,
ἐπίγονος εἶμαι.
Πὼς εἶμαι τὸ συγγενὲς καὶ γονιδιακὸ ὅμοιο
μὲ καταγωγὴ ἀρχαιόπρεπη.
Συνέχεια τῆς λαλιᾶς τοῦ Ὁμήρου,
κυοφοροῦσα τα παρελθόντα.
 
Θέλω νὰ σ’ ἀγκαλιάσω, μάνα,
μὰ τὰ χέρια τα ‘χασα στὴν Ὑπέρεια
πολεμῶντας τοὺς Κύκλωπες.
 
Θέλω νὰ σὲ φιλήσω, μάνα,
μὰ δὲ νιώθω
τὰ ὀξειδωμένα ἀπὸ τὸ χρόνο πιά, χείλη.
 
Θέλω νὰ κλάψω, μάνα,
μὰ τὰ δάκρυα τῆς λήθης
ὄγκοι λίθινοι στοὺς δακρυγόνους.
 
Θέλω νὰ σὲ κοιτάξω, μάνα,
μὰ τ’ ἀφαίρεσα
μὴν ἀντέχοντας ἄλλο τὸ ἄδικο.
 
Ἐγὼ εἶμαι, μάνα. Ἡ κόρη τῆς Ναυσικᾶς, -
μπορεῖ καὶ Ἀταλάντη
παρμένη ἀπὸ τ’ ἅρμα της Μήδειας
ἢ τῆς Ἀργοῦς του μονοσάνδαλου:
Μπορεῖ καὶ νὰ μὲ καθυστέρησαν οἱ πόλεμοι.
Οἱ Συμπληγάδες!
 
Ἴσως καὶ νὰ μὴν ἐπαρκοῦσε ὁ χρόνος,
μάνα.
Πότε νὰ θάψεις τόσους νεκρούς...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κάτι θὰ μείνει...
 
 
Ἀπὸ μὶ’ ἀγάπη, βάλλομαι...
Νείρομαι φῶς κι ἀγάλλομαι·
τί σοῦ 'ναι ἡ σκέψη
 
ποὺ θέλει ἀγάπη καὶ κορμί
νά 'χουν τῶν νιάτων τὴν ὁρμή,
γιὰ νὰ σοῦ γνέψει.
 
Καὶ λέω, στῆς σκέψης τὴ ροπή,
μὴν εἶναι ἡ σκέψη σου, ντροπή;
Ποιός θὰ πιστέψει
 
ὅσο ἐπιδέξια κι ἂν χτιστεῖ...
Ἅμα ἡ ἀγάπη, δὲν χριστεί,
ἀνάξια κλείνει
 
κι ὁ λόγος· σμίλη ποὺ διψῶ –
κορμὶ Ἀφροδίτης καὶ λειψό:
Κάτι θὰ μείνει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ παράπονο
 
 
Ὅ,τι κι ἂν εἶχα, μάνα μου, τό 'δωσα γιὰ μὶ’ ἀγάπη.
-Πῆρε χρυσάφια κι ἀργυρᾶ καὶ κίνησε γι’ ἄλλου;
-Δὲν τὰ προικιὰ ποὺ μοῦ 'δωσες κι ὅ,τι δικὸ ποὺ ἐκλάπη.
Δὲ μὲ χαλάει, κι ἂς ἔμενε γιὰ μένα ἡ κουρελοῦ.
 
Φτάνει μονάχα δυστυχὴς μὴν ἡ ψυχή μου μείνει.
Μὴν ξεγυμνώσει ἀπὸ χαρὰ καὶ πίστη ἀπαρνηθεῖ.
Μὴ δὲν ἐλπίσει πιὰ ζωὴ κι ἀναίσθητη μοῦ γίνει.
Μὴ στὸ τραχὺ κι ἀπόκοσμο, τοῦ ἐρέβους πλανηθεῖ.
 
Μὸν’ στὰ ριζὰ καὶ στὰ χλωρὰ θὲ νά 'τρεφε ἡ ψυχή μου,
κεῖ πάνω, μάνα, στ’ ἀψηλὰ ποὺ ἀγάπησα βουνά.
Ἄγρια νὰ ξέβγαζα κραυγὴ νὰ γιάνω τὴν πληγή μου,
νὰ στείλω την στὴν ἄβυσσο, ποὺ τὸ θεριὸ πεινᾶ.
 
Ἕνα στρατὶ γιὰ νά 'παιρνα κι ἕναν ἀνθὸ γιὰ νά 'βρω,
νὰ βάλω τον στὸ στῆθος μου γιὰ ν’ ἀποκοιμηθῶ.
Γιὰ νὰ μοῦ γιάνει τῆς ψυχῆς τὸ κάθε τι καὶ μαῦρο.
Γιὰ ν’ ἀγαπήσω, μάνα μου, καὶ γιὰ ν΄αγαπηθώ.
 
Ὅ,τι κι ἂν εἶχα, μάνα μου, τὸ πρόδωσε ἡ ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη ἐκείνου, ποὺ γιὰ μὲ δὲν ἦταν, δυστυχῶς.
Δὲν τὰ προικιά, ποὺ μοῦ 'δωσες. Δικό σου, δὲν ἐκλάπη!
Εἶναι, γιὰ δὲν μοῦ χάρισε τῶν ἀστεριῶν το φῶς.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χαϊκοῦ
 
 
Εἶπες πὼς θά 'ρθεις,
μὰ τὸ γῆρας ἔφτασε
πρὶν ἀπὸ σένα.
 
..........
 
Ἡ νύχτα ποὺ πέρασε,
πῆρε μαζί της
τὸ Ἔψιλον τοῦ Ἔρωτα.
 
...........
 
Ἦρθες σὰν κλέφτης,
μὰ ξέχασες πίσω σου
νὰ φύγεις.
 
...........
 
Στὸ κατώφλι του μνήματος
μιὰ ὀρτανσία.
Θὰ τὴ θαύμαζες;
 
............
 
Βρῆκαν πάνω μου
δικό σου ἀποτύπωμα.
Ποιά εἶσαι;
 
............
 
Διάβηκα το φῶς
γιὰ νὰ σὲ συναντήσω
καὶ σκοτίστηκα.
 
............
 
Στὸ τηλέφωνο:
Μ’ ὁρκίστηκες ἀγάπη
σὲ κομμένη γραμμή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δὲν ἦρθε...
 
 
Δὲν ἦρθε στ’ ὄνειρο καὶ δὲν κοιμᾶμαι.
Μήπως ναυάγησε μέσα σ’ αὐτό;
Εἶχαν τὰ μάτια της στεριά, θυμᾶμαι.
Σ’ αὐτὴν εὐχόμουνα πάντα νὰ βγῶ.
 
Μετρῶ στοὺς χάρτες μου στεριές, μιὰν ἄκρη.
Τ’ ἀστέρια λάθος μου ποὺ τὰ μετρῶ.
Μήπως σπαράγματα βράχων καὶ μάκρη
μοῦ τῆνε κρύψανε, στεριὰ μὴ δῶ;
 
Νύφη μὴ ντύθηκε, σὰν τὴ σελήνη,
καὶ στ’ ἀφροσκέπασμα δεν τη θωρῶ;
Χλωμὴ ἀπὸ θάνατο, δὲν θέλει ἐκείνη
τὸν ἴδιο θάνατο, νὰ νιώσω ἐγώ;
 
Γιατί τὰ μάτια της λάθος θυμᾶμαι;
Θάμπωσε τ’ ὄνειρο καὶ τὰ ξεχνῶ;
Ἂς ἦταν στ’ ὄνειρο κοντά της νά 'μαι
κι ἂς βυθιζόμουνα μέσα σ’ αὐτό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀπουσίες
 
 
Καὶ τότε, ἁπλώθηκε σιωπὴ στὸ σπίτι. Στὴν κάμαρά μου
ὡς σιγοκλαίω, ἀκούω τὰ βήματά σου.
Δὲν σ’ ἀντικρίζω, παρὰ μόνο στὰ ὄνειρά μου,
στὰ μαζεμένα σὲ μιὰν ἄκρη πράγματά σου
 
καὶ σὲ μιὰν εἰκόνα, ἀπὸ καιρὸ ξεθωριασμένη,
δίχως χαρὰ κι αὐτή, ποὺ περιμένει
 
τὴ μέρα, ποὺ θ’ ἁπλωθεῖ σιωπὴ στὸ σπίτι, - μὰ γιὰ μένα,
ποιός θὰ βρεθεῖ νὰ κλαίει στὰ βήματά μου...
Ποιός θὰ θυμᾶται τὴ μορφή. Στὰ στοιχειωμένα
τὰ σκονισμένα σὲ μιὰν ἄκρη πράγματά μου
 
θά 'ναι μιὰ εἰκόνα, ἀπὸ καιρὸ ξεθωριασμένη,
δίχως χαρὰ κι αὐτή, θὰ περιμένει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κέρκυρα VIII
 
 
Ἄ, νά 'χες χείλη... νὰ σ' τ’ ἁρπάξω μιά, νὰ σ' τὰ φιλήσω!
Ἄ, νά 'χες μάτια... νὰ τὰ δῶ στὸ φῶς, τὸ δειλινό.
Ρῖγος μὲ πιάνει, κι ὕστερα κρατιέμαι μὴ δακρύσω.
Κόρη τοῦ νόστου – Κέρκυρα: Διψῶ Σέ! καὶ πεινῶ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Παλαιοδρόμηση
 
 
Θυμήθηκα, τῆς Κέρκυρας κάποιο στενὸ δρομάκι
μ’ ἕνα πεζούλι χαμηλό, λουλουδιασμένο πάντα,
ποὺ μαζευόμασταν παιδιὰ τὶς Κυριακὲς γιὰ σκάκι,
ἢ σιντερόλες παίζαμε. Πρὶν φτάσει ἀκόμα ἡ Fanta
 
καπάκια βρίσκαμε Μπιράλ, Φίξ, Φήμη, Κρυσταλία
καὶ μὲ σφεντόνες στέλναμε μακριά τα ντιχαλάκια.
Τοίχου καρτέλες ρίχναμε τοὺς παῖκτες, μὲ μανία
ἢ τὰ "κορίτσια μας" δειλὰ μᾶς διάβαζαν στιχάκια.
 
Ἐγώ, πατίνι – ρουλεμὰν καὶ τσούρλι μπαγκιονέτα
κι ὁ Φῶντας, – ὅλη του ἡ σπουδὴ στὸ χέρι ἕνα ξυλίκι.
Βεζύρη καὶ πεντόβολα, κρυφτό, καὶ τὰ σονέτα
σὲ φυσοκάλαμο φτιαχτό, δῶρο ἀπὸ τὴν Ἀλίκη.
 
Μῆλα ἡ Μαρίνα καὶ κουτσό, ἡ Εὐτυχία, σκοινάκι.
Τὸ Τάκα -Τάκα ὁ Δημητρός, – γύψο στὸ χέρι γιάστρα.
Μιὰ Κυριακή, ξανά 'θελα... Κέρκυρα... καὶ λιγάκι
τὴ φλογερομαντούρα μου, κάτω ἀπὸ κεῖνα τ’ ἄστρα...
 
(Α μπὲ μπὰ μπλόν, τοῦ κεῖθε μπλόν, α μπὲ μπὰ μπλόν
τοῦ κεῖθε μπλὸν μπλὴν μπλόν...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οὐτοπία
 
 
Θωρῶ στὴν ἀχτὴ τὴν ἀπείραχτην ἄμμο της.
Τὴν πυκνόφυτη γῆ, μὲ τὶς δύσβατες ἄσπες.
Δὲν χαρῶ νυσταγμὸ τόσα χρόνια θωρῶντας την
κ' εἶν' ἀνώφελη πιὰ μιὰ στεριὰ ποὺ δὲν φτάνω.
 
Ἂς βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα τὴν σκέψη μου.
Στὴν ἀδιάβατη γῆ νὰ βρεθῶ τῆς ψυχῆς μου,
μέχρις ὅτου τ' ἄμορφα νέφη σκορπίσουνε
καὶ ξανὰ πάλι δῶ τὴν μικρή της Κασσιόπη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κέρκυρα XI
 
Στὸν Τζούλιο Καΐμη


 
Ἀπόψε, ὁ νοῦς ὡς σ΄ ἔψαχνε νὰ βρεῖ στὸ ματοκιάλι
σ’ εἶδε, κεῖ ποὺ λιαζόσουνα στῆς μνήμης τ’ ἀκρογιάλι,
κι ὅπως, κόντευε δίπλα σου στὰ μπράτσα του νὰ σφίξει,
ἀπέκοψες! Κι αὐτὸς γιὰ δὲν μποροῦσε νὰ σ’ ἀγγίξει
 
ἦβρε κλαρὶ καὶ βέργισε τὶς θάλασσες τοῦ νοῦ του,
γιὰ ν’ ἀνακράξει ἀντήχει σου τὸ μένος τοῦ καιροῦ του.
Γιὰ νὰ σὲ βρεῖ στὸ πέλαγο, νὰ σ’ ἀνταμώσει ἀγάλι,
νὰ σ’ ἀγκαλιάσει, Κέρκυρα, στῆς μνήμης τ’ ἀκρογιάλι.
 
Ὅ, τί ποθοῦσε, ἡ σκέψη του: Ἀμμόσκονη κι ἁλάτι!
Ἔφευγε κεῖνος κι ἄμπωνε τὶς κλειδωνιὲς ἡ ἐμπάτη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Κέρκυρα ΧΧΙ
 
 
Πῶς τὸ χλωρό, τὸ ταπεινὸ τούτης τῆς γῆς χορτάρι;
Πῶς ἡ ὀρθρινὴ τοῦ βράχου της, φανταστικὴ μορφή;
Πῶς ἡ δροσιά του σύννεφου νοτίζει τὸ θυμάρι
καὶ χαίρει, τοῦ κυπαρισσιοῦ ἡ εὐθυτενὴς κορφή;
 
Πῶς τὸ καθάριο, γάργαρο νερὸ μέσα στὸ ρέμα;
Πῶς τόσο ὑπέρλαμπρο το φῶς ποὺ φτάνει τ’ οὐρανοῦ;
Πῶς οἱ εὐανθοί της, θάλλοντας παρακινοῦν τὸ βλέμμα
καὶ ξένοι κόσμοι, ὡς γιατρικό τους φέρουνε στὸ νοῦ;
 
Πῶς ἡ θωριὰ τῶν κάστρων της, στὰ παιδικὰ τὰ μάτια;
Πῶς τούτη ἡ φύση, διάπλαση τοῦ νοῦ καὶ τῆς ψυχῆς;
Πῶς τὰ καντούνια - λίθινα φαντάζουνε παλάτια
μὲ νεραϊδόμορφες καὶ νιους μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς;
 
Πῶς τὰ νηφάλια βλέμματα, μὲ ζέση καὶ μὲ ἀγιάζι;
Πῶς τῶν ἀνθρώπων, εὐγενὴς ἡ συμπεριφορά;
Πῶς τοῦ Ἁγίου τὸ σκήνωμα τὰ πλήθη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὴ σεπτὴ προσμένουνε νὰ δοῦν περιφορά;
 
Πῶς οἱ γκρεμνοὶ αὐτοὶ καὶ πῶς τόσοι παράλιοι κόλποι;
Ποιός δώρισε, περιχαρεῖς τ’ ἄπλετο τοῦτο το φῶς!
Ἄνθρωπε σύ, ποὺ ἀλλοτινοὶ σ’ ἕλκουνε ξένοι τόποι,
πές μου, τὸν τόπο ποὺ θωρεῖς, ποιός ἔφτιαξε καὶ πῶς...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κέρκυρα ΧΧ
 
 
Κάτω ἀπὸ τ’ ἄστρα στέκεται τοῦτο τῆς Γῆς τὸ θάμα...
Μία ζωγραφιὰ ποὺ φτιάχτηκε γιὰ νὰ σᾶς ἱστορεῖ.
Φέτος, πρόσμενε φίλους της γιὰ νὰ χαροῦν ἀντάμα,
γιὰ νὰ τοὺς δείξει, τ’ ὄνειρο πόσες στιγμὲς κρατεῖ.
 
Κέρκυρα: Γαλανόλευκη μὲ μὶ’ ἄφραστη γαλήνη.
Ἀναδυόμενη ἀπ’ τὸ χθὲς φασματικὴ μορφή.
Χαρά! Χορὸς κι ἐνδείκνυται τὶς νύχτες μὲ σελήνη
βόλτα στὴν πόλη, κι ἔπειτα στὴν καστρινὴ κορφή.
 
Στὰ ἐφηβικὰ τὰ μάτια σᾶς εἴθε ἡ χαρὰ ὀλημέρα.
Ἐδῶ, οἱ στιγμὲς ἀνείπωτες καὶ ὑπό το φῶς βληθεῖ.
Μνῆμες ποὺ ὁ λόγος λάξευε κάθε της ἄκρη ὡς πέρα,
μπορεῖ νὰ βρεῖτε, ἀνέγγιχτες στὰ δροσερὰ ἀβαθῆ.
 
Ἐλᾶτε! Ἴσως νὰ φεύγατε μ’ ὅ,τι ποὺ σᾶς ἑνώνει!
Φέτος, ἐδῶ ἀγαπήθηκαν ὁ Πέδρο καὶ ἡ Μαρία.
Νά 'χετε μόνο τ’ αὐγινὸ τὸ χρῶμα, ποὺ φιλιώνει.
Κὰθ’ ὄνειρο, σὰν ζωγραφιὰ ποὺ φέρει μιὰ ἱστορία.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 


Κέρκυρα ΧVΙΙ
 
 
Κάθε φορά, στὸ ἀντάμωμα της,
μεθῶ ἀπ’ τὴν τόσην ὀμορφιά της
τόσο, ποὺ ντρέπομαι νὰ πῶ...
Σ’ ἄγνωστους τόπους μύριους πῆγα
μὰ σὰν αὐτήν... μέτρια καὶ λίγα.
Ἴδια, δὲν βρῆκα ν’ ἀγαπῶ.
 
Δειλός, μὰ πάλλεται ἡ ψυχή μου!
Καὶ σὰν νὰ σβεὶ ἡ ἀναπνοή μου
νιώθω· τὸ στῆθος νὰ πονᾶ.
Γνωρίζοντας, τὸ δίχως ἄλλο,
κεῖνο τοῦ πόθου μου τὸ σάλο,
φροντίζει νὰ τὸ κυβερνᾶ.
 
Τότε, θυμώνω καὶ μὲ κρίνω
κι ἔτσι, χλωμὸς ὅπως τὸ κρίνο,
μὲ ἀσίγαστο ἀναφιλητό...
Μὲ δίχως μπόϊ καὶ δίχως σθένος,
καθὼς πρωτόβγαλτος, παρθένος,
μεθῶ στὸ παραμιλητό:
 
«Ὤωω! κόρη – Κέρκυρα, γαρντένια!
Τῆς σκέψης μου, παραμυθένια
μὲ κήπους, μύρα κι εὐανθούς!
Ἐσύ, τῆς πλώρης μου Σειρῆνα,
γοργόνα στὴ δικὴ καρίνα.
Κοχύλι, ἀπ’ τοὺς ὠκεανούς».
 
Κι ὕστερα, σὰν νὰ τὴν ἀρνιέμαι
κάνω, πὼς τάχα ἐγὼ ξεχνιέμαι·
στρέφω τὸ βλέμμα μου, γι' ἀλλοῦ.
Τότε, μοῦ ἁπλώνει τὰ δυὸ χέρια
καὶ τόσα μοῦ χαρίζει ἀστέρια,
ὅσα 'χει ἡ ἄμμος, τοῦ γιαλοῦ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 


 
Ἀνεκπλήρωτο
 
 
Μὲ κατατρέχει ὁ χρόνος,
γιὰ ν’ ἀποδώσω
τ’ ἀκέραιο ποίημα
τῆς ἀγάπης.
 
Ὅ,τι θυμᾶμαι ἀπ’ τὸ χθές
εἶσαι
 
στὸ χιόνι μιὰ πατημασιά
ποὺ ὁ ἥλιος ζήλεψε
πρὶν προλάβει τὸ σούρουπο
νὰ περισώσει.
 
Κι ἐγώ...
 
Ἐγὼ πέτρα τώρα χιλιόχρονη
δίχως πιὰ χέρια γιὰ ἕνα χάδι.
 
Δίχως πιὰ σῶμα ποῦ ψυχή
γιὰ ν’ ἀποδώσω
τ’ ἀκέραιο ποίημα
τῆς ἀγάπης μας.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 


Τὸ θέσφατον τῆς ψυχῆς
 
 
Στὴ σπεῖρα τῆς κλίμακος τῆς ζωῆς,
δύναται καμπυλώσει ὁ χρόνος
ὥστε ἀθάνατοι:
 
Τὸ ὅλον
τῆς ὑπάρξεώς μας σύμπαν,
ἐστὶ ποίησις...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 


Ἀνθομαία
 
 
Στὴν χρονοταξιδιώτισσα Κορυφῶ του Δάμανθη
 
Ἦταν σοφή, ἦταν ἀγέραστη κι ἀθάνατη
καὶ σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο εἶπε πὼς πάει.
Πὼς σὰν κομήτης, ταξιδεύει πὲρ’ ἀδιάκοπα,
κι ἀέναα στὴν ἀρχὴ πάλι γυρνάει.
 
Εἶχε μιὰν ἄπειρη ὀμορφιὰ κεῖνο τὸ σῶμα της,
ποὺ λαμπερὸ μᾶς θύμιζε ἀπ' ἀστέρα.
Σὰν κυπαρίσσι, εἶχε ἀνάστημα περήφανο.
Τῶν ταξιδιῶν, εἶχεν ἐκεῖνο τὸν ἀέρα.
 
Ἀργά, τὰ βράδια ὁλόγυρά της μαζευόμασταν
πανέμορφες ν’ ἀκούσουμε ἱστορίες.
Γιὰ τ’ ἀνερμήνευτα, στιγμὴ δὲν τὴν ἀφήναμε,
τὶς παιδικὲς πάντα μᾶς ἔλυνε ἀπορίες.
 
Μόνο, θυμᾶμαι τὴν οὐσία τῶν ὅσων ἔλεγε
καὶ πώς, ὅταν ματάρθει ἡ Ἀνθομαία,
ἀνθόσπαρτος ὁ τόπος, κι ὅπως εὔοσμος
ἡ Γῆ, θὰ στέκει πῖ’ ὄμορφη ἀπ’ ὡραῖα.
 
Μιὰ νύχτα, ὡς ἦρθε ξαφνικά, μὲ τὴν πανσέληνο,
γιὰ μιὰ στιγμή μας κοίταξε κι ἐχάθη.
Εἶναι φορές, ὁποὺ τὴν βλέπω νύχτα στ’ ἄπειρο
νὰ ἐξέρχεται, στοῦ σύμπαντος τὰ βάθη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 


 
Ὄψεως πέτρα
 
 
Στὴν ἀθέατη πλευρά
τῆς μητρίδας τῶν κόσμων
αἰφνίδια μπῆκε, – τυχαῖα
κι ἔζησε τοὺς σπαραγμούς
μίας σαρκοβόρας πυρᾶς μορφῆς
ποὺ παραμόνευε κυοφορῶντας
μέλλοντα συνωμοτικά
συντελείας
καταγόμενα τοῦ Θανάτου.
 
Σὲ σπήλαια τῶν ἡφαιστείων της
ρήγματα
καὶ ἀπὸ τὶς ὀπὲς αὐτῶν
ἀβυσσαλέοι στὴν ὄψη
κλειδοῦχοι
μ’ ὀνόματα λήθης
πρωτόφαντα
καὶ στὸ μέτωπο αὐτῶν
αἱματῶδες τριγράμματο
χάραγμα σπείρας.
 
Ἀπὸ μίας ρωγμῆς εἰσῆλθε
παρακάμπτοντας
τὴν κοινὴ τῶν διαστάσεων
καὶ βρέθηκε σὲ χῶρο
ἀκάθαρτο
ποὺ ἐκεῖ μιλοῦσαν
τὴν πρωτόγλωσσα τῶν ἀνθρώπων
βρίζοντας ἀκατάσχετα
τόσο
ποὺ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται
παρὰ νὰ σιωπήσει.
 
Σᾶς λέγει μόνο τοῦτο:
"Ἐνοράσθαι καὶ λογίζεσθαι!"
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἠθικά
 
 
Ὁ ἀγνώμων νοῦς, δαίμων ἐστίν τε καὶ δικαίως λογάται Κτῆνος.
Ἡ ἀλήθεια δὲν χειραγωγεῖται μηδὲ ἀποκρύπτεται,
πολλῷ δὲ μᾶλλον ἡ ἀγάπη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐποχές
 
 
Μὲ μελτέμι αὐγουστιάτικο
θὰ θυμᾶμαι ποὺ μοῦ 'ταξες
ὅσα οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου:
 
Θὰ προσέχω, τὰ μάτια μου.
 
Κι ὅταν πιά, φθινοπώριασε,
καὶ τὸ χέρι μου, ζήτησες,
μὲ τὰ φύλλα ποὺ πέσανε
τί φωτιὰ τ’ Ἀϊ Γιάννη:
 
Τοῦ καπνοῦ, δαχτυλίδι.
 
Κι ὅταν ἦρθε, ἡ ἄνοιξη,
κι ὃλ’ ἡ φύση στολίστηκε·
...τὰ μικρὰ χελιδόνια:
Μόνο ἡ γλῶσσα σου, ξόβεργα
 
τὰ θανάτωνε...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κέρκυρα ΙΧ
 
 
Κέρκυρα: Ἄστρο τ’ οὐρανοῦ!
Τοῦ πέλαγου σὺ κόρη,
μὲ τὸ περίσσιο θώρι...
 
Μικρὴ ἀδερφὴ τῆς ἄνοιξης,
ποὺ ἀπὸ τὴ γῆ σου, ἡ μυγδαλιά
φύτρωσε, μὲς στὴ σιγαλιά
σὲ μία στιγμὴ κατάνυξης
 
κι ὕστερα, σ' εἶδε ὁ οὐρανός
κι ἔδωσε λάμπος στ’ ἄστρα,
μιὰν ἀγριλιὰ στὴ γλάστρα.
Κι ἔδωσε, δείλι ὡς ὁ φανός
 
τῆς πρωταυγῆς μὶ’ ἀχτίδα:
Θύσανος - φῶς του ν’ ἀκοντά
κι αὐτός, νὰ βλέπει ἀπὸ κοντά,
ὡς ποῦ φωτὰ ἡ ἐλπίδα
 
Κέρκυρα! ἐσὺ τῆς ἄνοιξης.
Τοῦ πέλαγου, σὺ κόρη,
μὲ τὸ περίσσιο θώρι...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ νόστου
 
 
Τὴ στερνὴ φορὰ ποὺ σ’ εἶδα, δὲν τὴν ἔχω στὸ μυαλό μου:
Ἦταν νύχτα ἢ χαραυγή;
Μήπως σύννεφα εἶχε γκρίζα, ἢ τὸ κιάλι τὸ καλό μου
ἀπ’ ἁρμύρα εἶχε πληγεῖ;
 
Μήπως κύματα πελώρια σ’ ἔκρυβαν καὶ δὲν θωροῦσε
ἡ ματιά μου ἡ κοφτερή;
Μὴν ἀπόκαμε ἡ σελήνη, καὶ τ’ ὠχρό της ποὺ σκορποῦσε
ἄλλο δὲν σὲ καρτερεῖ;
 
Μήπως κίνησες γιὰ τ’ ἄστρα καὶ στ' ἀέναο πέρα βράδυ
μοῦ φαντάζεις μακρινή;
Μήπως χάθηκες, καὶ ἡ μέρα ντύθηκε βαθὺ σκοτάδι,
νύχτα μαύρη ὡς ἡ θανή;
 
Γιατί, Κέρκυρα τοῦ νόστου, ἡ ματιά μου δὲ σὲ φτάνει;
Πόσο θέλω νὰ φανεῖς!
(Φορτωμένο μ’ ἀναμνήσεις τὸ καράβι, στὸ λιμάνι
δὲν περίμενε κανείς...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σώματα
 
 
Σώματα, ποὺ δεχτήκατε τὴν λεκτική της σμίλη,
ποὺ σᾶς σχημάτισε καθὼς μὲ κόπο εὐλαβικό,
ἔρχεστε τὼρ’ ἀθόρυβα φιλῶντας της τὰ χείλη,
φιλῶντας της τὰ στήθη της μὲ τρόπο ἐρωτικό
 
σώματα, ποὺ σᾶς σκάλισε σὲ μιᾶς νυχτιὰς τὸ νόστο,
ποὺ κουρασμένη ἀπόκαμε μὲ ἀνασασμὸ βαρύ,
ἔφηβοι, ποὺ ξαπλώσατε στῆς κλίνης της τὸ πόστο,
δίχως ρωτῶντας ἂν αὐτὸ τὸ σῶμα της μπορεῖ
 
σώματα, νια κι ἀπείθαρχα τῶν γαμικῶν ὀνείρων,
ποὺ σᾶς καμώθηκε χωρίς την καθ’ ὑπερβολή,
πάρετε λάδι, ἀπ’ τ’ ἀκριβὸ τῶν ἀμαράντων μύρων
καὶ σύρετε κεῖ ποὺ διψοῦν τα νιόβγαλτα βολή
 
σώματα, νόες ἀκόρεστοι τῶν φλογερῶν της πλέξεων
καὶ τῶν προκλήσεων, Λόγιοι ἀνελικτικοί.
Κάθε της στίχο πρόθυμα πλὴν τῶν ἀγάμων λέξεων.
Τῶν ἀπολήξεων, ἡ Ποίησις διεισδυτική.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

Ἡ συμβουλή...
 
 
Ὅταν γιὰ σένα, φτάσει αὐτὸς ποὺ θέλεις ν’ ἀγαπήσεις,
ποὺ ἀπὸ παιδὶ περίμενες κεὶν’ ἡ στιγμὴ νὰ ρθεῖ,
πρέπει μαντήλι νὰ κρατᾶς στὰ δάκρυα ποὺ θὰ χύσεις.
Ἡ ἀγάπη δὲν εἶν΄εύκολη, κι ἂν δὲν σωστὰ παρθεῖ,
 
κάθε μὶ’ ἀπόφαση, σκληρὴ γιὰ τὴ δική σου μοῖρα,
ξέρεις, ἐκείνη ποὺ πολλοὺς ἀνθρώπους τυραννεῖ.
Γι’ αὐτό, τὴ μέρα ποὺ θὰ ρθεῖ κάνε τὴν καλομοῖρα.
Στρῶσε παρθενοκρέβατο, καὶ ἡ μοῖρα ὅπου καλεῖ.
 
Ξάπλωσε δίπλα του, κι αὐτὸς θὰ ρθεῖ νὰ σ' ἀγκαλιάσει.
Νὰ σοῦ χαϊδέψει στοργικὰ τὰ μαῦρα σου μαλλιά.
Μὰ μὴ ρωτήσεις πῶς – γιατί κι ἂν θὰ σὲ προσπεράσει.
Μπορεῖ ἡ σπουδὴ χωριάτικη κι ἀπὸ μυαλὰ παλιά.
 
Ὁπλίσου μόνο ὑπομονὴ καὶ δῶσε νὰ πετύχει,
χωρὶς ποτὲ ποῦ θὰ δοθεῖς λόγο κακὸ νὰ πεῖς.
Ἴσως καλύτερον νὰ θὲς κι ἄλλος γιὰ σὲ νὰ τύχει,
ὅμως, θὰ σοῦ 'ναι δύσκολο, ὅσα ποὺ θὲς νὰ βρεῖς.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Συνείδηση
 
 
Κι ἂν ἦρθε, γιὰ λίγο, μηδὲ τὸ θυμᾶμαι.
Ζυγώνει κι ἡ νύχτα διψᾶ νὰ τὴν πιεῖ.
Τὴ σκέψη στοιχειώνει μὰ δὲ ποὺ ματώνει.
Στὴ σκόνη τοῦ δρόμου τ’ ἀχνάρι τῆς λιώνει.
Αὐτὴ σὰν ἀστέρι φωτάει νὰ μοῦ πεῖ:
 
Ἀμνήμονας πρέπει ποὺ ξένο κοιμᾶσαι.
Στρεβλὸς εἶν’ ὁ κόσμος ἢ μήπως ἐσύ;
Τὸ χέρι γνωρίζει τί πρέπει ν’ ἀγγίζει.
Ἀργὰ μὲς στὸν ὕπνο δειλὰ ψιθυρίζει:
"Νυφιάτικο φέρεις καὶ βέρα χρυσῆ".
 
Θὰ σ’ ἔχουν δεμένη μὲ τ’ ἄλυτα μάγια.
Σὲ βλέπω ὑπνωμένη σὲ μαύρους καπνούς.
Σκιὰ δὲν ὑπάρχει καὶ πρέπει γιὰ νά 'χει.
Τὸ σῶμα κοιτάζω στὸ φῶς ἂν ὑπάρχει.
Ἀπάνω τοῦ βλέπω καιροὺς σκοτεινούς.
 
Μιὰ σπίθα πασχίζω φωτιὰ γιὰ ν’ ἀνάψω.
Τ’ ὀλόσπαρτο μέσα νὰ κάψω τοῦ νοῦ.
Εὐαίσθητη θά 'μαι γι’ αὐτὸ δὲν κοιμᾶμαι.
Μοῦ ἐφάνει πὼς ἦρθε μὰ δὲν ποὺ θυμᾶμαι.
Θὰ ζύγωσε πάλι μὲ βῆμα παιδιοῦ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀνεπίδοτο
 
 
Μὲς στὴν αὐγὴ καὶ ξύπνησα μὰ δὲν ἤσουν στὴν κλίνη...
Τώρα ποὺ ἡ ἄνοιξις ἀνθεῖ
πές μου, ποιός θέλει νὰ πενθεῖ,
τὸν ἔρωτα, ὅπως φθίνει...
 
Βγῆκα στοὺς δρόμους νὰ σὲ βρῶ κι ἀνάγυρα τὴν κτίση.
Τώρα ποὺ οἱ σκέψεις – συμφορά,
ψάχνω νὰ δῶ ποῦ 'ναι ἡ χαρά,
σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
 
Εὐχὴ δική μου ἡ ἄνοιξη λουλούδια νὰ σὲ ραίνει.
Τώρα ποὺ ἡ ὄξινη βροχή...
ποὺ ἔμεινε πιὰ μιὰ ἐποχή...
ποὺ ὅ,τι ἀγαπᾶς, πεθαίνει...
 
Τότε ποὺ σκέφτηκα νὰ ζῶ μ' ὅσα ἡ ζωή μου δίνει.
Κι ἔτσι... ὅπως σκότισε μεμιάς...
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς ἐρημιᾶς:
Σταυρὸς καὶ κομποσκοίνι.
 
Στράφηκα – μάρτυς μου ὁ Θεὸς στὴ συμφορά μου τούτη.
Τώρα σὲ εἰκόνα του κελιοῦ,
κάνω τὸ σχέδιο τοῦ σταυροῦ:
Αὐτὰ εἶναι μου τὰ πλούτη...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄλλως
 
 
Σὰν νὰ λιγόστεψαν, ἀπόψε
τ' ἄστρα, τὰ σύμπαντα καὶ ἡ γῆς.
Σὰν νὰ λιγόστεψε καὶ ἡ φύση
στὸ αἰθαλικὸ φῶς τῆς αὐγῆς.
 
Οἱ θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια.
Τὰ πορφυρᾶ τὰ δειλινά
σὰν νὰ λιγόστεψαν, κι ἐκεῖνα
τ' ἁπλᾶ, τὰ καθημερινά.
 
Τὰ γιασεμιά, τ' ἄλικα ρόδα.
Τὸ χρῶμα ἐκεῖνο τ’ οὐρανοῦ.
Σὰν ὅλα, κάπως ν’ ἀπογίναν
βορὰ τοῦ κόσμου, τ’ ἀλλουνοῦ.
 
Σάμπως ἡ πίστη μας, νὰ ἐχάθη.
Ἄλλως ἡ κτίσις, νὰ πενθεῖ
μὲ δίχως μύρτα κι ἀνθομύρα·
Μὲ ἀσφόδελους καὶ νηπενθή.
 
Σὰν νὰ λιγόστεψε, ἡ ἀγάπη...
Σὰν νὰ βυθίσαμε, μεμιάς...
Σὰν νὰ φροντίσαμε, οἱ ζωές μας
κι αὐτές, βορὰ τῆς ἐρημιᾶς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χλωμὸς ἔρωτας
 
 
Γυναῖκα ἡ Νύχτα καὶ φορεῖ τὰ ἐνώτια σύθαμπά της
προσμένοντας γιὰ νὰ παρθεῖ μὲς στὶς ἐρμιὲς τοῦ κόσμου
μὲ τὸν χλωμό της ἔρωτα, ποὺ λένε Λυκαυγές.
 
Ἀλίμονό του ἂν δὲν αὐτὸ ταίρι τὴ νιώσει κι οὔτε
μαῦρο μαντήλι δὲν κρατεῖ στὸ καλωσόρισμά της
καθὼς ἐκείνη ἀδημονεῖ στὴν κλίνη τῆς ὁμίχλης.
 
Τότε ἀρχινάει καὶ τοῦ θρηνεῖ καὶ σιγοκλαίει σὰν βρέχει,
μὲ τὴν ἀνάσα της βαριὰ σὰν οὐρλιαχτὸ τοῦ ἀνέμου
ξεσπάει σὲ κεῖνον μὲ θυμὸ γυναίκας προδομένης.
 
Σκοῦρα Τσιγγάνα ποὺ μισεῖ χιμάει νὰ τὸ ξεκάνει
μὰ δὲ ποὺ σμίγει γιατί φῶς λιγόζωο τὴν ἀγγίζει
τόσο, ποὺ χάμω κείτεται τὸ σῶμα καὶ σφαδάζει.
 
«Ποιά πλησμονὴ νὰ νιώσω ἐγὼ καὶ ποιά γιὰ σένα ἀγάπη;»
Τὸ Λυκαυγὲς τὴ βλαστημάει καὶ διώχνει την νὰ φύγει
δείχνοντάς της τὴν ἄβυσσο ποὺ ζεῖ την κολασμένη.
 
Τότε τοῦ ὀρθώνει τὸ κορμὶ καὶ καταριέται σάμπως
ὅλα μαζὶ τὰ ἐπίθετα νὰ ξεχυθήκαν κι ὅλα
λόγια πρωτάκουστα καθὼς στὸ τέλος μίας ἀγάπης.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ νησί
 
 
Τό ἔχω καιρὸ στὸ κιάλι μου καὶ σιγοκλαίω σὰν γράφω
γιὰ τ’ ἄμοιρο τοῦτο νησί, τὸ πάντα ὀρφανεμένο,
τὸ δίχως κάποιον πάνω του νὰ χολοσκάει, νὰ νιώθει
μέχρι, στὴν πόρτα νὰ γρικάει τοῦ μεντεσὲ τὸ γρύλο.
 
Ποιό πεπρωμένο τὸ κρατεῖ καὶ δὲν βυθίζει, ἀλήθεια,
δίχως χαρὲς παιδιάτικες καὶ δίχως χαμογέλια,
δίχως στὸν μόλο νὰ προσμένει τ’ ἄσπρο, τ’ ἀσκωμένο
τὸ χέρι, γιὰ χαιρετισμὸ στὸ πήγαινε, στὸ καλωσῆρθες.
 
Οἱ ξενιτιὲς μὴν ἔφταιξαν κι ἔρμο τώρα φαντάζει
καὶ στέκει μεσοπέλαγα σὰν πάντα ὀρφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους καὶ δίχως τὶς κοπέλες
μωρουδιακὰ ν’ ἁπλώνουνε ποῦ φτάνει ὁ ἀγέρας, ὁ ἥλιος.
 
Τ’ ἄνθη, τί φύονται στὶς αὐλὲς κι εὔοσμα ὁλόρθα στέκουν
κι ἀπ’ τοὺς γιαλούς, τί γνέφουνε τ’ ἀμέτρητα ἁρμυρίκια
ὅταν, δὲν ἔχει στὸ νησὶ ἕνα βλέμμα, γιὰ νὰ στρέψει.
Ὅταν, χαμένο σὲ ἄμπωτες καὶ σὲ παλίρροιες, κεῖται...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κόσμος
 
 
-Στὸ ταξίδι ποὺ κίνησες γιὰ τὰ πέρατα μέρη,
προσμετρᾶς τ’ ὄνειρό σου μὰ σοῦ βγαίνει λειψό.
-Μὲς στοῦ νοῦ μοῦ τ’ ἀσύνορο, ἀριβάρω ἕν' ἀστέρι:
Στ’ ὅραμά μου μιὰ θάλασσα ποὺ σὰν βλέπω διψῶ.
 
Πεφταστέρι ποὺ βύθισες καὶ σὲ φέρω στὸ βλέμμα,
ποὺ συλλέγω σ’ εὐχές μου κι ἔχω κάνει σωρό,
ἅμα θέλεις, ἀνάσυρε μ’ ἕνα γρίπο τὸ γέμα,
νὰ σᾶς ἔχω στὴ ρίμα μου μνῆμες σὰν ἱστορῶ.
 
-Κάθε λέξη ἕνας ψίθυρος ποὺ φτερώνει στ’ ἀψήλου.
Ναυαγοὶ ποὺ σκορπίσατε - δίχως τέλος κι ἀρχή.
-Φορῶ πάντοτε τ' ἄχραντο τὸ σκουτὶ τοῦ ναυτίλου,
προστατεύοντας στ’ ἄστατα τῶν καιρῶν μὴ βραχεῖ.
 
Μύρια τ’ ἄστρα καὶ τ’ ἄπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου:
Ἀλογάριαστα πόσα σᾶς συλλέγω μ’ εὐχές...
-Ἔλα! Ξάπλωσε, ἀγόρι μου. Σὲ θωπεύω. Κοιμήσου.
-Μάνα, οἱ σκέψεις μου ἀσύνορες κοσμικὲς προσευχές.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πορτραῖτο
 
 
Τί δειλινὰ καὶ τί αὐγινά, τί θάλασσες κι ἀστέρια...
Αὐτὸς ὁ κόσμος, ἔλεγες, δὲν φτιάχτηκε γιὰ σέ.
Ἡ θάλασσα μὲ τ’ ἀρμυρὸ σοῦ τσάκισε τὰ χέρια.
Τώρα, ἡ στεριὰ τὰ ὑπόλοιπα πῆρε καὶ χάλασε.
 
Τί γιὰ βουνὰ καὶ ρεματιές, τί γιὰ πουλιὰ καὶ δάση.
Τί γιὰ τοὺς λόγγους ἔγραψες, τοὺς κάμπους, τὶς ἐρμιές.
Τώρα, θαυμάζεις γέροντα τοῦ φεγγαριοῦ τὴ χάση
καὶ χαίρεσαι, γκρεμοὺς σὰν δεῖς κι ἀπότομες πλαγιές.
 
Ποῦ ΄ναι τοῦ νόστου οἱ θάλασσες, ποῦ πῆγαν τὰ καράβια;
Ποῦ 'ναι τὰ μύρα τῆς καρδιᾶς καὶ ποῦ 'ναι τῆς ψυχῆς;
Νέφτι καὶ ξέβγαλε ἀπ’ τὸ νοῦ στριδώνα καὶ μοράβια.
Πᾶρε βαφτήρι καὶ βαφὴ στὸ χρῶμα τῆς φυγῆς:
 
Δυὸ χέρια πέρνα τ’ οὐρανοῦ καὶ κράτησε γιὰ νά 'χεις.
Τοῦ στοχασμοῦ τὸ σύννεφο γκρίζο πρὸς τ’ ἀλαφρύ.
Βάλε καράβια, θάλασσες, κι ὅ,τι δὲν τῆς ἀμάχης.
Βρὲς τῆς ψυχῆς σου τὸ παιδὶ καὶ δείξ' του, νὰ χαρεῖ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
O ποιητής
 
Κι ὅμως...
 
τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὸν κόσμο,
ὀσμὴ ἀπὸ μέντα κι ἀπὸ δυόσμο.
Ψυχή; Καθρέπτης!
Οἱ πράξεις, ὅλες τοῦ εἶχαν ρότα,
ἀνθόνερο ἔσταζαν - ἱδρῶτα.
Δὲν ἦταν ψεύτης.
 
Ἂν ἄνθρωπο, ἔβλεπε μὲ πόνο,
σ' ἐκεῖνον ἔτρεχε, καὶ μόνο
γιὰ νὰ φροντίσει.
Κι ἂν ἔβρισκε, λάθος πυξίδα...
πάλευε, τὴν ψυχή - πλεξίδα,
γιὰ νά 'βρει λύση.
 
Κι ὅμως,
 
τ' ἀνθρώπινο λίκνο, π' ἀλλάζει,
πού 'καμε τὴν ψυχὴ νὰ μοιάζει
σὲ βάρος - χρῆμα,
στενάχωρα ἔπεσε τοῦ ἀνθρώπου -
δεῖτε τὴν ὄψη τοῦ προσώπου...
κάτω ἀπ' τὴ ρίμα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 


Τρίτο μέρος: Ἀνθολόγιο
 
Τὰ ἐξ ἀφορμῆς – πάρεργα
 
(Ἀπὸ τὰ "Ἐν ὅλῳ" Δυστοπικά, 2009 - 2014)
 
 
Τοῦτες τὶς ὧρες, ντροπιάζεται τὸ χῶμα ποὺ θὰ μ’ ἔθαβε...
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ζυγός
 
 
Ἡ γλῶσσα τοῦ ἠθικοῦ καὶ ἐνάρετου λογοτέχνη,
εἴθισται δομημένη μὲ ὑλικὰ συγκροτήσεως πεπαιδευμένα
καὶ ἱκανὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν τέχνη του μὲ συνέπεια ὠρολογοποιοῦ.
Αὐτονόητον δέ, νὰ εἰκονίζει τὴν ἐποχή του οὐσιώνοντάς την
μὲ μεθόδους μηνυματικοὺς καὶ νοηματικούς. Νὰ ἀντιτάσσεται,
στὴν ἐξελικτικὴ τῆς ἐποχῆς του παθητικότητα.
 
Ὁ ὀρθὸς τῆς ἐκτιμήσεως λόγος του, εὐπρόσδεκτος εἶναι,
καὶ ὅταν ἀληθῶς δίδεται, παρήγορος εἶναι.
Αὐτός, ὁ ἠθικὸς καὶ ἐνάρετος, εἶναι ὁ τῆς εὐθύνης συμμετοχικός
καὶ πρέπει ὑποταγμένος, χάριν τῆς τέχνης του,
νὰ ἰκανώνει τὸν ἄνθρωπο αἰτιολογῶντας του τα ἀναιτιολόγητα
τῆς ὑπάρξεώς του παρένθετα...
 
Ὁ κοινωνὸς αὐτὸς Ἄνθρωπος, εἶναι ὁ τῆς προγονικῆς νοήσεως
πρόδρομος ἱκανός, καὶ ὡς ζυγοστάτης τῶν λέξεων πρωτουργός, ἄρχει,
ζυγίζοντάς μας καιροὺς ἀμελεῖς καὶ ἀνερμήνευτους...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δικανικὸς λόγος
 
 
Τοὺς κατ’ ἐξακολούθησιν σεσημασμένους καὶ δή
τοὺς κατὰ συρροὴν ποιητές, νὰ μὴν τοὺς ἐμπιστεύεστε,
διότι αὐτοὶ φέρουν αὐτοβούλως τὸ θάρρος τῆς γνώμης των...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀποδημίες
 
 
-Ἀκαθόριστα μ' εἶδες σ' ἕναν ἄγνωστο τόπο
στοιχειωμένη καὶ γύρω νὰ μὲ ζώνει ἐρημιά.
Μὴ ματώνεις γιὰ μένα καταβάλλοντας κόπο.
Τὰ δικά μου τὰ χείλη δίχως γεύση καμιά.
 
-Κρίνου χρῶμα χλωμὸ νὰ σὲ φέγγει μὲ χάρη.
Προσπαθῶ νὰ σὲ φτάσω μὰ τὰ χέρια λειψά.
-Τί 'ναι κεῖνο ποὺ κρώζει τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ πάρει;
-Μὴν ὁ δαίμονας – γῦπας τὸ κορμὶ ποὺ διψᾶ;
 
Μὴν ὁ γρῖφος – τριγμὸς πὼς μιὰ ρίζα ζυγώνει;
Μὴν τῆς σάρκας ἐκεῖνο ποὺ σοῦ τρώει τὴ θωριά;
-Σ' ἀκατάληπτη γλῶσσα μού μιλᾶς ποὺ ματώνει.
Βρίθω ἀρρίζωτη χῶμα σὲ κενὸ μιὰν oργιά.
 
Ὕπνος θά 'ναι ποὺ φόβος ξαφνικὸς μ' ἕνα δάκρυ.
-Γεῖρε στ' ἄλλο πλευρό σου μὰ διπλώσου σιγά.
-Τὸ μνημούρι στενὸ καὶ μπερδεύω ποιὰν ἄκρη.
Νὰ προσέχεις! Ποιόν πρέπει; Τὴν ψυχὴ ποὺ λυγᾶ.
 
-Δὲν τὸ σῶμα δειλὸ κι ἡ ψυχὴ ποὺ φοβᾶται.
Δὲν ἡ ζέστη, τὸ κρύο κι ὅσα πού 'χω πληγεῖ.
(Ὅ,τι κι ὅσα χρωστῶ, καταγῆς ποιός θυμᾶται;)
Εἶν' ἡ πίκρα ποὺ νιώθω, στὴ δική – ξένη γῆ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κύριε...
 
 
παρακαλῶ γιὰ μιὰν εὐχή, σ' ὅ,τι κακὸ μᾶς βρῆκε...
κι ἂν σᾶς ζητῶ, τὴ λύπη σας στὸν πόνο ποὺ μοῦ βγῆκε,
εἶναι γιατί, στὴ χώρα μου, οἱ κυνοβουλευτάδες
ἀπαρνηθήκαν τὸν ἀγρὸ καὶ γίνανε λεφτάδες.
 
Τῆς διαβολῆς οἱ ἀκίδες τους, στοῦ δαίμονα τὰ βέλη.
Δὲν μεσουράνησαν ποτέ, τῆς πονηριᾶς οἱ ἀγγέλοι.
 
Παρακαλῶ, προσέξετε τὸ γλυκομίλημά τους,
τ' ἀπόμακρο, τὸ σκοτεινὸ κεῖνο τ' ἀνάβλεμμά τους.
Δὲν εἶναι κρῖμα μου ἡ σοδειά, ἄπιαστη πάντα νά 'ναι;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μὰ τὰ παιδιὰ πεινᾶνε.
 
Βγήκανε φίδια καὶ σκορπιοί, μὰ θά 'ν' μόνο γιὰ λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τὴ σοδειά, τ' ἀμπέλι ἀπὸ τὸν τρύγο.
 
Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο σᾶς ζητῶ, μὴ λυπηθεῖτε, διόλου!
Τὰ βδελυρά, τ’ ἀκάθαρτα, στὴν εὔνοια τοῦ διαβόλου.
Σφαλίστε μόν' τὰ μάτια μου, τ' ἀνάξιο τοῦτο στόμα,
κι ὅσα ποὺ γράφτηκαν ἐδῶ, ἂς πᾶν ὅλα στὸ χῶμα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ καράβι
 
 
Ἡ νύχτα αὐτή, ποὺ τῆς αὐγῆς προβόδισε τὸ ντύμα,
λούζει μὲ δάκρυα νοτερὰ τῆς ὑγρασίας, καράβι:
Αὐτὸ ὅπως πλέει μὲς στὴν ὠχρὴ λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι ἀπόκοσμο νὰ προσδοκᾶ, σὲ ἀβύσσους.
 
Σὲ αὐτὸ τὸ ἀνέγγιχτο πυκνὸ καὶ ἀδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει ἀργὰ τοὺς μυστικοὺς καὶ χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, ποὺ στ' ἄφθαρτα σημεῖα τῶν καταρτιῶν του πάνω,
μνῆμες – θηλιὲς καὶ γογγυσμοί, μὲ μυστικὰ ἀχερούσια.
 
Ἀπὸ τὰ ξάρτια του γκρεμοὶ ἀρχαίων ὀστέϊνων κόσμων
μὲ λίθινες συρτὲς λαλιές, σὰν ψαλμωδία δαιμόνων -
μὲ ἀφορεσμὼν ὀνόματα κι ἀναθεμάτων μίση,
αὐτὰ τὰ χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.
 
Τὴ νύχτα αὐτή, ἡ ἐρεβικὴ καὶ μεσονύχτια σκέψη,
στοὺς ὀδυρμούς της πρόσθεσε τ' ἀρχαῖο αὐτὸ καράβι.
Στ' ἀνοίγματα καὶ στὶς ὀπὲς τοῦ μυστικοῦ του κόσμου,
κατόπτρισε μιὰν ἅλυσο καὶ τ' ὄνομά του: ΑΔΑΛΛЭ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

   

Κρατοπτρισμοί
 
 
Ἀπ' τὸ κρεβάτι ἀντικριστὰ καὶ πάνω ἀπ' τὸ τραπέζι,
ἕναν καθρέπτη ἔχω παλιὸ δαρμένο ἀπ' τὸν καιρό
ποὺ ὅταν νυχτώνει, μιὰ γοργόνα βλέπω νὰ μοῦ γνέφει,
νὰ μοῦ ζητάει νὰ βυθιστῶ μαζί της, στὸ νερό.
 
Ἀκόμη, βλέπω ἕνα παλιὸ παράταιρο καράβι
μὲ τὰ φανάρια του σβηστὰ καὶ τὰ πανιὰ σκισμένα,
καὶ κάποιον ναύτη ἀθώρητο στὴ νύχτα, νὰ μοῦ γνέφει
γιὰ νὰ τοῦ φέξω τα ἴσαλα, μὴν εἶναι σαπισμένα.
 
Ἀκόμη, ψίθυρους ἀκούω στὸ μένος τῶν ἀνέμων
μὲ ἀνούσιες ρίμες μυστικὲς καὶ χθόνια κοσμημένες,
τόσο, ποὺ τὶς αἰσθήσεις μου μὴν χαρωπὰ ξυπνᾶνε,
δεσμεύοντας τῶν νυσταγμῶν συνήθειες εἰλημμένες.
 
Κι ἀκόμη, ἐσένα βλέπω ἐκεῖ φανταστικὲ ἀναγνώστη,
κρυφὰ στὸ μισοσκόταδο τὸν πόνο νὰ ξεχνᾶς
γελῶντας, σύμ-βουλευτικὰ κι εὐέξαπτα νὰ γνέφεις...
πὼς τὸ δικό σου βάσανο, δὲν φεύγει ὅταν γελᾶς.
 
.............................................
 
Πᾶνε τρεῖς νύχτες ποὺ ξυπνῶ σὲ κεῖνο τὸν καθρέφτη
κι ἀφυπνισμένα βλέπω ἐκεῖ δυὸ μάτια νὰ κοιτοῦν,
τόσο καχύποπτα θαρρῶ ποὺ μὲ περνάω γιὰ κλέφτη,
μὰ λέω μὴ δώσω κι ἀφορμή, γιὰ ἐμένα νὰ ντραποῦν.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κύριε...
 
 
ἐμεῖς οἱ καλοκάγαθοι,
εὐλαβεῖς δοῦλοι σου,
Σὲ χαιρετοῦμε.
Πανάγιο βρέφος, φέτος
δὲν κάναμε πολέμους
μηδὲ ἀσεβεῖς καὶ ἀνειλικρινεῖς
ἤμασταν.
Ἀπὸ τ’ ἀσημόφτιαχτα καὶ χρυσοποίκιλτα
τῆς εἰκόνας Σου, δὲν κερδίσαμε,
μηδὲ τῶν Ἁγίων τὰ λάβαρα
περιφέραμε ἄσκοπα
καὶ μὲ δόλο.
 
Μάθαμε, Κύριε, καταλάβαμε
καὶ ρητὰ ἀκολουθήσαμε.
Ἄξιοι πιὰ εἴμαστε
χωρὶς ἔπαρση καὶ μωρία,
χωρὶς φθόνο, χωρὶς πρόθεση.
 
Κύριε... χορτάσαμε!
Τῶν ὀφθαλμῶν μας ἡ πεῖνα,
προσπέρασε!
 
Μὴ σκιάζεσαι, γιὰ ἐμᾶς.
Ἀργότερα, κατὰ τὴν ἄνοιξη,
θὰ Σὲ σταυρώσουμε.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Τῆς Ξενιτιᾶς ΙΙΙ
 
 
Τὸ λένε τ’ ἀχαμνὰ νερὰ τῆς θάλασσας, τὰ στέρφα,
τὸ διαλαλοῦνε τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους,
τὸ λένε τ' ἄστρα τ’ οὐρανοῦ καὶ τὸ χλωμὸ φεγγάρι:
Χαρὰ δὲν ἔχει ἡ ξενιτιά, δὲν ἔχει παρηγόρια.
 
Τὸ λένε στ' ἄπταιστα οἱ μικρὲς τοῦ κάμπου πεταλοῦδες,
τοῦ ἀνέμου οἱ ψάλτες διαλαλοῦν στ' ἀνάμεσα κλωνάρια,
τὸ κράζουνε, κεῖ ποὺ ξεσποῦν οἱ γλῶσσες τῶν κυμάτων:
Νὰ μὴν τολμήσεις ξενιτιά, μ' ἀσταύρωτο τὸ στέρνο.
 
Τὰ χαμομήλια τῆς πλαγιᾶς τὸ μολογοῦν στὰ σπάρτα,
τὸ λένε τ' ἄγρια τὰ θεριὰ στὰ γκρέμια καὶ στὰ βύθια,
τὸ λὲν οἱ ἀοιδοί της Κέρκυρας σὲ μοιρολόϊ ἀρχαῖο:
Σὰν θὲς νὰ πᾶς στὴν ξενιτιά, μαύρη νὰ βρῶ πλερέζα
 
καθώς, δὲν ἔχει ἐκεῖ χαρά, δὲν ἔχει ν' ἀποστάσεις,
ἴσκιο δὲν ἔχει ἀπ' ἀγριλιὰ καὶ χῶμα νὰ πλαγιάσεις.
Μὲ δίχως μύρτους, γιασεμιά, πῶς ἡ ψυχή σου, πλέρια;
Πῶς σὰν πεθάνεις, ξενικὸ θὰ σὲ δεχτοῦν τ' ἀστέρια;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἔκτακτο
 
 
Ἐλᾶτε, σκέψη καὶ ψυχὴ καὶ κρίνετε σὰν δεῖτε
καὶ πεῖτε, μὲ χελιδονιοῦ κελάηδισμα – φωνή:
«Φέρνω σὲ σπόρο μί' ἄνοιξη γιὰ ν' ἀναγεννηθεῖτε,
γιὰ νὰ μπολιάσω τὴν ξερὴ τὴ γῆ πού 'ναι γυμνή».
 
Ἐλᾶτε, σκέψη καὶ ψυχὴ καὶ φέρτε τὴν ἐλπίδα, -
καὶ φέρτε της τὰ χρώματα τοῦ νόστου τ' αὐγινά
αὐτά, ὁποὺ στερήθηκε μὲς στὴ δικὴ πατρίδα,
ὁ γέροντας, ποὺ τὴ θρηνεῖ καὶ θέλει τα, πρὶν νά...
 
Ἔλα, κορμί, ἔλα ψυχὴ καὶ σκέψη μου γιὰ κείνη,
ἐκείνη ποὺ τὴ μόλεψαν μιὰ νύχτα τα χτικιά,
καὶ δῶστε της λίγο νὰ πιεῖ νεράκι ἀπὸ τὴν κρήνη,
νὰ ξαπλωθεῖ τὸ σῶμα της στοῦ πεύκου την ἰσκιά.
 
Μόνο, μὴν πιάσεις πράσινο καὶ μολυνθεὶς ψυχή μου.
Μὴν πάθεις Δένδια, σκέψη μου καὶ πάψεις, λογική.
Φοβᾶμαι μὴ στ' ἀπόσκιο τοὺς καὶ ξεχαστεῖς κορμί μου,
γιὰ δὲν θὰ βροῦνε κόκαλο, νὰ κλάψουν κι οἱ δικοί...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ Βαρκούλα
 
 
Δίχως κατάρτι καὶ πανί, κι ἀπ' ἄγκυρα πιασμένη,
ποῦ πᾶς βαρκούλα στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο χαμένη;
Ἐδῶ 'χει κύματα – θεριά, ψηλώνουν καὶ σ' ἀρπάνε!
Μήπως, γι’ ἀλλοῦ ξεκίνησες κι ἀλλοῦ κεῖνα σὲ πᾶνε;
 
Ἐδῶ, δὲν ἔχει ρεμβασμὸ καὶ στοχασμὸ γιὰ τ' ἄστρα!
Μηδὲ λουλούδια μ' εὐανθοὺς θὰ δεῖς ποτὲ καὶ γλάστρα.
Δὲν ἔχει φάρου ἀναλαμπὴ καὶ στίγμα νὰ σὲ βροῦνε.
Μόνο στοιχειὰ καὶ δαίμονες τῆς Δύσης ἐδῶ ζοῦνε.
 
Ἐδῶ, δὲν θά 'βρεις τὰ ζεστὰ τ' ἀνθρώπινα τὰ χάδια.
Τὰ κυβερνάει μιὰ θάλασσα πού 'ν' ἡ καρδιά της ἄδεια.
Εἶν' ὁ Βορρᾶς, κακότροπος! Ὅλο φυσάει καὶ βρέχει.
Τήν 'Ἅγια ἐκείνη τῶν νεκρῶν τῶν ναυτικῶν, δὲν ἔχει!
 
Ἔλα! κουράγιο ἑλλήνισα βαρκούλα, θὰ σ' ἀδράξω.
Θὰ καθαρίσω τὸ σκαρὶ καὶ τὴ ζημιὰ θὰ φτιάξω.
Τὸ μπλὲ θὰ στρώσω στὴ στιγμὴ καὶ κεῖνο τὸ λευκό σου.
Λευκὸ καὶ κεῖνο τῆς ντροπῆς τὸ μαῦρο, ριζικό σου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐπίκληση ΙΙ
 
 
Τὸ μπλέ, πάντα τ' ἀγαποῦσα: Γιατί μοιάζει τῆς θαλάσσης,
γιατί μοιάζει στὸ Γαλάζιο χρῶμα ἐκεῖνο τ' οὐρανοῦ.
Γιατί στὴ φωτιὰ κι ἀκόμη: Ἤθελὲς τὸ νὰ γεράσεις,
γιὰ νὰ καταλάβεις λάθος - φλόγα σοῦ 'καιγε τὸ νοῦ.
 
Δὲν τὸ κόκκινο τὸ χρῶμα. Δὲν τὸ μαῦρο, τῆς ἀβύσσου.
Δὲν τὸ πράσινο, - κι ἂς μ' ἔχει τοῦτο κάνει νὰ πονῶ.
Ἔλα μου στὴν κλίνη πάνω Θάνατε τώρα κι εὐχήσου,
νὰ μὴ ματαδὼ ἄλλο δείλι, νὰ μὴ ματαδὼ πρωινό.
 
Δὲν ἡ φρίκη τῆς κολάσεως, ποὺ ἀποστρέφω τὸ κεφάλι.
Δὲν τοῦ πόλεμου τὸ μένος ποὺ μὲ κάνει νὰ ριγῶ.
Εἶναι τῶν πολιτικῶν ἡ ἀναίδεια ποὺ τὴ σκέψη μου προσβάλλει,
ποὺ φοβᾶμαι, ξενυχτῶντας - μήπως στ' ὄνειρο πνιγῶ.
 
Σὰν θὰ ξημερώσω κι αὔριο, εὔσπλαχνε θέ μου - πατέρα,
σὺ ποὺ λογαριάζεις πάντα τοὺς ποὺ πάτησαν στὴ Γῆ,
κάμε τοὺς δοτοὺς νὰ φύγουν, νὰ σκορπίσουν στὸν ἀέρα
γιατί, τὸ ποθεῖ ἡ ψυχή μου! κι ἡ καρδιά μου, ἀναριγεῖ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

   

Ἔπεα πτερόεντα
  
Ἑλλὰς VII
  
Σὰν φτερὸ ποὺ τ’ ἀπέκοψαν καὶ ἡ βροχὴ παρασέρνει,
ποὺ βουλιάζει, ὅταν ἄνεμος στὸ βυθὸ παραδέρνει,
ποὺ παλεύει μὲ τ’ ἄγνωστα καιρικὰ γιὰ νὰ ὑπάρξει,
ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βάλλεται. Καὶ ζητεῖ νὰ τ’ ἀλλάξει,
 
μά... δὲν εὔκολο διόλου! Στὴν ἀδιάκοπη πάλη,
στὸν ἀγίνωτο κόσμο του, ποὺ τὸν νοῦ του προσβάλλει,
ποὺ ὁ ποιμὴν ἄρχει δύστροπα καὶ τὸ ἐρίφι σφαδάζει,
ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βάλλεται. Σὰν τὴν κάργια ποὺ κράζει,
 
πλῆθος γύρω του κήνσορες στῶν Βουλῶν τ’ ἄγριο δῶμα –
δοτὰ πένθιμα κύμβαλα δίχως κοῖλον, κι ἀκόμα
σὰν ὁ ἀοιδὸς σὲ πανήγυρη – ὡς ἐν εὔηχος σκύλος,
ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βάλλεται. Φανερὰ καὶ προδήλως,
 
σὰν τὴ σκλήθρα τὴν ξύλινη (κι ὅλα τ’ ἄλλα πιὸ πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σὰν καράβι ποὺ χάνω,
ποὺ βουλιάζει, ὅταν ἄνεμος πὲρ’ ἀδιάκοπα σέρνει...
Ἔτσι, ἀδιάκοπα βάλλεσαι κι ὁ καιρὸς παρασέρνει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Οὐράνιο τόξο
 
 
Καὶ ὕστερα, τίποτα.
Τὸ πάθος, ἔγειρε καὶ ξάπλωσε
στὴν ἄκρη της λήγουσας.
Αὐτή, σιώπησε.
Πῆρε κουβέρτα τὸ θυμωμένο της βλέμμα
καὶ τὸ σκέπασε.
Μὲ σεντόνι της τοὺς ἐφιάλτες,
διπλώθηκε ἔμβρυο
μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς ἀναγέννησης.
 
Τὸ πρόσωπό της, ἤρεμο τώρα.
Καὶ τὸ χαμόγελό της, εἶχε μία προοπτική.
Μόνο γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔδειξε πόνο,
γιὰ λίγο.
Μετά, ἀτένισε μὲ σιγουριὰ τὸ μέλλον
μίας ὀνειρικῆς πραγματικότητας.
Ἐλεύθερη ἀπὸ δεσμεύσεις,
ἀνέβηκε στὸ ἀγαπημένο οὐράνιο τόξο της
κι ἀφέθηκε νὰ κυλήσει ὡς τὰ ἔγκατά του.
Νὰ βρεῖ τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἀπὸ παιδὶ ἔψαχνε
καὶ ποὺ τῆς ἔλεγαν οἱ μεγάλοι.
 
Τὸ πρωί, ἦταν ὅλοι ἐκεῖ, στὰ μπαλκόνια τους, –
οἱ πάντα ἀδιάψευστοι μάρτυρες στὶς καταπτώσεις
τῶν αὐτοχείρων ἀγγέλων.
 
Ἀργότερα, τὴν ἔπαιρναν μὲ τ’ ἀσθενοφόρο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
"Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι"
 
Κωστῆ Παλαμᾶ:
 
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, θὰ πέσει νὰ πλακώσει,
γιατί δὲν εἶχα ποὺ χρωστῶ τῆς τράπεζας τὴ δόση.
Μηδὲ καὶ πόρτα μ' ἄφησαν, τοῖχο, μπογιὰ κι ἀκόμα
τὸ μαλακὸ τοῦ κήπου μου κατάσχεσαν τὸ χῶμα.
 
Κάθε λουλούδι π' ἀγαπῶ, κάθε του κήπου γλάστρα.
Δὲν πῆραν μόνο τὴν ψυχὴ καὶ τῶν ματιῶν μοῦ τ' ἄστρα.
Μιὰ πέργκολα, πού 'χα λειψή, τὴν πήρανε κι ἐκείνη.
Οἱ στοχασμοὶ κι οἱ σκέψεις μου, σκιὲς πού 'χουν ξεμείνει.
 
Ἀκόμη, πῆραν τὴ χαρά, μοῦ πῆραν τὴν ἀνάσα.
Τέσσερα βάλαν στὸν νεκρὸ χερούλια, ἀντὶ κάσα.
Θυμᾶστε, κεῖνο τὸ μικρὸ τ’ ἀξήγητο κοράσι;
Τό 'χα κι ἐγὼ στὸν κῆπο μου, μὰ πῆραν το στὰ δάση
 
γιατί, μὲ δίχως ΑΦΜ, δὲν εἶχε νὰ δηλώσει.
Χωρὶς κλειδάριθμο θαρρῶ, θὰ τό 'χουνε σκοτώσει.
Παρακαλῶ σας, Παλαμᾶ, πεῖτε μου, τὶ μοῦ μένει;
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, νὰ τὸ πατοῦν οἱ ξένοι...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ Ψεῦδος
 
 
Σκοτεινὴ σαρανταετία, 1974 – 2014 (–)

Ἡ στυγνὴ δικτατορία τῶν "Δημοκρατῶν" 

 
Ἀναθέματα
Θέμα ἀναθέματος: Τὸ κυνοβουλευτικὸν ψεῦδος.


 
Ἡγεμὼν ἐγὼ καὶ μέγας ἄρχων ἀρχαῖος τῆς τάξης τῆς ἀβύσσου δεύτερος
καὶ Ἰούδας ἐγὼ τῆς φυλῆς τῆς πρώτης τῶν ἀνθρώπων
κατοίκησα στὸ θηρίο τῶν στομάτων ἐκείνων βδέλλα
καὶ ἀφαίμαξα καὶ μετάγγισα ἕως τῶν ἐπιγόνων τα σίελα
ψεύδη ἐξ αἵματος ἱκανὰ νὰ διαφέρουν τῆς ἀληθείας, ἕνα:
 
Τῶν πολέμων θυμὸς ἐγὼ τροφὸς καὶ στέφανος τῶν κενοδόξων βασιλέων τῆς Γῆς, ἔστρεψα τοὺς αὐτοὺς ἀνεντίμους εἰς φιλαργυρία – πορνεία – φαυλότητα καὶ διαστροφὴ καὶ ἀφοῦ φύτεψα τὸ σπόρο τῆς ἀτιμωρησίας, θέρισα μὲ τὸ δρέπανο τῆς συντελείας διότι τὰ φρονήματα τῶν ἁμαρτιῶν πολλαπλάσια τῶν ἀναμενομένων ἦσαν, τὰ δὲ τῆς ἠθικῆς κατάντιας καὶ ἐξαθλίωσης κέρδη, ἀπροσμέτρητα καὶ πέραν
κάθε προσδοκίας.
 
Γιὰ τὰ παραπάνω τῆς ἀπρεπείας ἀναίσχυντα, τὰ μέγιστα εὐχαριστῶ
καὶ ἰδιαιτέρως στρέφω τόσο πρὸς τοὺς τὴν φαυλότητα ὑπανθρώπους
διψασμένους γιὰ ἐξουσία, ποὺ ἀπὸ τὰ νερὰ τῶν πηγῶν τῆς ἀνομίας μου ξεδίψασαν τελῶντας καθήκοντα ψεύδους, ὅσο καὶ τοὺς μυήσαντες τὴν ἰδιοτέλεια καὶ πᾶσα ἄλλη διαβολὴ καὶ ἀπάτη, ἰσόθεους πρὸς ἐμέ, ἀσεβεῖς.
 
Τὸ Ψεῦδος
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χωρὶς Γῆ ΙΙ
 
Ἑλλάς
 
Κάθε σὰν θάλασσα μὲ πλήττεις, τίποτα.
Ἴσως γιὰ σένα νὰ μιλῶ δὲν εἶχα.
Ἀπ’ ὅσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ἀνείπωτα.
Ὅτι μ' ἀρνήθηκες σεβάστηκα κι ἀπεῖχα.
 
Γιὰ σένα πλήθυνα τῆς θάλασσας τὰ ὀνόματα.
Στοὺς λογισμούς μου ἀκρόπρωρο εἶχα σένα:
Στοιχειὸ ποὺ πάλευε σ’ ἑνὸς καμβᾶ τὰ χρώματα,
κινῶντας στ’ ἄγρια τὰ νερὰ πέρα στὰ ξένα.
 
Μύρα σου στέλνω ἀπ' τ' ἀστρικὰ κι ἄνθη μαγιάτικα
κι ὅ,τι ἀπὸ τ’ ἄλλα ξενικᾶ τ' ἄγνωστου κόσμου
πού, σ’ τὰ συνάζω τὰ πρωινὰ τὰ κυριακάτικα,
νὰ τ' ἀναδεύεις πλέρια στ' ἄρωμα τοῦ δυόσμου.
 
Γιὰ σένα μίσεψα στ' ἀνέβαθα τοῦ σύμπαντος,
ἄλλοτε δίχως νὰ μπορῶ νὰ σ' ἀνταμώσω -
κι ἔτσι ποὺ χρόνια καρτερῶ σ' ἕν' ἄστρο ἀκύμαντος
εὔχομαι ρίζα νὰ γενῶ καὶ νὰ ριζώσω.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὅποιος θέλει νὰ νιώσει εὐτυχής, μὴ νιώσει τώρα...
 
 
Τ' ἀγάλματα Χλωμά, ἀποστεωμένα.
Ἡ πολιτεία, βυθός
μὲ σπασμένο μπούσουλα,
μὲ τσακισμένη κερκόπορτα...
 
Κοιμωμένη σὲ βρῆκα,
φιμωμένη καὶ αἱμορραγοῦσα,
βασκαμένη, πικρόθυμη,
ἀφημένη στὶς ὀρέξεις των...
 
Ντύσου!
Βάλε τὶς δάφνες καὶ τὰ στέφανα,
καὶ τὰ διαδήματα...
 
Νεράϊδα,
παντοδότειρα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ κοπρίτου τοῦ δεύτερου
 
 
Δύσκολα χρόνια,
ἐγκυμονοῦν ἑρπύστριες
καὶ δημοσιογράφοι,
ρουχολόγοι
καὶ ζωδιομάντες,
μαγειροκόμοι
τηλεχαμόγελοι
καὶ κοινωνικοστοιχηματίες.
 
Οἱ παγκοσμιοποιημένοι πάγκοι τῶν λαϊκῶν
μὲ Καλάσνικοφ καὶ εἰκόνες Ἁγίων·
κρυμμένα τὰ φροῦτα.
 
Χρόνια παράξενα...
Ὁ Παρθενῶν
στήνεται καὶ ξεστήνεται,
σ' ἐπιμήκυνση.
 
Ἡ ματωμένη ποδόσφαιρα
κι ὁ κοπρίτης ὁ δεύτερος.
Οἱ ἀξίες καὶ ὑπεραξίες
στ' ἀκροχείλι τ' ἀνέργου·
τὸ ψωμὶ λειψό...
 
Σὲ ἀσθενοφόρους καιρούς, ποσῶς:
Γιὰ τὸ κλείσιμο τοῦ ματιοῦ μιᾶς ἡλιαχτίδας
στὸν καβάλο τῆς ἄνοιξης.
 
Ὥρα Φουκοσίμα : 14:46:23
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πῶς ν’ ἀγαπήσεις...
 
 
Ποῦ πεταλούδα, γιὰ νὰ δεῖς; ποῦ γῆ, γιὰ ν’ ἀκουμπήσεις;
Ποῦ πεύκου σκιὰ νὰ δροσιστεῖς, νὰ γείρεις, νὰ πλαγιάσεις.
Ἄνθρωπο ποῦ, νά ‘χει καρδιὰ καὶ νοῦ γιὰ νὰ μιλήσεις,
νὰ τοῦ χαϊδέψεις τὰ μαλλιά, μ’ ἀγάπη ν’ ἀγκαλιάσεις.
 
Ποῦ μέλισσα, νὰ βρεῖς χρυσῆ; μιὰ μυγδαλιά, ν’ ἀγγίξεις.
Ποῦ ρεματιὰ νά ‘χει νερό, νὰ πιεις καὶ ν’ ἀποκάμεις.
Θάλασσα ποῦ καὶ βότσαλα στὰ μακρινὰ νὰ ρίξεις.
Λάκκο! νὰ βγάλεις μιὰ κραυγή, τὸν πόνο σου νὰ γιάνεις.
 
Σύννεφο ποῦ, δίχως θολὸ τὸν οὐρανό του νά 'χει.
Ποῦ νύχτα, ν’ ἀποκοιμηθεῖς μὲ τὴν ψυχὴ γαλήνια,
νὰ γείρεις τὸ κορμάκι σου κεῖ στοῦ βουνοῦ τὴ ράχη,
νὰ σὲ ξυπνήσουν τὰ πουλιά, μὲς στῆς αὐγῆς τὴ γρίνια.
 
Μά... ποῦ χαρά, νὰ ξαπλωθεῖς... νὰ γείρεις, τὸ κορμί σου...
Νὰ δεῖς πῶς τ’ ἄστρα στ’ ἀργαλειὸ ξεπλέκουνε το φῶς τους!
(Πῶς ν’ ἀγαπήσεις ἄνθρωπο – θεριὸ μὲ τὴ μορφή σου,
ὅταν δὲν ξέρεις τί ζητᾶ καὶ ποιός εἶν' ὁ σκοπός του...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

Εἰς τὴν πλατεῖαν
 
 

Ἄ Καρυωτάκη, Παλαμᾶ, Καββαδία,
μὲ δίχως δάφνες πιὰ καὶ δίχως στεφάνια.
Στὴν πολύβουη τὴν ἄλλοτε ἀπὸ κόσμο πλατεῖα
τ' ἀγάλματά Σας - μαραμένα γεράνια.
 
Περίλυπος στέκω κοιτῶντας καὶ φρίττω
μὲ στόμα τί χαῦνο καὶ φρένα σπασμένα.
Στῶν ἀρίστων τὰ πλήθη φανερὰ διακηρύττω
πῶς πάλλεται ὁ κόσμος μας μὲ "φῶτα σβησμένα".
 
 
Δῶθε – κεῖθε κουτάκια καὶ σπασμένα μπουκάλια.
Κιτρινόχρους γι' ἀνθὸς στὸ κλωνάρι καπότα.
Made in China στὸ πλάϊ δίχως τούλι βεντάλια
καὶ τοῦ δήμου οἱ λάμπες μ' ἄνευ ρεῦμα καὶ φῶτα.
 
Ζήτω! Ζήτω φωνάζω κι ὅλοι πέριξ μου: "Ζήτω!
μὰ δὲν εἶναι σὰν κεῖνα πού 'χαν σθένος καὶ τόλμη.
Ναπολέων ντυμένος στὸ Δαφνὶ διακηρύττω
μιὰν ἰδέα δική μου: Μένει χρόνος! γι’ ἀκόμη...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Kαταισχύνη
 
 
Παρακαλῶ σας, πεῖτε μου! πῶς μέσα μου νὰ γιάνω;
Πῶς μέσα μου γιὰ νὰ χαρῶ, ποὺ μοῦ 'τυχαν ἐμπρός μου;
Θαρρῶ πὼς πρέπει νὰ τὰ πῶ πρὶν μοῦ 'ρθει ν' ἀποθάνω.
Θαρρῶ πὼς πρέπει νὰ γενεῖ ὁ ἀπώτερος σκοπός μου:
 
Στὴν ἀχυρένια μιὰ νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,
στὴν ἀγκαλιά μου ἕνα παιδὶ σχεδὸν σκελετωμένο,
(τ' ἀθῶα ματάκια του θυμᾶμαι ἀκόμη ὡς μὲ κοιτοῦσαν)
στὰ ξαφνικά, ξεψύχησε γιὰ τό 'χανε ταμένο
 
τῆς Δύσης κεῖνα τὰ θεριά, ὁποὺ κανεὶς δὲν θέλει,
ποὺ κλέβουνε τῆς Ἀφρικῆς τὸ γάλα καὶ τὸ μέλι.
 
Στὶς Φιλιππίνες, στὸ Ροξάς, δὲ θά 'τανε τεσσάρων...
ποὺ κάποιος ναύτης Γερμανὸς τὸ πῆρε νὰ χαλάσει.
Σημάδι τό 'χω στὴ ζερβὴ γροθιά μου, κι ἔχω ἀκόμη
τὰ δόντια ἐκείνου, πού 'σπασα νὰ μὴν ξαναγελάσει
 
τῆς Δύσης τ’ ἄγριο τὸ σκυλί, ποὺ θέλει νὰ ξεδώσει,
καὶ τὴν Ἀσία την πόρνεψε γιὰ νὰ τὸν ξεπληρώσει...
 
Κι ἦταν, ἀκόμη, στὸ Καλὰτ ποὺ τὴν πετροβολοῦσαν
γιατ' εἶχε κάποιον μόνη τῆς θελήσει ν' ἀγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι ἔκλαψα σὰν τό 'δὰ μὲ τὰ μάτια
ποὺ τά 'βγαλα, μὴ ματαδὼ τὴν πρόστυχη τὴ Δύση
 
ποὺ σπούδασε τοὺς ἐθνικοὺς δοτούς της ἠγετίσκους,
καὶ μὲ πετρέλαιο μόλυνε τοὺς ἠθικοὺς καὶ θρήσκους.
 
Στὴν Καρθαγένη κι ὕστερα, - Θέ μου, συγχώρεσέ με,
μὰ τό 'δὰ ἐμπρὸς νὰ γίνεται τὸ φονικὸ στὴν πράξη,
κάποια πολὺ ποὺ ἀγάπαγε τὸ νταβαντζὴ μὲ πάθος,
ἕνα μαχαίρι τράβηξε κι ἐκεῖνον εἶχε σφάξει.
 
Γιὰ τοῦ χρυσοῦ τ' ἀντάλλαγμα, τοὺς πῆγαν τὴν πανώλη.
Τοὺς κυβερνοῦν πανσπερμικὰ τῆς Δύσης, καὶ Διαβόλοι!
 
Ἔχω τῆς μαύρης ξενιτιᾶς τραγούδια ἐγὼ γραμμένα
ποὺ κρύβω χρόνια μέσα μου γιὰ δὲν πολὺ θ' ἀρέσουν.
Εἶναι στενάχωρα, γιατί μὲ δάκρυα εἶναι δοσμένα
τόσο, ποὺ θὰ μὲ οἰκτίρετε, γιατί θὰ σᾶς πονέσουν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Στῆς ἠθικῆς τὸ τρίστρατο
 
 
Ἐλᾶτε! ἐλᾶτε, φίλοι μου, καλοί μου ἀνθρῶποι, ἐλᾶτε!
Ἐδῶ, στὴν κλίνη τὴ δική. Στὸ σπιτικό μου, ἐμπάτε.
Ἐγώ, δὲν ἔχω ἀνάστημα, δὲ μοῦ ’μεινε πιά, σθένος.
Μὴ μὲ φοβᾶστε, μείνετε! εἶμαι ὁ φονιᾶς, ὁ ξένος...
 
Καθίστε ἐδῶ, στῆς κούτας μου τὸ βρώμικο κλινάρι.
Δεῖτε! ποῦ τ’ ἀνευλόγητο κοιμᾶται παλικάρι.
Λάμια κακιά, μὲ ζήλεψε, Μοῖρα καὶ μὲ μισοῦσε.
Ἔκλωθε πλάϊ στὴ μάνα μου τὴν ὥρα ποὺ γεννοῦσε.
 
Δίχως θυμίαμα, μιὰν εὐχή, μὲ δίχως τ’ ἁγιοκέρι...
Θαρρῶ νύχτα πὼς ἤτανε, ποὺ μ’ ἄδραξε ἀπ’ τὸ χέρι.
Πρόσφυγα, μ’ εἶπε. Ἀφρικανό. Γύφτο. Κίτρινο – Ἀσιάτη.
Εἶμαι τὸ μίασμα κι ἡ ντροπὴ στοῦ κόσμου την ἐμπάτη.
 
Ἐλᾶτε! μὴ μὲ ντρέπεστε, μὴ μὲ φοβᾶστε, διόλου!
Δὲν εἴμ’ Ἑβραῖος, οὔτ’ Ἄραβας στὸ στόχο τοῦ Διαβόλου...
Φταίει, ἡ δικὴ ποὺ μ’ ἔκλωθε κουβάρι, λάμια – Μοῖρα.
Στῆς λογικῆς τὸ τρίστρατο λάθος τὸν δρόμο πῆρα.
 
.............................................
 
Ἐγώ, σπίτι δὲ γνώρισα. Ἀπ’ ὅταν, ποὺ θυμᾶμαι
μὲ ξενικᾶ καὶ δανικά, καλοῦμαι νὰ κοιμᾶμαι.
Κι ἂν εἶναι ὁ δρόμος, σπίτι μου! Ἡ πίσσα τούτη, ροῦχο!
δὲν σᾶς ζητῶ... παρὰ δική τη λευτεριὰ νὰ μοῦ ’χῷ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄπατρις
 
 
-Γιὰ δὲν πετοῦν οἱ σταυραετοί;
-Μήπως κι ἐκεῖνοι πιὰ δετοί...;
-Ποῦ πῆγαν, ὅλα;
Τῆς ἄνοιξης, ποῦ ’ν’ ἡ χαρά;
Πῆραν ἀνάποδη φορά,
τὰ μυροβόλα;
 
Ποῦ ’ναι τὰ δέντρα; Ποῦ οἱ σκιές;
-Κοράκια γύρω μας κι ὀχιές...
-Ποῦ ’ν’ τὰ λουλούδια;
Ποῦ ’ν’ ὁ πολὺς κελαηδισμός;
Μήπως καὶ πῆρεν τα, σεισμός;
Ποῦ ’ν΄ τὰ τραγούδια;
 
Ποῦ ’ν’ τὰ ποτάμια, οἱ ρεματιές;
Ποῦ ’ναι τοῦ πάθους μου, οἱ μυρτιές,
τὰ γιασεμιά μου!
-Ἔλειπες, φαίνεται, καιρό...
-Κι ἄφησαν μόνο τὸν ἐχθρό
στὴ γειτονιά μου;
 
-Πῆραν τη! πῆραν τὴν πατρίδα,
πού ’λεγες, πὼς εἶν’ ἡ μητρίδα
τοῦ κόσμου, ὅλου!
Πῆραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι καὶ "φίλοι" μας ἑταῖροι...
-Ἄ, τοῦ διαβόλου!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μπλὲ καὶ πράσινο
 
 
Δὲ μοιάζει στὰ γλυκὰ νερὰ τῆς θάλασσας ἡ ἁρμύρα.
Ὅσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πῆρα.
 
Ὅσες φορὲς κι ἂν πλύθηκα, τὴ νιώθω ἀπάνωθέ μου.
Γονυπετὴς καὶ κλαίγοντας παρακαλῶ σέ, θέ μου:
 
Κάμε νὰ πάψει ἡ θάλασσα τὸ σῶμα μου νὰ ραίνει,
νὰ νιώσει λίγο ἀπ’ τὴ δροσιά, ἡ σάρκα ἡ φλογισμένη.
 
Τὸ ἔρμο κορμί μου, βάλλεται! δὲν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρῶ, τὸ χρῶμα της τὸ μπλὲ πὼς εἶναι τοῦ διαβόλου
 
καθώς, ἀλλάζει! πράσινο, γίνεται· κεῖ, στὴ ρήχη.
Ἄλλο κακὸ στὸ σῶμα μου, θέ μου, νὰ μὴ μοῦ τύχει.
 
Παρακαλῶ σέ, Ποσειδῶν, σ’ τὸ λέγω ἐγώ, ποὺ σ’ εἶδα:
Τοῦτο τὸ σῶμα, ὡς φλέγεται... δὲν ἄλλο ἀπ’ τὴν πατρίδα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

Κόρακες
 
 
Ἄτιμε κόρακα, ποὺ χτὲς ἀφαίμαξες τὸ βιός μου,
ποὺ μ’ ἅρπαξες καὶ δὲν θὰ ἰδῶ νὰ ὑψώνεται σὰ πέρα
τὸ καλαμπόκι τὸ παχὺ τὸ καταπράσινό μου,
τὸ καλαμπόκι πού ’θελα νὰ θρέψω τὰ παιδιά μου.
 
Ἀπόκαμα μωρὲ σκυφτὴ σπυρί – σπυρὶ στὸν κάμπο
νὰ βάζω της στὰ σωθικά, νὰ βάζω της στὰ σπλάχνα,
κι ἦρθες ’σὺ κακορίζικο τὸν κόπο μου ν’ ἁρπάξεις,
νὰ κλέψεις την προικοσπορά, πού ’χὰ γι’ ἀλλοῦ ταμένη.
 
Ἀνάθεμά σέ, κόρακα, ποὺ σκιάχτρο δὲν φοβᾶσαι,
παρὰ μονάχα σκέφτεσαι τ’ ἀχόρταγό σου στόμα,
δίχως νὰ νιώσεις μιὰ στιγμὴ τὸν πόνο τὸν δικό μου,
δίχως ποτέ σου νὰ σκεφτεῖς, μὴν πέσω κι ἀποθάνω.
 
Τί σοῦ ’κανα, μαῦρο πουλὶ καὶ θέλησες τὸ βιός μου
καὶ τ’ ἀμπελιοῦ καὶ μοῦ ’φαγες τὴν καρπερὴ πατάτα·
σὰν τὴν ἀκρίδα κι ἔφερες καὶ τοῦ σογιοῦ τοὺς κλέφτες
τ’ ἁρπακτικά, τὰ βάρβαρα τὰ στίφη τῶν φονιάδων...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῶν πολέμων ἡ ἔλαφος
 
 
Εἶμαι κεῖνο τὸ στοιχειό
στὴ μελάνη τοῦ Ὁμήρου,
ποὺ δόθηκε μιὰ νύχτα
νησὶ στὸν Ὀδυσσέα:
Ἡ Καλυψώ
 
Εἶμαι κείνη ἡ παλαιά
πρωτομέδουσα
στὴ ρότα τῆς Ἀργοῦς,
ἡ φέρουσα τὴν τρίαινα
τοῦ Ποσειδῶνα
 
Εἶμαι κεῖνο τῆς Τροῖας
τ’ ὀξειδωμένο βέλος
στὸ πόδι τοῦ Ἀχιλλέα,
τ’ ἀδηφάγο παλάτι
τῶν ἡρώων
 
Εἶμαι κεῖνο τὸ ὅριο
σκαιὸ λίκνο
στὴ θύρα τοῦ τέλους,
ἱέρεια τῆς Κίρκης
καὶ πειρασμὸς τῆς ἁγνότητος
 
Ἐγὼ εἶμαι, ναί! ἡ
τῶν Σειρήνων ὀλέθρια ἀοιδός
στὸ καράβι τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἡ δεικνύουσα τὴν κερκόπορτα
πρὸς Ἀγαρηνό
 
Ἐγὼ εἶμαι, ναί! ἡ
ὅλων τῶν Ἐθνῶν πόρνη
μὲ τ’ ἀνομολόγητα ὀνόματα,
στὰ σκέλη μου, βασιλεῖς
ὑποτάχθηκαν
 
Ἐγὼ εἶμαι, ναί! ἡ
τῶν ἐνόχων θηλάζουσα,
ἡ φερομένη φωλεὰ κοιτίδα
τῆς λόγιας λήθης.
Τῆς Ἱστορίας, τὸ ἔρεβος
 
ἐγὼ εἶμαι, ναί...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ ἀντάρτισσα μάνα
 
 
-Γιε μου, μοῦ λὲς θὲ ν’ ἀκουστοῦν αὐτὰ ποὺ σὲ τρομάζουν.
-Θὰ σὲ πικράνω, μάνα μου, μὰ πρέπει νὰ σ’ τὰ πῶ.
Ὅσα ποὺ ξέραμε ἀπ’ τα χθές, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω ἀπὸ νιος πιὰ γέροντας ποὺ ζεῖ δίχως σκοπό.
 
Ὅ,τι μὲ πάθος, πίστεψα, θὰ πρέπει ν’ ἀναιρέσω.
Θὰ πρέπει νὰ παραιτηθῶ, νὰ σβήσω, νὰ χαθῶ!
Ἄνοιξε τάφο, μάνα μου βαθὺ γιὰ νὰ χωρέσω.
Δῶσε ἀπὸ τ’ ἄνθη μύρα σου τὸ σῶμα νὰ πλυθῶ.
 
-Ἀγάπη μου, μικρό παιδὶ ποὺ σοῦ ’πιανα τὸ χέρι,
ποὺ χάϊδευα, μὴ πικρανθεῖς καὶ πάθεις μαρασμό...
-Τ’ ἄδικο, μάνα, τ’ ἄδικο μᾶς κυβερνᾶ καὶ χαίρει.
Μᾶς σπρώχνει πρὸς τὴν ἄβυσσο· μᾶς θέλει τὸ χαμό.
 
-Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε καὶ πιε ἀπὸ τὸ φαρμάκι.
Ἀπὸ τ’ ἀνθρώπινο καὶ πιε τῆς κάλπικης ψυχῆς.
-Δίχως πιὰ πίστη, μάνα μου, πῶς νὰ μπορῶ, λιγάκι;
-Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δὲν πρέπει ἐσὺ στὴ γῆς
 
πρέπει, – κατάρα στοὺς μωροὺς ποὺ κυβερνοῦν τοὺς τόπους!
σ’ ὅσους περίσσια βγάζουνε καὶ κρύβουνε σοδειά.
Νὰ μὴν τὸν ἴδιο θάνατο γευτοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλες, οἱ μαῦρες οἱ ψυχές, σὲ μὶ’ ἄβυσσο – σπηλιά!
 
Δίχως ταφὴ καὶ δίχως τους, παπᾶ νὰ τοὺς διαβάζει:
Δίχως λιβάνι, δίχως τους ἐξόδιο, προσευχή!
-Ἔλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γεῖρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα μέ ’δῶ, στὸ μέτωπο, νὰ εὐφράνει σου ἡ ψυχή.
 
ΙΙ
 
Μάνα μου, κλαῖς; Μὴ τὸ κρατᾶς βαθιὰ μὲς στὴν ψυχή σου;
Ἡ στεναχώρια, εἶναι χτικιὸ ποὺ τρώει τὰ σωθικά.
Κλάψε! μὰ δῶσε μου μαζὶ νὰ πάρω τὴν εὐχή σου.
Αὔριο, ψηφίζω, μάνα μου, νὰ πάψω δουλικά...
 
-Ἐδῶ, δὲν ἔχει λυτρωμό, δὲν ἔχει νὰ σ’ ἀκούσουν...
-Ἀσθμαίνοντας, πῶς νὰ τὰ πῶ μὲ κόσμια τὴν ὁρμή;
Ἐπὶ σκοπὸν κι ἀμίλητος πρὶν τὰ πτηνὰ λαλήσουν,
θὰ μακελέψουν τ’ ἄμοιρο ποὺ γέννησες κορμί.
 
-Παιδὶ δικὸ καὶ σπλάχνο μου καὶ σάρκα τῆς σαρκός μου,
δὲν ἔχω ἐγὼ στὸν πόνο σου παρὰ νὰ σοῦ μιλῶ.
Μπορεῖ τὸ γῆρας νὰ’ φτασε κι ὁ Θάνατος ἐμπρός μου,
ὅμως, σὲ θέλω ἀντάρτη μου! Νεκρὸ καὶ σὲ φιλῶ!
 
-Μάνα, τί λές; Δὲν τὸ χωρᾶ κι ὁ νοῦς δὲν ἐπιτρέπει!
Μᾶς πρέπει νὰ ματώσουμε γι’ ἀκόμη μιὰ φορά;
-Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τί νὰ "πρέπει"...;
Δεῖξε μου γῆ καὶ σοῦ ’ρχομαι, νὰ πιάσω τὴ σπορά.
 
-Μοῦ λές... νὰ πάρω τ’ ἅρματα; νὰ πιάσω τὸ τουφέκι;
Νὰ γαντζωθῶ στ’ ἀπόκρημνα καὶ στὴν ὑγρὴ σπηλιά;
Παρακαλῶ σέ, μάνα μου, μά... στὸ μυαλὸ δὲ στέκει.
-Ὅποιος δὲν θέλει λεύτερος... καλύτερη ἡ θηλιά!
 
ΙΙΙ
 
Εἶναι βαρὺς ὁ πόνος μου, κάθε ποὺ σὲ κοιτάζω.
Τί μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ἐλπίδα, πιά;
Ὅλο τὸν κόσμο φέρνω σὲ στὰ πόδια καὶ σοῦ τάζω,
μ’ ἀπὸ τὶς τόσες ὀμορφιές, πιὰ δὲ ζητᾶς καμιά.–
 
-Μάνα, δὲν ἴδιος ὁ καιρός, καθὼς ποὺ τὸν θυμᾶσαι.
Ἴδια δὲν εἶν’ τὰ κρίματα, δὲν εἶναι κι ὁ κλαυθμός.
Δὲν ἤθελα γιὰ νὰ σ’ τὰ πῶ, γιὰ νὰ μὴ μοῦ λυπᾶσαι,
ὅμως, σκοτάδι, μάνα μου· βαρὺς εἶν’ ὁ καημός.
 
Ἦρθαν τῆς Δύσης ἄρχοντες καὶ πῆραν μας τὰ κάλλη.
Τ’ ὄμορφο χῶμα, πήρανε. Μὴδ’ ἄφησαν, ἀνθό.
-Ἔρμο παιδί... Σοῦ ’χῷ σταυρὸ κειδά, στὸ προσκεφάλι.
Πιότερο ἐγὼ μὲ τ’ ἄνθη μου, παρὰ νὰ μαρανθῶ.
 
-Πῆραν τα! μάνα, πῆραν τα! Μηδέ ’μεινε καὶ κάμπος.
Μηδὲ καὶ δάσος, ἔμεινε, μηδὲ ἀπὸ τὰ βουνά.
Μὸν’ ὁ σταυρός σου, ἀπέμεινε, νὰ ρίξει του τὸ λάμπος,
σ’ ὅλα τῆς Γῆς τὰ δύστυχα ποὺ ζοῦν στὰ σκοτεινά...
 
ΙV
 
-Ξύπνα, παιδί μου, νὰ χαρεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ φτάνει.
Γιατί στενάχωρα κοιτᾶς τὸν κόσμο ἀπὸ μακριά;
-Νοιάζομαι, μάνα καὶ πονῶ ποιός τὸ παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αἰθάλη τὸ κορμὶ καὶ φορεσιὰ μαβιά.
 
Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πῶς ἡ χαρὰ προσμένει.
-Σκοῦρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Ἀδιάφορο ποιός ζωντανὸς καὶ ποιός πρῶτος πεθαίνει.
Ἀδιάφορο ποιός ποὺ πεινᾶ καὶ ποὺ διψᾶ νερό.
 
-Μάνα, λὲς πὼς στὰ ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;
-Τὸ παραμύθι βρεφικὸ καὶ σ’ τό ’μαθα καλά...
Δίγλωσσα φίδια οἱ ἄνθρωποι ποὺ δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος ὅποιος δὲν νογᾶ καὶ τὸ μυαλὸ σφαλά.
 
Θὰ δεῖς ψυχὲς κατάλευκες κι ἄλλες πιότερο μαῦρες.
Παρηγορήσου, θάρρεψε κι ἀπόμεινε νὰ δεῖς:
Τέσσερις εἶναι οἱ ἐποχές, κι αὐτὲς κρύες καὶ λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μὴ δεχτεῖς στὰ δουλικὰ νὰ ζεῖς...
 
V
 
(Θέλει – μοῦ λέει – τὸ δύστυχο, νὰ φύγει γιὰ τὰ ξένα...
Πίσω τὴ μίζερη ξανὰ ν’ ἀφήσει αὐτὴ στεριά...
Νὰ φορτωθεῖ τὶς πίκρες μας στοὺς ὤμους του, καὶ πάλι
νὰ φιλιωθεῖ μὲ τ’ ἄραχλα τῆς Δύσης τὰ θεριά).
 
-Εἶν’ ὁ δικός μου λογισμὸς ἄτι δετὸ ποὺ τρέχει.
Εἴμ’ ἕνα σίδερο σκεβρό, ριγμένο στὴ φωτιά.
Γκρίζες οἱ μνῆμες προσπερνοῦν καθὼς καιρὸς ποὺ βρέχει.
Ἄπατρις εἶμαι, πρόσφυγας! Πουλὶ στὴν ξενιτιά.
 
Ἐγὼ δὲν ἔχω νὰ χαρῶ, δὲν ἔχω νὰ γελάσω...
Μόνο μοῦ θέλουν βάσανα, κλαυθμὸ καὶ στεναγμό.
Ὅταν στ’ ἀπέναντι στενὸ μοῦ πρέπει νὰ περάσω,
τὸ βλέμμα σκύβω καταγῆς, ἄλλoν μὴ δῶ διωγμό.
 
Εἴμ’ ἕνας διάβολος! στοιχειὸ στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων.
Εἶμαι τῆς λέπρας γέννημα μὲ τὸ κορμὶ πληγές.
Ἔχω τὸ δέρμα κίτρινο καὶ φέρω τῶν ἐνόχων.
Ἐσὺ εἶμαι! ποὺ μοῦ σφάλιζες τὰ μάτια σου στὸ χτές.


 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Δυτικὰ τῆς βροχῆς
  
Πόσο λατρεύω τὴ βροχή!
Σὰν περπατῶ μὲς στὸ τραχύ
παρθενικὸ ἀκρογιάλι,
κάθε μου ἔγνοια καὶ καημός,
κάθε πληγὴ καὶ σπαραγμός,
ἀποχωρίζει ἀγάλι.
 
Καὶ σὰν ἀργόσυρτα κινῶ,
ἀπ’ τὸ στρατὶ γιὰ τὸ βουνό,
κι ἀπὸ τὸ δάσος μέσα,
στερνὴ φορὰ πίσω κοιτῶ
νὰ δῶ ποιός δένει τὸ λυτό,
στῆς θάλασσας τὴν τρέσα.
 
Καὶ παίρνω πάλι τὸ στρατί,
μὲ τὰ παιδιάτικα "Γιατί"
τ’ ἀθῶα, νὰ βασανίζουν:
"Ποιός τὴν πληγή, ποιός τὸν χαμό,
ποιός τὸν καημό, τὸν σπαραγμό,
καὶ ποιοί ποὺ μοῦ τὰ ὁρίζουν".
 
Κι ἔτσι, ὡς ἀρχίζει πάλι ἡ ἠχώ,
στὸ ὄμβριο τὸ ρέμα τὸ ρηχό,
κεῖ ποὺ ἡ βροχὴ σταλάζει,
ὡς παραδέρνουν τὰ νερά,
νιώθω μιὰν ἄπλετη χαρά,
τὴν ὥρα ποὺ χαράζει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πένες
 
 
Ἡ καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δὲν θέλει...
(Μὲ δίχως μπάρκο, πῶς μπορεῖ νὰ πεῖ γιὰ τὰ ταξίδια;
Μὲ δίχως, κεῖνο τ’ ἄλικο το φῶς, ἀπ’ τὰ μπορντέλα...
τοὺς λογισμούς μου, πῶς μπορεῖ σωστὰ γιὰ ν’ ἀποδώσει;)
 
Ἡ δεύτερή μου, ἡ στεριανή, ἔπαψε πιὰ νὰ γράφει.
(Μὲ δίχως δάση, ρεματιές, μὲ δίχως τὰ λουλούδια...
πῶς νὰ μπορέσει, λεύτερα νὰ στρέξει τὸ μελάνι,
σπόρος νὰ γίνει κι ἄνοιξης χόρτο – βαθὺ κλινάρι;)
 
Ἡ τρίτη, τῆς πολιτικῆς, εἶν’ τῆς ντροπῆς ἡ πένα.
(Αὐτή, δὲν ἔχει λογισμοὺς παρήγορους κι εὐφράδειες.
Ἔτσι ἀσημένια, ὡς κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αὐτή, μιλᾶ γι' ἀνθέλληνες - πολιτικούς, προδότες!)
 
Ἡ τέταρτη, μ’ ὄψη σφοδρή, εἶν τοῦ Θανάτου ἡ πένα.
(Τούτη, τὴν ἔχω μὲ ἅλυσο δεμένη στὸ κατώγι.
Μαῦρο θυμίζει Χάροντα ποὺ ζεύει τ’ ἄλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δὲ νογᾶ! οὔτ’ εὐανθοὺς καὶ φαῦλα...
 
Σὰν εἶναι τούτη, γιὰ νὰ πεῖ... σὰν εἶναι γιὰ νὰ γράψει...
ἀλλοίμονο! στὸν δύστυχο τὸ νοῦ ποὺ τὴν κατέχει:
Θὰ θέλει αὐτὸν κάτω, νεκρὸ· στὴν ἄβυσσο, θὰ θέλει.
Αὐτήν, δὲν θέλω νὰ κοιτῶ, δὲν θέλω κἂν ν' ἀγγίζω...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τρίτο μέρος
 
 
 
Γαλάζιο
 
 
Δύο φινιστρίνια, στὴ καμπίνα ποὺ εἶχα, στρογγυλά,
ποὺ μοιάζανε πολλὲς φορὲς ἐμένα νὰ κοιτᾶνε,
εἶχαν στεφάνια γύρω τους σὰν στόμα ποὺ μιλᾶ
μὲ ὕφος μᾶλλον στοργικὸ σὰ νὰ παρακαλᾶνε.
 
Στοὺς μῆνες, ποὺ ταξίδευα μὲς στὸν γαλάζιο ὑγρότοπο,
- κι ἀφοῦ ὁ ἥλιος τὴν πορεία του εἶχε πάρει -
τὰ ἔνιωθα νὰ μοῦ πετοῦν ἀχτῖδες καταπρόσωπο
καὶ νὰ μὲ προκαλοῦν μὲ πονηριὰ καὶ χάρη.
 
Ἄλλοτε πάλι, τά 'νιωθα νὰ μὲ συνωμοτοῦν,
νὰ κλυδωνίζουν μόνα τους νὰ στρέφονται σὲ μένα,
νὰ μοῦ ζητᾶνε ἐκστατικὰ νὰ μάθουν νὰ μιλοῦν
στὶς μοναξιᾶς τὶς ὧρες μας, νὰ ποῦμε περασμένα.
 
Δύο ματάκια γνώρισα, στὸ χρῶμα του τοπάζιου.
Ἴσως, τὰ πιὸ πραγματικὰ ζεστὰ κι ἀγαπημένα.
Μέσα τους, ἔβλεπα τὸν κόσμο τοῦ γαλάζιου,
καὶ στὴν καρδιά μου, μείνανε βαθιὰ καὶ ριζωμένα.
 
 
12 - 1977
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σαγκάη
  
Στὸν Παῦλο Τσαλπαρασίδη
 
Παῦλο,
 
σοῦ γράφω ἀπὸ τὰ "σπίτια" στὸ ποτάμι
καθὼς ψαρεύω, συντροφιὰ μὲ μιὰ Κινέζα.
Κρατᾶ μακρὺ μέσα στὰ χέρια της καλάμι
κι ἔχει δολώσει σκαρτσιμὰ τὴ μεσσηνέζα.
 
Ἐδῶ, τὸ ρύζι προσκυνᾶνε γιὰ καρπό τους
κι ἔχουνε γοῦστο τους τὴ μέντα καὶ τὸ κάρυ.
Φοροῦν στὴ βόλτα τ' ἀκριβά τα κιμονό τους,
καὶ κάνουν βήματα κοφτά, ξέρεις, μὲ χάρη...
 
Στὰ πάρκα, θέλοντας νὰ κάνουνε ἀστεῖα,
μᾶς δείχνουν δράκους καὶ προτάσσουνε τὰ στήθη!
Μὲ τὴ φωτιὰ νὰ συνεπάρει ἀπ' τὴν ἑστία
καὶ τὶς σκιὲς νὰ ζωντανεύουν ἀπ' τὰ τείχη...
 
Παῦλο, σὰν φύγω ἀπ' τὴ Σαγκάη ἕνα πρωί
καὶ θά 'χω ἀφήσει πίσω ἔκδηλα τὴ λύπη,
θὰ μοιάζει ὁ ἔρωτας νὰ φεύγει τὴν αὐγή
καθὼς θὰ βλέπω ἀνατολὴ· καὶ θὰ μοῦ λείπει...
 
2 - 1978
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

Ἔτσι...
 
 
Ἔτσι, ὅπως θάμπωσε ἡ σελήνη
μὲ κεῖνο, τὸ χλωμό - κίτρινο φῶς ...
Νά 'ταν ὁ πόθος μου κρυφός,
μόνο γιὰ κείνη...;
 
Ἔτσι, ὅπως γνώρισα τ' ἀστέρια
καὶ τὸ γαλάζιο χρῶμα τ' οὐρανοῦ...
Νά 'ταν ἡ ὁμίχλη τοῦ πρωινοῦ,
ἡ τόσο αἰθέρια...;
 
Ἔτσι, ὅπως γνώρισα τὴν πλάση -
καὶ αὐτή μου ἡ πίκρα νὰ γραφτεῖ...
Νά 'ταν ἡ κτίση νὰ χαλάσει,
χωρὶς αὐτή...;
 
Ἔτσι, ὅπως στάλαζε ἡ βροχούλα,
καὶ σκέψεις ἔρχονταν στὸ νοῦ...
Nα 'ταν ἡ ἀνάποδη βαρκούλα,
κάποιου ἀλλουνοῦ...;
 
Κι ἔτσι, ὅπως θάμπωνε ἡ σελήνη,
μὲ κεῖνο, τὸ χλωμό - κίτρινο φῶς...
ἔγινε ἡ Θάλασσα καημός...
Ἔτσ' εἶν' ἐκείνη!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄλμπα
 
 
-Δροσοσταλάζει ὁ ἄνεμος, καὶ στῆς αὐγῆς τ' ἀγιάζι
θάλλουν τῆς θάλασσας μικρά, παράξενα λουλούδια...
-Ἄκου τὸν γλάρο, ποιητή, καὶ πές μου, γιατί κράζει
μὲ τοῦτα τ' ἀκατάληπτα τοῦ μισεμοῦ τραγούδια;
 
-Ποῦθε ἀνεμίζει ὁ γλάρος σου μὲ γελαστὴ τὴν ὄψη
καὶ σκώπτης μοιάζει, καθὼς λές, τραγούδια ποὺ πειράζουν;
-Στὸ ἀνάγερμα, κάθε φορὰ στοῦ μαχαιριοῦ τὴν κόψη
μοιάζουν οἱ τύψεις, θά 'λεγα, σὰν γλάροι ποὺ μοῦ κράζουν.
 
-Θὲς νὰ τοῦ ρίξω νὰ πληγεῖ, νὰ πέσει νὰ χτυπήσει,
ν' ἀφροκοπὰ στὰ κύματα μήπως σ' ἀναγαλλιάσει;
-Πλερέζα στ' ἄρμπουρο φορῶ κι ἔχω καιρὸ κινήσει
μιὰ βυθοκόρο, ψάχνοντας βυθό, νὰ μ' ἀγκαλιάσει!
 
-Τὸν πορτολάνο κράτησε γερά, στὰ δυό σου χέρια
καὶ δῶσε του μιὰ μολυβιά, μετὰ κι ὅπου σ' ἀρέσει...
-Στὸν ἀστρολάβο ρύθμισα τοῦ ὁρίζοντα τ' ἀστέρια
κι αὐτὰ, πού εἶδαν τὰ μάτια μου... Θεὸς νὰ συγχωρέσει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐξάντας
 
 
Κακότροπος ἔχω καιρὸ σὲ ἀπάνεμο ποδίσει
καὶ τὴ παντιέρα σήκωσα, μεσίστια στὸ κατάρτι.
Μ' ἔχουν ξεχάσει ὁλότελα, καὶ ποιός νὰ μὲ ζητήσει
ὅταν, κι αὐτοὶ ποὺ γνώριζα, μὲ σβήσανε ἀπ' τὸ χάρτη;
 
-Τί προδικάζεις; Στρέψετα πυξάρι τὰ κουπιά σου
καὶ βέργισε τὴ θάλασσα, διαπόρι ν' ἀνταμώσεις!
Κι ἂν οἱ καιροί, τὰ πάλλευκα γυμνώσουνε πανιά σου,
ἀπὸ τὸ κάσαρο, ἴσαμε τὴν πλώρη, νὰ τ' ἁπλώσεις!
 
-Θέλω πιαστῶ ἀπ' τὰ χάλκινα, τοῦ τρίποδου πισσέψη,
νὰ βαφτιστῶ καὶ μέσα του, σκουριὰ νὰ γίνω, θέλω!
-Τὸ ἀνεμολόγι ἀγάπησες, καὶ ποιός νὰ σὲ πιστέψει
ὅταν τὰ γράμματα, καιρό, μοῦ φτάνουν σὲ μπορντέλο;
 
-Τὸ σκέφτομαι, μῆνες πολλούς, προσάρτηση νὰ γίνω
καὶ δίπλα σας θὲ νὰ βρεθῶ μὲ μιὰ περπατησιά μου!
Μ' ἀνάθεμα τὴ θάλασσα, κι ἂν τὸ νερό της πίνω
αἷμα θὰ γίνει θάλασσα, νὰ σπάσει τὴν καρδιά μου.
 
-Ἀγάπα θάλασσες λοιπόν, παντρέψου τὴ Στριδώνα,
πιάσε βυθοὺς καί, πρώτιστα, δούλεψε μὲ τὴ στύση...
Διῶξε λεχώνα τὴν ξανθιὰ τὴ φίλη σου γοργόνα
καὶ στεῖλε την στὴ μάνα σου, νὰ τὴν παρηγορήσει.
 
-Τὸ καλντερίμι διάβαινα, τὸ πέτρινο δρομάκι,
κι ἀνασκιρτοῦσα μέσα μου καθὼς γιὰ νὰ σὲ δῶ!...
(Ἀνασκευάζω σήμερα σὰ νά 'μουνα παιδάκι,
ὅμως, ἤμουν ἀνέργαστος, μικρὸς νὰ συντηρῶ!)
 
-Μόλησα τὴν καλούμα σου, ἐδῶ, ἀπ' τ' ἀνηφόρι
καὶ νὰ σ' ἀδράξω θέλησα, παιδὶ ποὺ λαχταρῶ.
Τὴ ρεντιγκότα φόρεσε, τ' ὄμορφο πανωφόρι,
κι ἂν σὲ κρατοῦν τὰ κύματα, κάτσε, ὅσο καιρό...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ναύδετο
 
 
-Καθὼς θὰ λύνω κάθε κόμπο τοῦ σταυροῦ,
σ' ἕνα ποδόστημα θὰ γράψω σερενάδα
νὰ σ' τὴ σκορπίσω στὸν ἀγέρα, μὲ λιακάδα...
-Ψέματα λές, στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ
 
μαΐστρος φύσηξε, καὶ σ' ἄκουσα νὰ λές:
"Ἕνα κοχύλι θὰ κρεμάσω στὸ λαιμό σου..."
Ὅμως, τὸ ξέρω, εἶναι ἡ θάλασσα καημός σου
κι ἐσὺ βιγλάτορας· στὰ τείχη τοῦ βυθοῦ
 
ἦχο λεπτό, σοῦ μινυρίζει ἕνα τραγούδι
ὁ παντοδότης Ποσειδῶνας φύλακάς σου.
Βρῆκε λιμάνι ἐπὰ στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς σου...
-Ἔλα, τῆς θάλασσας ἀνέγγιχτο λουλούδι,
 
πάνω στὸ κῦμα, μ' ἕνα σέπαλο ἂς μὲ φτάσεις
μεθυστικό, νὰ μὲ δροσίσει τ' ἄρωμά σου!
Νύχτα, στὸ γραῖγο ἔχω βαφτίσει τ' ὄνομά σου
"Ὄρκη..." Σὲ ναύδετο προσμένω νὰ περάσεις...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Θαλασσοκόρη
 
 
-Φέρνω νυχτέρι ἀπὸ παλιὸ Σαντορινιό
καὶ μιὰ μποτίλια μαυροδάφνη ἀπὸ τὴν Κρήτη.
Μέσα σὲ πήλινο, ἀρχέγονο ἀπ' τὴ Χιό,
πού 'χε μεθύσει ὁ Ποσειδῶν την Ἀμφιτρίτη.
 
-Ἔλα!... Θὰ σοῦ 'χω ἕνα τραπέζι προσφορές
κι ἀπὸ φουντάδο, ἀσημόφτιαχτο δικέλλι.
Τὰ δισκοπότηρα, μυθώδη ἀπ' τις Αἰγές,
ποὺ τά 'χε τάξει ὁ Μακεδόνας στὴ Νεφέλη.
 
Τὴν ὑπνοφόρο μαυροδάφνη σοῦ θ' ἀνοίξω
ποὺ τὴν ἀνάσα, ξαναδίνει τοῦ πνιγμένου.
Καὶ πλάϊ στὸ θρόνο τοῦ Θανάτου θὰ τὴ ρίξω,
τὶς Ἐρινύες νὰ μεθῶ τοῦ ἀδικημένου.
 
Καὶ τὴν αὐγή, μὲ τὶς καλόμορφες Νηρηίδες,
θὰ ταξιδέψουμε μαζὶ γιὰ τὴν Ἀθήνα.
Καθὼς θὰ φτάνουμε ἀνοιχτὰ στὶς Σκειρωνίδες,
ἀπ' τὰ βαθιὰ θὰ ξαναδεῖς τὴν Ἐλευσῖνα.
 
-Μῆνες φορτώνω ἀπ' τον Εὐφράτη κεχριμπάρι.
Τοὺς πειρατὲς χτυπῶ νὰ φτάσω στὴ Μελίτη.
Γιὰ τὸ Σιπάρ, μάλαμα φέρνω σὲ πιθάρι,
ἀπὸ ρεσάλτο στὴ Φοινίκη.
 
Θὰ γίνω κάτοικος καὶ σχῆμα αὐτῆς τῆς ἄμμου.
Σημίτης σκλάβος στὴν κοιλάδα τῆς Νιπούρ,
γιὰ νά 'βρω διάδημα σμαράγδι τῆς Περγάμου
νὰ σ' τὸ φορέσω στὴν ἀρχαία στοὰ τῆς Ὄυρ.
 
Σμίλη προβάρω νὰ χαράξω τὸν γρανίτη.
Βραχογραφὼ τὴν Ἀμορίτικη μορφή σου.
Καὶ μιὰ βραδιὰ στὸ καπηλειό του Ἐλαμίτη,
μεθῶ γιὰ πάντα μὲ τὸ νέκταρ τῆς ψυχῆς σου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ναϊάς
 
 
-Ἔλα γοργόνα, Ναϊάς,
Νηρηίδα τοῦ Αἰγαίου!...
 
Ἀχείμαντος θὰ καρτερῶ
τ’ ἀχείλι νὰ φιλήσω·
χαλίστρωτο, νὰ περπατᾶς
στὸ λάμπος, μὲς στὴ λόχμη
 
θὰ σ' ἀγρικὼ κατάνακρα,
θ’ ἀλαλαγὼ στὸν βράχο.
 
Κι ὅταν τὴ ρήχη, θὰ διαβεῖς
πεζὴ πάνω στὸ κῦμα,
θὰ σοῦ συρίξω μιὰ φορά,
κοντὰ νὰ σὲ προπέμψουν
 
ἑφτὰ γοργόνες τοῦ βυθοῦ·
σὲ μένα νὰ σὲ δώσουν.
 
-Τὸ ἀλόγημά σου, βιαστικό
νὰ ρθῶ μέσα στὸ Μάη...
Μ’ αὐτὸ τὸ γράμμα, ἐρωτικός -
περίχαρος λογιάζεις
 
πὼς ἔχεις πόθο, ἔγνοια τοῦ νοῦ
μιὰν ἀπαρχή, ποὺ θά 'ρθει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σθενώ
 
 
«Κυκλόφερνε ἡ Σθενὼ μέσα στὴ νύχτα
φιδογλιστρῶντας στὰ νερὰ τῆς καταιγίδας.
Τὴν ξέκρινα στὴ λάμψη τῶν κεριῶν
στὸ κῦμα τῆς ὑδάτινης παγίδας».
 
..............................
 
Στραφτάλιζε βαρὺ ἅρμα ὀχτάτροχο
στὴ ρούγα τοῦ βυθοῦ γιὰ τὰ ταξίδια.
Στὸ ξάγναντο οἱ κοπέλες μὲ τὰ γλύφανα
λαξεύανε τοῦ θρόνου τὰ πλουμίδια.
 
Συνόδευαν στὸ πλάϊ ἑφτὰ δελφίνισσες
μὲ κάτασπρους ἀσφόδελους τοῦ πόνου.
Καὶ σπάγανε μὲ σάλαγο τὰ κύματα
μικρὲς θαλασσοκράτειρες τοῦ θρόνου.
 
Μνημόνευαν σοφοὺς πάνω στὸ δῶμα της
ποὺ σύριζαν βαριὰ μὲς στὸ σκοτάδι.
Στὸ θάμπος τῶν κεριῶν ἔμοιαζαν δαίμονες
ποὺ πέταγαν πηγαίνοντας στὸν Ἅδη.
 
Ἀνέβαζαν πνιγμένους ὅπου γνώρισαν
τὸν θάνατο, κρυμμένοι στὴν ἀγκάλη τους.
Νεράϊδες τῶν βυθῶν σκουτιὰ τοὺς ντύνανε
καθὼς ἡ νύχτα σκέπαζε τὰ κάλλη τους.
 
Ὀμόθρονη στὸ ἐφτάπυλο τοὺς δίκαζε
μαντάτορας, πιστή της Ἀμφιτρίτης.
Καὶ πίσωθε ὁ Πρωτέας διαβολόσχημος
ν' ἀλλάζει, καὶ νὰ παίρνει τὴ μορφή της.
 
Παντόθες ὀδυρμός, μέσα στὸ δῶμα της
συνάρχοντες, φρουροί, νεκρὸς ποὺ ἀγκομαχοῦσε.
Στὸ φλίισμα του ἀκρόβραχου μὲ ζύγωσε,
καὶ φώναξε ἡ Σθενὼ ποὺ ἀχολογοῦσε:
 
"Θὰ μοιάζω ἀπὸ συθέμελα στὴν Ἔριδα!
Σὰν βράχος, ποὺ τὸ κῦμα μαστιγώνει.
Βαριὰ ὅμως κατάρα στέκει ἀπάνω μου
ποὺ τώρα χίλια χρόνια μὲ πληγώνει.
 
Ἂν σ' ἔκαμα νὰ κλάψεις, γιὰ ὅ,τι ἀντίκρισες
ἀκούμπησε ἅμα θέλεις πάνωθέ μου.
Ὁ θάνατος κι ἂν χτύπησε ἀλάθητα
ἀνάλαφρη πνοὴ μοιάζει τοῦ ἀνέμου.
 
Πολύχρωμο χαλὶ σκέπει τὰ πέρατα!
Μὲ πορφυρὸ ὁ ἥλιος βάφει ὅλα τὰ νέφη.
Κι ἀποκοιμιέται - ἂν θές - ὁ πόνος μέσα μας
στοὺς ράθυμους ρυθμοὺς τὰ μάτια στρέφει".
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ὑδροδόκη
 
 
Χρῶμα γαλάζιο
πασίχαρο στὰ μάτια μου,
Δεκαοχτὼ χρονῶν.
 
Στὰ κύματα, νυμφεύτηκα
τὴν ἔκταση ὀμορφιά σου.
 
Στὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν σου, συλλέγω
ρανίδες λάμπουσες,
κι ἀνάγλυφες βαθύχροες θαλασσόπετρες.
 
Θαυμαστικὸ σοῦ τ' ὄνομα!
Νὰ μοῦ σκορπίζεις, κι ἐγώ
δοξαστικὰ νὰ σὲ συλλέγω...
 
-Ὅταν θὰ γίνεις
σκοτάδια σχήματα, καλόμορφε,
θὰ σὲ διακρίνω!
Γενάρη μῆνα,
καθὼς θὰ ντύνουν
σκουτιὰ τὴ σάρκα σου,
ἄρμη καὶ ψῦχος.
 
-Σὲ σχήματα,
ἐνάλιος γύρισα
νὰ σ' ἀντικρίσω
στὸ λυκαυγές,
σὲ βράχο,
- Νὰ σπάζει ἀφρός -
κι ἐσύ
γύρω του ἀσώματη
ν' ἀσθμαίνεις,
αἰφνίδια,
λεύτερη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀντιπαραθέσεις
 
 
-Μὲ κρατοῦσες· καὶ μ' ἔχασες σὲ μιὰ μάχη τοῦ νόστου.
Οἱ καιροὶ δὲν τὸ θέλησαν νὰ μὲ δεῖς ἄλλο πιά.
-Ἀπ' τὸν Ἔρωτα κρύφτηκες πρὶν ξυπνήσει ὁ σκοπός του
καὶ στοχεύσει τὰ βέλη του, στὴ δική σου καρδιά.
 
Μοιάζει κάποιος νὰ σοῦ 'κλεψε τὴν ἀγάπη στὸ ζύγι.
-Ἡ σκουριὰ πού 'δα στ' ὄνειρο σὲ καδένα χρυσῆ.
-Ἀπ' τὴ στάμπα ποὺ μοῦ 'φτιαξες μεῖναν γλάροι πιὰ λίγοι.
-Θά 'ν' ἡ ἀγάπη ποὺ φτέρωσε σ' ἄλλο μπράτσο - νησί.
 
-Κάμα ἡ γλῶσσα σου δίκοπη, βλέπω τὸ αἷμα ποὺ στάζει.
-Κρεμασμένος μοῦ φαίνεσαι σὲ κατάρτι ψιλό.
-Μὲ σιμώσανε θάνατοι, δές, τὸ σῶμα μου ἀλλάζει.
Κοίταξέ με. -Τί σοῦ 'φταιξα. -Ἄφησὲ με. -Γελῶ.
 
Μύρα ὀσμίζομαι κι ἔρωτα. Τί τὸ σῶμα σου, λούζεις;
-Δανεική... Ποιός σὲ κράτησε στὴν ἀπόψε ἀγκαλιά;
-Κάποιο χέρι σὲ χάϊδεψε καὶ παράταιρα σκούζεις.
-Ἴδιο χέρι... (Μὴ νιώσει... στὴ σκληρή της καρδιά).
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Νίνα
 
 
Μία νυχτιὰ φθινοπώρου, στοὺς κορμιοῦ της τὴν αὔρα
ὡς ἀφέθηκες, εἶπε: "Πῶς σ' ἀγάπησα, τόσο..."
Τοῦ κορμιοῦ της τὸ θαῦμα ποὺ λικνίζονταν, ὅσο
τὸ κοιτοῦσες στὸ τζάμι τοῦ κλειστοῦ παραθύρου
 
σὲ συνέπαιρνε! Καὶ εἶδες, τὴ φυκιάδα της κόμη
σὰν πολύσπερμο δάσος, στοῦ γκρεμνοῦ της τὴν πλάτη.
Καὶ στὸ μπλὲ τῶν ματιῶν της, στῶν ἀκτῶν τους τὴν ἄκρη,
εἶδες μέσα καράβια ν' ἀρμενίζουν, τοὺς πόντους.
 
Πόσες ἄγκυρες, ξέσυρες γιὰ νὰ φτάσεις καὶ πάλι
στερημένος, νὰ πέσεις στὴ γλυκιὰν ἀγκαλιά της.
Μὰ σὲ πεῖσμα, τῆς μοίρας σου τὸ κῦμα, ζητοῦσε
τὸ γαλάζιο μονόρουχο κάποιας θάλασσας ἄλλης...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀπόπλους
 
Στὴν Andrelina de jesus
 
 
-Σέλωσε ἀπόψε τ’ ἄτια μου
νὰ πᾶμε στὴν Καλλίστη.
-Θάλασσες θέλω μάτια μου
νὰ προσκυνῶ μὲ πίστη.
 
Στὶς ἄκρες νά 'χει ὁ Βοθνικός
νεράϊδες στ’ ἀκρογιάλι,
καὶ ὁ ἀσκὸς Δωδωνικός
νὰ ρέει στὸ περιγιάλι.
 
Πάνω σὲ ράχες δελφινιῶν
ὀλόταχες γοργόνες·
ἑφτά, ντυμένες τῶν ἀφρῶν
κι ἀλάργα στοὺς χειμῶνες.
 
Ὁ ἁρματηλάτης Ποσειδῶν
νὰ στέκεται σιμά μου,
καὶ μὲ τὸ νέκταρ τῶν νερῶν
νὰ εὐφραίνει τὴν καρδιά μου.
 
-Μὲ τὴν ὀρμήνια τῆς γοργόνας
γι' ἄλλα πελάγη κίνησε!
Γίνε καρπός της ἀνεμώνας
κι ὅλο τὸν κόσμο γύρισε.
 
Μ' ἕνα Σταυρὸ πάνω στὸ ξάρτι
κι ἄγκυρα στὴν καδένα του,
θαλασσινὸ χάραξε χάρτη
μὲ τὸν λαμπρὸ πυθμένα του.
 
Κάτασπροι δίπλα σου οἱ γλάροι
τὰ πρωινὰ νὰ τραγουδοῦν,
καὶ τὰ μεσάνυχτα οἱ φάροι
μὲ ἀναλαμπὲς νὰ σὲ ὁδηγοῦν.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄλλη δὲ θέλω
 
 
Ἄλλο δὲ θέλω, ἀπὸ νὰ ζῶ μὲς στ' ἀφρισμένα της μαλλιά,
τὰ πότε ἀγριεμένα,
κι ἄλλοτε μέσα στὰ νερὰ ποὺ μὲ γεμίζουνε χαρά,
τὰ ἤρεμα ἀφημένα.
 
Ἄλλη δὲ θέλησα, γιατί ὅσες κι ἂν ἔζησα πολύ,
αὐτή μου ἐστάθη,
κι ὅπως μὲ θέλησε κι αὐτή, ἔτσι τὴ θέλησα, γιατί
δὲν εἶχε λάθη.
 
Ἄλλη μποροῦσα ν' ἀγαπῶ, ὅμως αὐτὴ σκέφτομ' ἐγώ,
αὐτὴ καὶ μόνο.
Αὐτή μου γέμισε χαρὰ τὴν πληγωμένη μου καρδιά,
αὐτὴ στὸν πόνο.
 
Ἄλλη δὲν ξέρω, ὅπως αὐτή, κι ἅμα τὸ θέλησε κι αὐτή
πληγὴ νὰ γίνει...
πρὶν πρὸς στὸ θάνατο σπρωχτώ, θὰ θέλω νὰ τὴν ἀγαπῶ,
ὅσο κι ἐκείνη.
 
Ἄλλο δὲ θέλω, ἀπὸ νὰ πῶ: Πὼς ὅταν μέσα μου ποθῶ,
νά 'μαι κοντά της,
πόσο τὸ θέλω νὰ πονῶ, γι αὐτὸ καὶ τῆνε στιχουργῷ,
ζῶντας μακριά της...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ἄλιος γέρων
 
Ἂς ὑποθέσουμε
 
Πὼς ὁ ἥλιος ἐξώθησε, ἢ γκρεμίστηκε, πέρα!
-Τί μικροὶ θὰ φαινόμασταν τῶν ἐκείνων στιγμῶν...
Τῶν ἀστέρων ποὺ θά 'σβηνε, ἡ πολύφωτη βέρα,
θὰ θρηνοῦσε στὰ δάχτυλα τῶν λαμπρῶν ποιητῶν.
 
Πὼς ἡ νύχτα ξεχάστηκε, πὼς λησμόνησε ἡ μέρα.
Πὼς ἡ φύσις ἀντέδρασε σὲ μιὰ κάποια πληγή.
Πὼς οἱ κόρες γεννήθηκαν σὲ μιὰν ἄκαρπη σφαῖρα.
Πὼς τὰ δέντρα μαράθηκαν μὲς στὴν ἄνυδρη γῆ.
 
Ἂς ὑποθέσουμε
 
Πὼς τὰ σπίτια μας πέσανε, πὼς οἱ γιοὶ μας πεθάναν.
Πὼς αὐτοὶ ποὺ γνωρίζαμε δὲν ὑπάρχουνε πιά.
Ἴσως, κάποιοι, ποὺ θά 'μεναν, νὰ ρωτοῦσαν: "Τί κάναν;
Δείξατέ μας, τῆς ἔπαρσης τὴν παλιὰ τὴ γενιά".
 
Πὼς κι ἐκεῖνοι, πεθάνανε. Πὼς πρωτόζωα ξανάρθαν.
Πὼς ὁ ἥλιος, λαμπρότερα θὰ σκορποῦσε στὴ Γῆ.
Μά... τὰ μίση, τὰ πάθη μας, - φονικὰ ποὺ ματάρθαν -
ἔτσι, ἀέναα θὰ σκότιζαν πάλι αὐτὴ τὴ ζωή...
 
Ἂς ὑποθέσουμε
 
Πὼς ἐσένα, ποὺ ἀγάπησα, νὰ μὴ θέλουν νὰ ὑπάρχεις.
Πὼς οἱ λέξεις πιὰ στέρεψαν κι ἴσως, ἴσως κι ἐσύ.
Ὅμως, πάντοτε, Θάλασσα, τὴν ἀγάπη μου θά 'χεις,
κι ὡς τοὺς ὕστερους στίχους μου, θὰ σὲ πλέχω χρυσῆ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χωρὶς Γῆ
 
 
Μὲ καράβι στοιχειωμένο ταξιδεύουμε καὶ πᾶμε
μέσα σὲ ἄγνωστα πελάγη ξένου κόσμου ἀλαργινοῦ,
μὲ δυσδιάκριτη σημαία σ’ ἄλλα σύμπαντα περνᾶμε
ἀγναντεύοντας τ’ ἀστέρια κάποιου ἀλλοτινοῦ οὐρανοῦ.
 
Διάσπαρτα νησιὰ καὶ τόπους διερευνοῦμε στὸ σκοτάδι
δίχως νὰ γνωρίζουμε ἄλλο παρὰ ἡ τύχη ποῦ μᾶς πάει,
κι ὅσο βέβαια θέλει ἀκόμη τῆς ψυχῆς μας τὸ ἔνθεο λάδι,
ζωντανοὺς γιὰ νὰ μᾶς ἔχει καὶ νὰ μᾶς φεγγοβολάει.
 
Πίσω ἡ Γῆ σκοῦρα φαντάζει καθὼς σβήστηκε γιὰ πάντα
κι ἦταν ἡ ἔπαρση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μᾶς ἔφερε ὡς ἐδῶ,
νὰ γυρεύουμε ἄλλους τόπους τὸ ἔτος δύο χιλιάδες τριάντα
δίχως μί' ἄνοιξη μὲ τ’ ἄνθη ποὺ χαιρόμουν νὰ μαδῶ.
 
Δίχως θάλασσες καὶ κάμπους καὶ χωρὶς πιὰ τὴν πατρίδα
θά 'ναι ἀνώφελο ταξίδι κι ἡ χαρά μας λιγοστή,
δίχως συγγενεῖς κι ἀδέρφια πῶς μὴ νιώσεις ἂν ἡ ἐλπίδα
μέσα στὶς καρδιὲς δὲν θέλει νὰ τσακίσει σὰν κλωστή.
 
Ὅλα μάταια μᾶς φαντάζουν κι ἔτσι ποὺ ὁ καιρὸς περνάει
μόνη θύμηση καὶ εἰκόνα, τῆς ἰαχῆς ὁ ἀλαλαγμός...
Δίχως ἥλιο, δίχως τόπο, δίχως ποῦ ἡ χαρὰ σκορπάει:
Εὐτυχὴς ὅποιος δὲν εἶδε πῶς τῆς Γῆς ἤρθ' ὁ χαμός.
 
.............................................
 
Κι ἔτσι πιὰ λίγοι καὶ μόνοι σ’ ἕναν ἄγνωστο κινοῦμε
κόσμο, ἀταίριαστο στὰ μάτια τὰ δικά μας, θλιβερό,
καὶ στὸ ἀτέρμονο ταξίδι βάρδια τ’ ἄπειρο ἐρευνοῦμε
λάμνοντας, μ’ ἕνα καράβι ρημαγμένο ἀπ’ τὸν καιρό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σελήνη
 
 
Ἂς κληρωθεῖς ποῦ σκέφτεσαι, σελήνη.
Κλίνη ἀκριβῆ νὰ γείρεις,
νὰ μὴ ξοδεύεσαι
στὶς κουπαστὲς τῶν ἀναχωρητῶν,
πειθαρχῶντας στὶς μνῆμες των...
 
Χαρτογραφῶ σέ, νύμφη ἀστρική
καὶ χλωμὴ περιδίνηση.
Καὶ πάσχω εὐγνωμοσύνης
σὲ κάθε μου στόχαση.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σελήνη II
 
 
Σὰ νύφη κρινοστόλιστη καὶ σὰν ἀμυγδαλιά
μοιάζεις χλωμὴ σελήνη,
κι ἄλλοτε μὲ γυμνόστηθη πανώρια κοπελιά,
ποὺ τὸ κορμί της γδύνει.
 
Φαντάζεις ἔτσι ὡς σὲ θωρῶ ἕν' ἀκριβὸ πετράδι,
καθὼς σὲ δαχτυλίδι,
μακριὰ καὶ γύρω ἀπὸ τῆς Γῆς τ' ἀπόμακρο σκοτάδι,
φανταχτερὸ στολίδι.
 
Ἔλα κι ἀπώθησε σιμὰ τ’ ἀργυροκέντημά σου,
νὰ καμωθῶ στὸ φῶς σου,
νὰ πάρω ἀπὸ τὸ κέντημα κι ἀπὸ τὸ κόσμημά σου,
νὰ δῶ τὸ πρόσωπό σου.
 
Ω, νύφη, ἀσημόφτιαχτη καὶ ἀκριβοθωροῦσα,
πού 'θελα ἐγὼ κοντά σου,
πού 'θελα γιὰ νὰ σὲ ντυθῶ ἐγὼ ἡ μαυροφοροῦσα,
φορῶντας τὰ πλεχτά σου.
 
Ἔλα μου, κύκνε ἀέναε τῶν ἀργυρῶν ὀνείρων,
καὶ γεῖρε στὸ κρεβάτι,
νὰ σοῦ γνωρίσω τ' ἄνθη μου κι ἀπ' τὴν ὀσμὴ τῶν μύρων
τὰ κρίνα, τὴν ἐλάτη!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς θάλασσας ΧΙ
 
 
Σὰν ὁ νοῦς ποὺ θυμᾶται καὶ μὶ’ ἀνάμνηση κλείνει,
ὁ δικός μου, καράβι μ’ οὐρανὸ καὶ σελήνη.
Ἀρυτίδωτες θάλασσες φέρει μέσα· ποτές
τὰ γλαρόπουλα πάνω τους μὲ φτεροῦγες κλειστές.
 
Βασιλέματα – θαύματα ποὺ ὁ Θεὸς ἔχει χτίσει,
δὲν θυμίζουνε διόλου ζωγραφιᾶς νεκρὴ φύση.
Τοῦ πρωινοῦ κεῖνο τ' ἄστρο, ποὺ τὸ λὲν αὐγινό,
δὲν ἀφήνει τὰ χρώματα νὰ ριφθοῦν στὸ κενό.
 
Ἥλιος! κόλποι καὶ βράχια καὶ κεῖ πάνω γοργόνες,
μελετοῦν μὲ τ’ ἀνθόζωα – τὶς μικρὲς ἀνεμῶνες.
Φιλογέλωτας λέοντας μὲ μιὰ φῶκια Monachus...
καὶ τὰ φύκη χορεύοντας νὰ χαϊδεύουν τοὺς βράχους.
 
Ἔτσι, ἡ σκέψη ποὺ θέλει καὶ σ’ ἀνάμνηση λύνει,
ν' ἀρχινᾶ τὸ ταξίδι πρέπει ὡς... τὴ σελήνη.
Ἔγνοια μόνη, νὰ τά 'χει μέσα ὁ νοῦς φυλαγμένα,
σὰν κρυστάλλινα κάποιας συλλογῆς, προσεγμένα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐν πλῷ
 
 
Ἡ ἀφροντυμένη θάλασσα, τοῦ νόστου ἡ ἐρωμένη,
ἦρθεν ἀπόψε ὑπό το φῶς τοῦ φεγγαριοῦ λουσμένη,
καὶ στὸ δικό, ἀσυντρόφευτο μοναχικὸ κρεβάτι...
Ἔνοχο στάθηκε φιλὶ στὰ χείλη μου τ’ ἁλάτι.
 
Ρῖγος στὸ νοῦ μου, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ κορμί μου ρίγη,
ὥσπου τ’ ἀχτένιστα μαλλιά της μάζεψε νὰ φύγει.
 
Δίχως φωνή, ψιθύρισα: «Μόνον αὐτό, θυμήσου...
Ἐντὸς μου φέρω ἀπὸ τὰ χτὲς τὸ τρυφερὸ φιλί σου».
Ὕστερ’ αὐτὴ βυθίστηκε στὸ πέλαγο κι ἐχάθη.
Ἀπέμεινα, νὰ τὴν θωρῶ ποὺ χάνονταν στὰ βάθη.
 
Εἶν’ ὁ καημός μου, ἀβάσταγος! Τοῦ Ἔρωτα ἡ παλάμη,
δόλωνε ἀγκίστρι κι ἔριχνε στοὺς πόντους τὸ καλάμι.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀτλαντίς
 
 
Μὲ τὴν πλεύση μου θά 'θελα
ν' ἀντικρίσω σε, πόλη στὴν ἄρμη,
βαπτισμένη στὰ δάκρυα τοῦ ἀλμόλοιπου.
 
Νὰ σὲ δῶ στῶν ἀφρῶν την ἀθάλη
ὡς ἀνθὸ τῶν κοράλλινων κάμπων,
ἀγριλίδα στὴν ἔνυδρη φύση.
 
Στὴν εἱρκτὴ μοναξιὰ τῶν κυμάτων
τῶν καημῶν νοσταλγός σου νὰ γίνω,
στὸν ἀπόμακρο ἀχὸ τῶν Σειρήνων.
 
Στὴν ἀπάνεμη ἀγκάλη τῶν βράχων
Ἀτλαντίδα νὰ ρθεῖς στὸ σκοτάδι,
μὲ τὴν πλεύση μου θά 'θελα!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ὀξυτέρα Ἐγγυτάτη
 
Στὸν Βαγγέλη Παπαθανασίου
 
-Ρέουσα κοινότητα παντοδύναμη,
μακρινὴ Ἀνδρομέδα προῆλθες·
μυθικὴ στὴν ἄβυσσο.
 
-Στὴν αἰθρία,
κατοικῶ τὴν ξηρὰ κυματοῦσα,
ἀνωνύμων συρρέω ἀκρομόλων.
 
Σὲ κοιλάδα θολή, βυθισμένη
καρτερῶ μυστικῆς ἀμμοδόκης.
 
-Παντοδότειρα!...
τοὺς λαοὺς ν' ἀναθρέψεις,
στὸν ἀφρό της Μεσόγειος.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὁρίζοντας
 
 
Διαβάτες σιωπηλοὶ μοιάζουν τὰ κύματα
Θολὰ φαντάσματα τὰ σύννεφα ποὺ φτάνουν
Πρόβαλε κι ὁ θόρυβος ποὺ κάνουν
Σειρῆνες στὸ στρατί του μισεμοῦ
 
Μὲ σκέψεις ποὺ τὶς διάβρωσε ἡ ἁρμύρα
Συχνὰ παραλληλίζουν πὼς ἡ μοῖρα
Τὶς στέλνει σ' ἀφιλόξενες πατρίδες
Ἀκοίμητες στὰ μάτια τὶς κοιτάζουν
Τὰ χείλη τους κινοῦν καὶ τὶς προστάζουν
Σιωπή
 
Στοὺς νυχτοφώτιστους φανοῦς
Σπουδὴ θὰ πάθουν καὶ φοβέρα
Ἀλλιώτικη τοῦ ξίφους ποὺ ἀντικρίζεις
Κατάβαση ἀστραπῆς φτάνει μιὰ μέρα
Κι ἐμεῖς
 
Σὲ τοῦτο τὸ στρατί του μισεμοῦ
Ταξίδι μὲ τὸ φῶς καὶ τὸν ἀέρα
Τ' ἀμπάρια μας δοσμένα σὲ μιὰ ρότα
Φορτώσανε τ' ἀστέρια τ' οὐρανοῦ
Σὰν πρῶτα
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀστρολάβος
 
Στὸν Νῖκο Καββαδία
 
-Τὸ ἱστορικό σου τό 'γραψες μὲ τὸ φελὶ τοῦ βράχου
καὶ χάραξες μὲ μί' ἄγκυρα βυθοὺς τοῦ ὠκεανοῦ.
Εἶχαν πληγὲς τὰ μέλη σου, πληγὲς λοξὲς τοῦ ἀμάχου,
πού 'χει γνωρίσει θάλασσες κάτωθε τ' οὐρανοῦ.
 
-Τὸ σκουλαρίκι χρύσωσα, μέλημα τῆς θαφῆς μου.
Τῆς ἐκκλησιᾶς τὰ σύμβολα κρέμασα στὸ λαιμό.
Στὸ ξέθωρο, κάπως λευκὸ τῆς ναυτικῆς στολῆς μου,
φέρω ναυάγια, κι εὔχροο πανσπερμικὸ βυθό.
 
-Εἶσαι τὸ σφύριγμα χορδῆς στὸν μυθικὸ ἀέρα!
Ὁ γητευτὴς τῆς θάλασσας βαθιὰ στὶς ἀποικίες.
Εἶσαι μιὰ γέννηση διαρκής, στὸν ὕφαλο καὶ πέρα
ἕνας βυθὸς ἀντίθετος στὶς τυμπανοκρουσίες.
 
-Στοίχειωσα κάτου ἀπ' τ' ἀστρικά, στὸ φῶς του σημαντήρα,
κι ὡς στιχουργὸς τῆς θάλασσας ἀχός, μνῆμες θὰ ραίνω.
Μακρόσυρτα λυπητερὸς ζυγώνω ἀπ' τὴν πορφύρα
καὶ γλάρος μέσ' ἀκούγομαι, στὰ βάθη της νὰ κρένω!...
 
-Στὴ γλωσσική σου ἔκφραση, μεθῶ πολλά, καὶ λάβω
τὸ πρῶτο τῆς εἰκόνας σου, τῆς ναυτικῆς σου γνώσης!
Ἔχω καιρὸ στὰ χέρια μου ἕναν μικρὸ ἀστρολάβο
καὶ ψάχνω τὸν ἀστέρα σου, μὲ φόβο, πρὶν τῆς πτώσης ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ καράβι ΙΙ
 
 
Στάσου, καράβι σιωπηλὸ ποὺ πᾶς πρὸς τὴν αἰθάλη,
ποὺ στὴ νυχτιὰ λογίζεσαι καράβι φθονερό,
νὰ πάρεις ναύτη μεσιανὸ στὴν κόφα τὴ μεγάλη,
γιὰ τὸ στερνὸ ταξίδι του κεῖνο τὸ φοβερό.
 
Καὶ δῶσ' στὸ γέροντα σχοινὶ καὶ δεῖξε του νὰ πέσει
κι ἀπ' τὸ σκαρί σου, δέσε τον καλά, νὰ κρατηθεῖ
νὰ σύρεις ἀπ' τὴν ἄβυσσο ὅ,τι νεκρό σου δέσει,
νὰ βρεῖ κι αὐτὸς κάπου νὰ πάει γιὰ ν' ἀποκοιμηθεῖ.
 
Κι ἂν κοιμηθεῖ, δῶσε χαρὰ στὸ γέροντα τὸ ναύτη,
γαληνεμένη του ἡ ψυχὴ σὲ καθαρὰ νερά,
μὰ νά 'ναι γύρω φωτεινὰ σὰν φῶς φάρου ποὺ ἀναύτη,
νὰ ξαποστάσει τὸ κορμὶ ἐκεῖ ποὺ ἀστροβολά.
 
Καὶ δῶσε γύρω ζωντανὰ καὶ νά 'χει ἀπὸ τὰ μύδια,
καὶ δῶσε ψάρια τοῦ βυθοῦ νὰ βόσκουνε στὴν ἄμμο,
νὰ τοῦ χαϊδεύουν τ’ ἀχαμνὰ τὰ κόκαλα στολίδια,
ποὺ τόσο πολὺ πόθησε νὰ βρίσκονται κεῖ χάμω.
 
Καὶ δῶσε πέλαγο βαθὺ κι ὅλα τὰ μήκη δῶσ' του,
καὶ νά 'χει φύκη δροσερὰ μ’αχτένιστα μαλλιά,
καὶ νά 'ναι οἱ βράχοι σκελετοί, ρημάδια ἔτσι ἐμπρός του
γιὰ νὰ μπορεῖ, τὴ θάλασσα νὰ χαίρει ὅπως παλιά.
 
Στάσου, καράβι, γιὰ νὰ δεῖς ποὺ ἡσυχασμὸ δὲν ἔχει...
Βιάζεται! θέλει θάνατο σὲ χρόνο ἀληθινό.
Πῆρε ἡ ψυχὴ καὶ τὸν μισεῖ, κι αὐτὸς δὲν τὴν ἀντέχει.
Ἔλα καὶ πᾶρε τον μαζὶ σὲ τόπο ἀλαργινό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Λυκαυγῆ
 
 
Ἀρχαῖα κρυστάλλινα γύρω μας βλέμματα
φωτίζουν στὸ γκρίζο τῆς ἄναστρης νύχτας
σκιὲς τῶν βυθῶν λεκτικὲς σὰν τὸν ἄνεμο,
μὲ ὄψεις χλωμὲς στὴν διάφανη ὁμίχλη.
 
Κατόπιν βροχῆς τῆς πανσέληνης ἄνοιξης
περνοῦν συνετὰ τὴν ἀντίπλευρη ὄχθη
πλημμύρες μορφές, στῶν βυθῶν τὰ περάσματα
θρηνοῦν τὶς πληγὲς τῶν ἀνάσκελων βράχων.
 
Σκορπίζουν στὸ κῦμα διερχόμενοι ἀπρόθυμα
ἐντὸς τῶν ἀφρῶν τῆς ὑδάτινης κλίνης,
ἐνάλια ντυμένοι - γυμνοὶ ταξιδεύοντας
ἀλάργα στὴ χαίτη ἑνὸς ὄστρακου γόνου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀντιγνωμία Ι Ι
 
 
-Ὑγρὸς ἀνέκφραστος
Αἱμόφυρτος θνησιγενὴς βυθός
Ἀργό το φῶς
Κι ὁ θάνατος στὴ μνήμη μου:
Κραυγὴ σὲ φυσαλίδες.
 
-Μαθήτεψα στὸ σῶμα της, μικρὸς ἀφρόγλαρος
Ἰόνιος λευκοσκότεινος σωρείτης
Φεγγαροδέσμη τῆς νυκτός
Χαλκὸς ἀφρός
Κέλυφος· πότε νυκτικό.
Κλαδὶ ἀπὸ κρίταμο.
 
-Δυσδιάκριτα διαρρέει στὸ αἷμα σου,
Βοριᾶς φονικός,
Ὑγρὸς ναυσιπλόος θάνατος.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Νηρηίς
 
 
Στάθηκα λίγο ν' ἀγναντέψω ἀπὸ τὰ πέλαγα.
Εἶδα μιὰ πόλη, ξακουστὴ γιὰ χίλια χρόνια!
Στὶς πολεμίστρες κι ἀπ' τὰ τείχη τὰ αἰώνια,
μὲ χαιρετοῦσαν οἱ γενναῖοι, καὶ τοὺς γέλαγα!
 
Εἶδα καράβια, μὲ τελώνια καὶ αὐθέντες.
Ὅσους κουρσάρους ποὺ ποθοῦσαν τ' ἀψηλά της.
Τριγυρινά, καὶ στ' ἄλλα πέρατα κουβέντες
ἄκουγα μόνο, στ' ὄνομά της!...
 
Εἶδα κοντά της ἡγεμόνες, πλάϊ στὰ κύματα.
Τὴ συνοδιὰ τῶν διαλεχτῶν ἀπ' τα Βυζάντια.
Εἶδα σπιγούνους, νὰ τὴ σπρώχνουν τ' ἀποστήματα
στὸ μισεμό, καὶ στὴ κατάντια...
 
Εἶδα τῆς Δύσης ἄνεμο, τὰ στοιχειωμένα ζάρια...
Τὸν Ποσειδῶνα, πού 'βγαλε βούκινο στὸ κοχύλι.
Εἶδα καὶ τὰ νησόσπαρτα στὰ τοξωτά της χείλη,
τοὺς πειρατές, ποὺ φόρτωναν πραμάτεια της στ' ἀμπάρια...
 
Κων/πολη 1985
 
-Ἤθελα νά 'χα μιὰ ρακή, νὰ μέθαγα τὶς τύψεις
ν' ἀνέβω ἀπὸ τὸν Εὔξεινο στὴ στράτα νὰ μὲ βρεῖς!
Μὰ πρῶτα πές μου, τὴ χαρὰ καὶ πῶς θὰ τῆνε κρύψεις
ὅταν τὴν ἄμπωτη ἔρχομαι, ξανὰ γιὰ νὰ μὲ δεῖς;
 
-Πῆγα μακρὰν καὶ κρύφτηκα, στὴ χιώτικη τὴ ράχη
καὶ καθὼς ξέρεις, ἔφτασα στῆς Σμύρνης τ' ἀνοιχτά...
Ἂν μὲ ρωτᾶς ποιόν μούτισαν κοντὰ στὸ καταράχι,
δὲν μὲ λυγάει Κομιτατζῆς, στὸ θάνατο μπροστά.
 
-Ὥστε στὴν πόλη ἀνέβηκες, τοῦ πλοίου τὴ σκάλα πάνω
καὶ πολεμῶντας γύρισες στοῦ Πόντου τὶς σπηλιές;
-Ἔχω στὰ μάτια δυὸ στεριές, μὰ δὲν τὶς φτάνω.
Μοιάζουν τοῦ Αἰγαίου θάλασσες κι ἀκρογιαλιές.
 
Κων/πολη 1990
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Σάντα Μαρία
 
 
Στὸ μακρὺ ταξίδι τῶν βροχῶν
τὶς Ἀντίλας πέρασαν οἱ γλάροι.
Ἀπ' τὸ Πάλος σώπασαν οἱ φάροι
μῆνες τώρα· πέρα τῶν ἀκτῶν
 
νὰ μᾶς σέρνει πρύμα ὁ καιρός
δυτικὰ μὲ ἀπόκλιση δυὸ κάρτες.
Παλλινώριο πήραμε τοὺς χάρτες
καὶ ξοπίσω ἀνάμνηση ὁ ἀφρός.
 
Ὁ Μουσώνας μόνος ἁρμοστής
μάρτυρας τὸ κῦμα νὰ ὀδηγάει.
Ἀληγεὶς ἀνέμους νὰ σκορπάει,
τοὺς βυθοὺς νὰ παίζει ὁ ἀλχημιστής.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σύμβολο
 
 
Ὅταν τὴν πρωτοστόλιζαν, τὰ μάρμαρά της πάνω
τὰ σμίλευαν θαλασσουργοί, φάντες, μικροὶ τεχνῖτες
σὲ πλοῖα· γοργόνες λαξευτὲς σκυφτὲς στὸν πορτολάνο,
κάμναν σπουδὲς βαλλιστικῆς χτυπῶντας τοὺς κομῆτες.
 
Τὴν καλοχρόνιζαν πολλὰ κι οἱ χρυσολάτρες ἄντρες,
καὶ τὴν κερνοῦσαν, κι ἔπινε κρασὶ μαγαρισμένο.
Στὸ κομπολόϊ μετρούσανε κεχριμπαρένιες χάντρες,
κι ἔστεκε τέσσερις καιροὺς μ' ὄνομα ξεχασμένο...
 
Τὴν ἐστεμμένη θέλησα κοντὰ γιὰ νὰ τὴ φτάσω
καὶ προσδοκῶντας νὰ σταθῶ μπροστὰ στοὺς μυροφόρους,
γιὰ τὴν μερσίνη τῶν θεῶν κι ἐφέτος θὰ γιορτάσω
μὲ μισαλλόδοξο λαὸ κι ἀσκοῦντες μισθοφόρους.
 
Τὸ σμαραγδένιο δίπετρο μακρύ, λαμποκοπάει
καὶ πρὸς τὸ λόφο του Ἀρδηττοῦ μοιάζει νὰ ταξιδεύει.
Σ' ἕνα καμβᾶ κάποια μικρὴ τὴν Ἀθηνᾶ κεντάει
καὶ τὸ ρουμάνι τοῦ Ὑμηττοῦ στὰ χέρια της θωπεύει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ναυτίλος
 
 
-Κίνησα πάλι ἀπὸ νωρίς, νὰ ρθῶ νὰ σοῦ μιλήσω
γιὰ κεῖνα τὰ μεσόδρομα σινάφικα καράβια...
-Φύσηξε μεσοβέζικο, καὶ πῶς νὰ σοῦ μηνύσω
ποὺ τά 'χω ἀπίκου κρεμαστά, βαφτήρια, καὶ μοράβια;
 
-Αὐτή σου ἡ ἔκφραση... Λοιπόν, τρόπους δὲ σοῦ 'χουν μάθει;
-Ὀχτὼ βυζάχτρες χταποδιοῦ στὰ πόδια μου πλεγμένα...
-Ἐρασμική, ποὺ τοῦ 'μαθες τὴ γλῶσσα του μὲ λάθη...
-Κάθε ριξιὰ κι ἀνάσανε, διπλᾶ, πρὶν ἀπὸ μένα.
 
Θωρῶ κι αὐτήν, ποὺ γελαστὴ δῆθεν κρατᾶ τὴ νύστα.
Σὰν κεραστῇς τὴν Ἔμπουσα γελῶ, γιὰ λίγη σάρκα...
-Ἐδῶ, στὸ νυχτοπάλεμα, σὲ ψάχναμε στὴ λίστα...
-Ξανάρθω ἀπὸ τὰ κύματα, παλεύοντας μιὰ βάρκα!
 
Ἂς μείνω... - Ἀμεταγύριστος, γιὰ τοῦ βυθοῦ τὸ χρῶμα!
Γιὰ τὸ ψηφὶ πού 'χει φθαρεῖ στὴν ὑφαλοταινία.
Κι ἄπλευστος ὅπως ξέμαθες, ἀντίπραξε τὸ σῶμα
κακόσιτος τοῦ χορταριοῦ, σὲ πεῖσμα καὶ μανία.
 
Ὁ νυχτομπάτης δρόσισε, ἡ αὔρα τῆς θαλάσσης.
Ἄστρα μικρὰ μαγευτικὰ στὰ χέρια σου πλασμένα.
Πές μου, ἂν θέλεις, γάτη μου, ποιός τά 'θελε νὰ φτιάσει·
τὰ μέλη, πές μου, μέσα του, δὲν ἦταν κουρασμένα;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δὲν ἦρθε...
 
 
Δὲν ἦρθε στ' ὄνειρο καὶ δὲν κοιμᾶμαι.
Μήπως ναυάγησε μέσα σ' αὐτό;
Εἶχαν τὰ μάτια της στεριά, θυμᾶμαι.
Σ' αὐτὴν εὐχόμουνα πάντα νὰ βγῶ.
 
Μετρῶ στοὺς χάρτες μου στεριές, μιὰν ἄκρη.
Τ' ἀστέρια λάθος μου ποὺ τὰ μετρῶ.
Μήπως σπαράγματα βράχων καὶ μάκρη
μοῦ τῆνε κρύψανε, στεριὰ μὴ δῶ;
 
Νύφη μὴ ντύθηκε, σὰν τὴ σελήνη
καὶ στ' ἀφροσκέπασμα δεν τη θωρῶ;
Χλωμὴ ἀπὸ θάνατο, δὲν θέλει ἐκείνη
τὸν ἴδιο θάνατο, νὰ νιώσω ἐγώ;
 
Γιατί τὰ μάτια της λάθος θυμᾶμαι;
Θάμπωσε τ' ὄνειρο καὶ τὰ ξεχνῶ;
Ἂς ἦταν στ' ὄνειρο κοντά της νά 'μαι
κι ἂς βυθιζόμουνα μέσα σ' αὐτό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ποῦ νά 'σαι, τώρα...
 
 
Μὴν εἶσαι δίπλα μου, σὲ ἀπόσταση μικρή;
Κάποιο λουλούδι μὲ τὰ πέταλα κλειστά;
Ἔρημος πού 'γινε μιὰ θάλασσ' ἀνοιχτή;
Μὴν εἶσαι ὁ γλάρος, ποὺ μιλᾶ ψιθυριστά;
 
Μήπως σταυρός, σὲ μιὰ καδένα μου χρυσῆ;
Ἕνα παράθυρο μὲ θάλασσα μπροστά;
Οὐράνιο τόξο σ' ἕνα πέλαγο βαθύ;
Μὲς στὸ ποτήρι μου, μὴν εἶσαι ἀντικριστά;
 
Τί νά 'σαι, τώρα...
 
Μήπως... τὴ νύχτα ἔχεις ντυθεῖ περιβολή;
Μήπως σελήνη μὲ τὰ φῶτα σου σβηστά;
Μήπως ὁ γλάρος πού 'χει πέρα βυθιστεῖ;
Μήπως βυθὸς σὲ καταγάλανα νερά;
 
Τί νά 'σαι τώρα...
 
Σκόνη μὴν ἔφτασες καὶ μοῦ 'δωσες φιλί;
Μὴν περιστέρι, μὲ κατάλευκα φτερά;
Μὴν ἦρθες δάκρυ ποὺ τὸ ζήλεψε πηγή;
Ἄγνωστη γλῶσσα ποὺ γνωρίζει προσφυγιά;
 
Τί νά 'σαι τώρα...
 
Καράβι πού 'ρθε κάποια νύχτα μὲ βροχή...;
Φύλλο μὴν ἦρθες, χτυπημένο ἀπ' τὸ Βοριᾶ;
Δρόμος ποὺ πάτησα τὴν ἄσπρη του γραμμή;
Μήπως δυστύχησες καὶ τώρα εἶσαι βαριά;
 
Τί νά 'σαι τώρα...
 
Πού 'ταν γιὰ μένα ἡ θύμησή σου προτροπή.
Μὴν εἶσαι ἀνάμνηση μαζὶ καὶ λησμονιά;
Μήπως, παράδεισος, ποὺ ἐκεῖ δὲν εἶχα μπεῖ;
Μιὰ ὀπτασία, στὸν ὁρίζοντα μακριά;
 
Ποῦ νά 'σαι τώρα...
 
Mες στὸν καθρέφτη ποὺ σὲ βρίσκω πάντα ἐκεῖ...
(Μὴν εἶμαι εἰκόνα της, κι αὐτὴ δὲν εἶν' αὐτά...;
Μήπως... ἡ θύμηση... μὴν εἶναι ὑποτροπή;
Μήπως ἀρρώστησα κι ἐγὼ εἶμαι βαριά;
 
Μὴ στὸν παράδεισο, δὲν εἶναι... κι εἴμ' ἐκεῖ;
Μήπως... τ' ἀντίθετα συμβαίνουν κι εἴμ' αὐτά;
Σκόνη μὴν ἔγινα στὰ χείλη της φιλί;
Μὴν εἶμαι ἡ νύχτα κι ὁ σταυρός, ἐδῶ, μπροστά...;)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ ὀνείρου
 
Τῆς Πηνελόπης
 
 
Γιατί στοῦ ὀνείρου τὸ σκοτάδι
καντήλι, φλόγα εἶδα καὶ λάδι;
Τί συμφορά...
 
Φοροῦσα μαῦρο - λέει - μαντήλι
καὶ φτέρωναν ἀπ' τὸ καντήλι,
μαῦρα πουλιά.
 
Εἶδα καὶ μνῆμα, θρῆνο ἀπάνω
κι αὐτὸν ποὺ ἀγάπησα, νὰ χάνω
παντοτινά.
 
Ὄνειρο πιὰ νὰ μὴν τὸ κάμει,
νὰ τρέχουν δάκρυα σὰν ποτάμι,
ἀληθινά.
 
Σὲ αὐτὸ τὸ δάκρυ - κῦμα πάνω,
ἔνιωσ' ἀπόψε σὰν νὰ χάνω,
κάθε χαρά.
 
Γι' αὐτό, ὅσο νά 'ρθει, θὰ προσμένω
καὶ στὸ στημόνι θὰ τοῦ ὑφαίνω,
μύρια φιλιά!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄ, νά 'χα...
 
 
Ἄ, νά 'χα τῶν ψαριῶν τὴν τύχη,
νά 'μαι τσιπούρα, ὅσο μιὰ πήχη,
νὰ ξημερώνω ἐκεῖ στὰ βότσαλα,
στῶν ὕφαλων τ' ἀφρότσαλα.
 
Μὲς στὰ κοράλλια καὶ στὰ φύκη!
Στὰ παγωμένα κι ἄγρια μήκη
νὰ βλέπω ἐγὼ τὰ λάθη της...
τῶν βυθισμῶν τὰ πάθη της.
 
Νὰ ταξιδεύω στῶν κυμάτων
τὴ μοναξιὰ· καὶ στῶν ρευμάτων
τὴ χάρη, ἐγὼ νὰ δίνομαι,
στὸ ρεμβασμὸ ν' ἀφήνομαι.
 
Ἄ, μέσα νά 'μουν, στὰ πελάγη,
κι ἂς θέλει τὸ θεριὸ ν' ἀρπάγει.
Κι ὅσοι ἔχουνε τὰ χρήματα...
ἄει τοῦ διαβόλου, θύματα!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Γιατί...
 
 
-Ἄκου...! παράξενα δὲν κλαίει τὸ κῦμα;
Δὲν μοιάζει ἀνθρώπινη πόνου κραυγή;
Μήπως ὁ Θάνατος δὲν βρῆκε κρῖμα
καὶ κάτι σήμανε γιὰ μᾶς ἡ αὐγή;
 
Ἐκεῖνος ὁ ἄνεμος, δὲν λέει νὰ πάψει!
Δὲν ἔχει ἡ θάλασσα σιωπή, γιατί;
Γιατί τὸ σύννεφο δὲν λέει ν' ἀστράψει;
Θέλει λιγότερο νά 'ναι βατή...;
 
Μήπως λιγόστεψε; -Ἀπ' τὶς χαρές της;
-Μήπως τὴν "ἔδεσαν" σὲ μιὰν ἀχτή;
-Θὰ ξημερώθηκε στοὺς ἐραστές της,
κι αὐτοὺς ποὺ πλάγιασαν νεκροὶ σ' αὐτή!
 
Σωροὶ δὲ γίναμε στὶς ἀγκαλιές της;
Τὰ ὀστᾶ μας ξάσπρισαν καὶ λές: "Γιατί;
-Γιὰ δές..! ὁλάνοιχτες εἶν' οἱ πληγές της!
Ὀσμὴ ἐγκατάλειψης, θρῆνος! Γιατί...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πίντα
 
 
Κάνε τὸ ξύλο ἀσίγαστη φωτιά
καὶ δῶσ' μου τέχνη, σίδερο στ' ἀμόνι,
γιὰ νὰ σοῦ χτίσω ἀπόψε μὲ νοτιᾶ
ἕνα καράβι, θάλασσες νὰ ὀργώνει...
 
Γιὰ νὰ βρεθοῦμε! πέρ' ἀπ' τὶς στεριές
νὰ βγάζουμε στοὺς χάρτες τὶς πορεῖες·
καὶ στὰ ταξίδια νά 'χεις νὰ μοῦ λές
παλιές σου ἀγαπημένες ἱστορίες.
 
Γιὰ τὸν Βερίγγειο, μέχρι τα Φουρνώ,
τὸ Πὸρτ Ἐλίζαμπεθ, τὸ Σάντος καὶ τὸ Ντίσκο.
Ἀπὸ τὰ μπάρ του Χιοῦστον νὰ περνῶ
καὶ πάντα μεθυσμένο νὰ σὲ βρίσκω.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐλεγεῖα
 
 
Ξέρω κάτι καράβια ποὺ δὲ λύσανε
καὶ κάποια, ποὺ ποτὲ δὲν εἶχαν δέσει·
ποὺ γυναικῶν τὰ μάτια δὲ δακρύσανε,
γιατί σὲ μόλο αὐτὰ δὲν εἶχαν πέσει.
 
Ξέρω κάτι καράβια ποὺ δὲ βρέθηκαν,
ποὺ χάθηκαν, στοῦ χάους τὴν εἱμαρμένη·
ποὺ οἱ ναῦτες, καρτερῶντας πιὰ βαρέθηκαν,
μὴ βλέποντας γνωστό, νὰ περιμένει.
 
Ξέρω κάτι καράβια, ποὺ ἀρμενίσανε
στὰ πέλαγα, μὲ ἀμπάρια φορτωμένα,
ποὺ ἀνθρώπου μάτι αὐτὰ δὲν ἀντικρίσανε,
γιατί 'ταν μυστικὰ λαθροφτιαγμένα.
 
Ξέρω κάτι καράβια, πιὰ περήφανα,
ποὺ τά 'κοψαν του σίδηρου οἱ διατόμοι,
καὶ κάποια, ποὺ τὰ σμίλεψαν μὲ γλύφανα·
ποὺ μοιάζανε διαμάντια, - κι εἶν' ἀκόμη.
 
Ξέρω κάτι καράβια - σὰν καὶ μένανε -
ποὺ ἀπὸ τὰ χρόνια σκούριασαν καὶ γεῖραν.
Φαντάσματα καράβια, ποὺ προσμένανε
τὸ ναῦλο· καὶ ραπόρτο ποὺ δὲν πῆραν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Βηρυτός
 
 
-Στέκεις στὴ πίντα τῆς ἀκτῆς
πάνω σὲ κάβο ποὺ τεζάρει.
-Στὴ Δαμασκὸ θὲ νὰ μὲ βρεῖς
ἢ στῆς Σιδώνας τὸ παζάρι.
 
Ἔχω τὸν πόλεμο, πατρίδα!
Ἔχεις ἀνάγκη νὰ σ' τὸ πῶ;
-Μά... στὴν ὁμίχλη ποὺ σὲ εἶδα...
-Δὲν σ' ἔχω ἐχθρό μου, σ' ἀγαπῶ!
 
-Ἐδῶ... γιατί δὲ σκοτεινιάζει;
-Εἶν' τὸ φανάρι, τῆς ντροπῆς!
Σὲ μένα θάνατος ταιριάζει
κι ὅπου ἡσυχία της θαφῆς.
 
Μὲ τὸ μπαρούτι κοινωνάμε...
-Φτιάχνουν θρησκεία στ' ὄνομά του;
-Ἔχουν τὸ χρῆμα, δὲν κοιτᾶνε
τὴν ἀγωνία τοῦ θανάτου.
 
-Καὶ τὴ σημαία, πότε τὴ χάλασες;
Μέσα στὴ δίνη τοῦ πολέμου;
-Στάζουν τὰ μάτια μου δυὸ θάλασσες,
σὲ κάθε φύσημα τοῦ ἀνέμου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Kέρκυρα ΧΙΙΙ
 
 
Βράχος εἶμαι, καὶ στέκομαι κι ἔχω γιγάντινη ὄψη
κι ἦρθαν φορὲς ποὺ βρήκανε κι ἀκούμπησαν οἱ ὀχτροί μου
στὸ γρανιτένιο μου κορμί, τὸ χιλιολαβωμένο.
 
Εἶμαι καὶ σχήματα πολλῶν καὶ λείψανα κοράλλια
καὶ μέλη ἔχω στὰ μέλη μου τὰ ἔμβρυα τῆς θαλάσσης
μά... θύμωσα ὡς ἀντίκρισα ἀκρόπρωρα φρικώδη,
κορμπίτες καὶ κωπήλατες ἐμβολοφόρες Τριήρεις.
 
Βυζαντινοὺς· βαρδιάτορες ἀντίκρισα στὴ βίγλα
καὶ στὸ σταντάρδο Ἀγαρηνῶν πειρατικὴ παντιέρα.
Τοὺς σκλάβους μὲς στὰ κάτεργα τοὺς ἁλυσοδεμένους,
κι ὅσους τοὺς διέταζαν σκληρά, μανοῦβρες καὶ ρεμέτζα.
 
Ἀπόψε, ἄνεμος χάϊδευε τὰ σχήματά μου μέλη
κι ἦρθαν ξανὰ καὶ φτάσανε κι ἀκούμπησαν οἱ ὀχτροί μου
στὸ γρανιτένιο μου κορμί, τὸ χιλιολαβωμένο
τὸ σύγχρονο, ποὺ τὸ κοσμοῦν δίκροτα καὶ φουσᾶτα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σὰν ταξιδέψεις...
 
 
Σὰν ταξιδέψεις, πάντα
μετρῶντας τον ἐξάντα,
νὰ σεργιανίζεις πέρα
μὲ γαλανὴ παντιέρα.
 
Βέντο μὲ γρύλο τριόπα
στὴ βαρδαφόγο σ' τό 'πα
ματσόλα καὶ καβίλια
γιὰ χίλια μίλια
μὲ φίλο σου κι ὀχτρό σου
τὸν διπαράλληλό σου.
 
Κάβο μανίλα τριέμπολο
μὲ πλέξιμο δεξίστροφο.
Τρισίλιο καὶ παρέμβολο·
κορδόνι δίστροφο!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Καράβια
 
 
Πᾶνε δυὸ χρόνια πού 'γειρε στὸ μόλο τὸ καράβι.
Μὲ δίχως μπάρκο ἀπόκαμε τὸ ναῦλο νὰ προσμένει.
Στὶς δέστρες πάνω σάπισαν οἱ τέσσερις τοῦ κάβοι.
Τ' ἀκούω φορὲς στὰ σκοτεινά, ποὺ κράζει ὡς νὰ πεθαίνει.
 
Ἀπ' ὅταν κόπηκε, μὲ δυὸ μοιάζει νησιὰ πελώρια.
Τοὺς ξαπλωμένους γίγαντες παραμυθιοῦ θυμίζουν.
Τό 'να κομμάτι στέκει ἐδῶ καὶ τ' ἄλλο πέρα, χώρια.
Ὡς τ' ἀντικρίζω, θλίβομαι, τὰ μάτια μου δακρύζουν.
 
Ἔτσι ὅπως χάσκει, σκέφτομαι κοιτῶντας τις καμπίνες,
πόση χαρὰ νὰ δέχτηκε καὶ πόση στενοχώρια.
Ποιά φρίκη νὰ δοκίμασαν καὶ τρόμο οἱ λαμαρῖνες,
ὅταν ψηλὰ σκαρφάλωναν τελώνια καὶ μποφόρια.
 
........................................
 
Ἀπόψε, οἱ μακελάρηδες τοῦ μέταλλου τεχνῖτες,
τὸ σπᾶν καὶ τὸ τσακίζουνε καὶ τοῦ χαλνοὺν τὴ σάρκα!
Ἀπόμερα, κλαῖν γοερὰ δυὸ ναῦτες νυκταλῆτες
γέροι, ποὺ ἐκεῖ ὀνειρεύτηκαν τὰ πρῶτα τους τα μπάρκα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σκοῦρο
 
 
Εἶναι κάποιες φορές, ποὺ ἀπ’ τὴ γέφυρα πάνω,
καθὼς πέφτει το φῶς καὶ οἱ σκιὲς παρατάσσουν,
ζοφερὲς κάποιες βλέπω ποὺ μετέπειτα χάνω.
Ποὺ μετέπειτα βλέπω καὶ τὸ νοῦ μου ταράσσουν.
 
Κι ἄλλες, πάλι, φορές, βλέπω κάποια γαλέρα
δίχως πάνω της ξάρτια καὶ χωρὶς τ’ ἄρμενα της,
σιγαλὰ νὰ διασχίζει τὴν ἀλλόκοτη ἑσπέρα.
Σιγαλὰ νὰ βυθίζει στ’ ἀδηφάγα νερά της.
 
Κι ἀπ’ τὴ θάλασσα ἐκείνη, νὰ ξεχύνουν θηρία
σὰν οἱ ἐν λόγῳ σκιές - κεῖνες πού 'χα σιμά μου,
νὰ διατάσσουν βροτοὺς ν' ἀνοιχτοῦν τὰ βιβλία.
Νὰ διατάσσουν νὰ δοῦν μήπως βροῦν τ’ ὄνομά μου.
 
Κ’ εἶναι κάποιες φορὲς πού, στὴ γέφυρα πάνω,
καθὼς χάνεται ἡ νύχτα καὶ τὸ φῶς ἀνατέλλει,
ἀσυναίσθητα, νιώθω, τὸ σταυρό μου νὰ κάνω.
Ἀσυναίσθητα, νιώθω, τὸ Κακὸ ν' ἀναστέλλει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τάο Τε
 
 
Φορτίο τὸ ρύζι πήραμε μὲ στάμπα του Μακάο
καὶ στὸ καράβι ἐπέβαιναν Κινέζοι λαϊκοί.
Ἀπ' τὸ Γιεντάϊ περάσαμε στὶς πόστες του Ρουγκάο,
καὶ βάλαμε τὴν πλώρη μας ξανὰ γιὰ Σινική.
 
Τὴ Σιγκαπούρη φτάσαμε, τὴ Βόρνεο, τὴ Σουμάτρα
καὶ στὴ Τζακάρτα γνώρισα τὴν πρώτη του Μπαλί.
Τὴν ὀμορφιά της ἔφταναν, τοῦ Σάντος ἡ Μουλάτρα
καὶ ἡ Ρενὲ ἀπ’ την Τουλόν, ποὺ μ' ἔμαθε φιλί!
 
Πόντο τὸ πόντο μπήκαμε στὸν κόλπο της Βεγγάλης
καὶ πέρασα μὲ πράτιγο, σὲ μπάρα του Μαδράς.
Ποντοπορὼ κυρίαρχος μιᾶς θάλασσας μεγάλης –
κι ἂν θέλησες καινότροπα γοργὸ νὰ μ' ἀγαπᾶς,
 
ἀπὸ τὸ Ντέρμπαν κόπιασε, σὲ σπίτι του Λεσότο,
στὸ Κάτεντρακ, τὴ Βία Πρέ, στὴν Πράσα Μαουά.
-Στὸν Ἰνδικὸ μετοίκισες; -Ἂν μοῦ σταλεῖ ραπόρτο,
στείλτε μου μὲ τὴ βίζιτα καὶ τὰ Πεκινουά...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Diego Morales
 
 
Ὁ Diego, ἀπὸ τὴ Σάντα Φέ,
πού 'χε πολλὰ γνωρίσει,
κάποια νυχτιά, μὲς στὸ χασίς
ὁπού 'χε αὐτὸς βυθίσει,
 
μᾶς μίλησε γιὰ τοῦ καπνοῦ
τὸ πνεῦμα, στὴν αἰθάλη,
καὶ πῶς αὐτό, ποὺ λαχταρᾶ
φέρνει χαρὰ μεγάλη.
 
Αὐτὸς ὁ φίλος, o πιστός,
ὁ πιὸ πολὺ δικός του,
πάντα σὰν φίλος φέρονταν
καὶ φρόντιζε τὰ ἐντός του.
 
Κι ὅταν, ἡ μοῖρα θέλησε
στερνὰ νὰ τὸ καπνίσει,
τὸ πνεῦμα ἐκεῖνο, τοῦ καπνοῦ
πῆγε νὰ συναντήσει.
 
Τὸ πνεῦμα αὐτό, τὸ αἰθαλικό,
ἔλυσε κάβους βράδυ,
καὶ μὲ τὸν Diego, στὸ Garonne
βύθισε πρὸς στὸν Ἅδη.
 
Sao Paulo 1979
 
Ἀπόψε, ἀναθυμήθηκα
καὶ ξαναγράφω πάλι...
Γιὰ τὴν ἀνάμνησή μου αὐτή,
νιώθω μιὰ κάποια ζάλη.
 
Ἤτανε ψεύτης ἢ σοφός;
Τρελός; μὲ δόλια γλῶσσα;
Ἄλλης νυχτιὰς τὸ ξάφνιασμα
δὲν θὰ ὑπόσχετο, ὅσα
 
ἐμεῖς, μὲ δέος ἐζήσαμε,
ἀνυποψίαστοι, πλάνοι...
Κι ἀκόμη τώρα ποὺ ἱστορῶ
μὲ τούτη τὴ μελάνι
 
ἀναριγῶ, θυμούμενος!
Τρελὸς ἢ μάγκας, τύπος;
Στὸ μέσα μας, βαθιά, θαρρῶ,
δὲν εἴμαστε ὅλα... μήπως...;
 
Ἀθήνα 1997
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

Μάλκο
  
Στὸν Ἰάσονα Σταυράκη
 
Ἔχει γιὰ σπίτι μία σπηλιά,
κι ἄλλoτε μιὰ καμπίνα.
Στ' ἀλαργινὰ ἀκρογιάλια του
σύφιλες, καραντίνα.
 
Ἔχει γιὰ γοῦστο τὰ prive
τοῦ Παναμᾶ μοντέλα.
Κεντήματα βλεννόρροιας
σὲ ξακουστὰ μπορντέλα.
 
Τραβᾶ την Κόκα, τὸ LSD
σὲ τρίφυλλο χασίσι,
κι ὅποιος κοτάει νὰ παραβγεῖ
νὰ ρθεῖ νὰ τοῦ μιλήσει.
 
Ἄει νὰ δοῦμε, θὰ μποροῦν
περήφανου τὰ μπράτσα;
Πῶς νὰ κατέχει ὁ ἄμοιρος
πὼς εἶναι ἀπὸ τὴν πιάτσα.
 
Ξέρω, τὸν βλέπεις διαβαστῇ
τελώνιο τῆς θαλάσσης.
Σὰν τοῦ λασκάρει ὁ κάβος του
ποῦθε νὰ τὸν γελάσεις!
 
Θὰ λές: Τοῦ πρέπει μιὰ θηλιά
καὶ μαχαιριὰ στὴν πλάτη...
ὅμως, τιμᾶ τοὺς φίλους του,
ποὺ τοῦ 'βγαλαν τὸ μάτι.
 
Γι' αὐτό, τοὺς στέλνει μήνυμα
σὲ καμπινὲ τοῦ πλοίου,
στὸ πρῶτο του ξεκίνημα,
στὸν ἐθισμὸ τοῦ ὀπίου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Le suicide
 
 
Ἦταν ἡ κόρη τοῦ Φαβιὲρ τοῦ ξενοδόχου, ἡ Στέλλα.
Τί μὲς στὴ νύστα τὴ γλυκιὰ ποὺ τοῦ Μορφέα τὸ χάδι
σ' ἄχρονη μὲ ταξίδευε παραμυθένια τρέλα,
ἤθελε μὲς στὸ βράδυ;
 
Ἦταν χλωμή, μὰ ἡ χροιὰ στὴ γαλλική της γλῶσσα
ἔμοιαζε μὲ τὸ χάΐδεμα μιᾶς μουσικῆς· ἐξαίσια!
Τὴν ἄκουσα πιὰ σοβαρὰ ὅταν κατάλαβα, ὅσα
συνέβαιναν ἀπαίσια.
 
Εἶπε: Ὁ Φαβιέρος μιὰ θηλιὰ πὼς εἶχε αὐτὸς κρεμάσει
ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς συκιᾶς, ποὺ βρίσκονταν ἀπ' ἔξω...
Ἔτσι, καθὼς ξανάσαινε γιὰ κείνη του τὴν πράξη,
σηκώθηκα νὰ τρέξω.
 
Τὰ γουρλωμένα εἶδα νεκρά του μάτια πεταγμένα
καὶ τὸν νεκρὸ νὰ κρέμεται ξέψυχα, στὸ σκοινί του.
Ἦταν τὰ πάντα τοῦ χλωμὰ καὶ παραμορφωμένα,
καθ' ἄκρια στὸ κορμί του.
 
Ἀμέσως, ἦρθαν ὁ Πιὲρ κι ὁ Ντάριο πρὸς ἐμένα
κι εἶπαν νὰ πάω στὴ μάνα της, νὰ τὴν παρηγορήσω.
Ἦρθε κι ἡ Ντιάνα ἡ βιζιτοῦ μὲ τὰ βυζιὰ ἀφημένα...
πῶς μοῦ 'ρθὲ νὰ τὴ βρίσω...
 
Καθὼς τὶς συλλυπήθηκα μὲ τὸν νεκρὸ μπροστά μου,
πέταξα κεῖνο τὸ σκοινὶ πού 'χε ὁ νεκρός τους δέσει.
Ὅπως τὸν ἐναπόθετα μὲ προσοχή, μὴ πέσει,
μηδένιζε ἡ καρδιά μου.
 
Ἔτσι καὶ βρέθηκα μὲ δυὸ νὰ κλαῖν μόνες γυναῖκες
χωρὶς προστάτη κι ἀδερφό, χωρὶς μὲ τὸ Φαβιέρο.
Τί θλίψη, Θέ μου, σκέφτηκα καὶ πῆγα γιὰ νὰ φέρω,
δυό - τρεῖς καρέκλες.
 
Κλαίγοντας μάνα καὶ παιδί, πρόσεξα πὼς ὁ Ντάριο
-ράκος ἀνθρώπινο κι αὐτὸς στὴν τόση στενοχώρια,
ἔβαζε μὲς στὰ χέρια τους ἕνα μικρὸ ροζάριο,
κάτι, σὰν παρηγόρια.
 
Εἶπα κι ἐγώ, δακρύζοντας, σὲ τί ὠφελεῖ ὁ σταυρός σου,
κι Αὐτὸς μὴ δὲν κρεμάστηκε σ ἕναν σταυρὸν ἀπάνω;
Ποιός δαίμονας, γιὰ σέ, Φαβιέρ, ζήτησε τὸ κακό σου,
κι ἀσάλευτο σὲ πιάνω;
 
Ἡ Στέλλα, ἀπὰ στὸ ξέσπασμα τοῦ ποιητικοῦ μου χρόνου,
πρόσφερ' ἀδόκητη ἀγκαλιὰ κι ἕνα φιλί της.
Σὰν ν' ἀσελγοῦσε πάνω μου ἡ θλίψη αὐτοῦ τοῦ πόνου,
ἔνιωσα τὸ κορμί της.
 
Δὲν ἦταν πρόχειρη ἀγκαλιά, εἶχε μιὰν ἄλλη σφίξη,
μιὰ θέρμη πιότερη ἀπ' αὐτὸ ποὺ ἐκεῖ, τώρα εἶχε γίνει ...
Μήπως ἡ θλίψη σ' ὅλ' αὐτά μας πρόσφερε μιὰ νύξη,
πού 'θελε κείνη...;
 
Χαλάρωσα τὸ σφίξιμο καὶ τὸ κατάλαβε ὅταν
ἔδειξα πρὸς τὴ μάνα της, πού 'ταν αὐτὴ μονάχη.
Τὸν ἀστυνόμο ζήτησα νὰ φέρουν, ἔτσι ὀπόταν
ἀλλοῦ τὴ σκέψη νά 'χει...
 
Λίγο πιὸ ἀργότερα, ἀπὸ κεῖ σηκώναν τὸ Φαβιέρο
κι ἦταν θαρρῶ, σὰ νά 'φευγε ζωὴ ἀπ' τὸ μερτικό μου.
Ὅσα μετὰ κι ἂν ἤρθανε... νιώθω πὼς κάτι φέρω,
δικό του καὶ δικό μου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δώδεκα θά 'θελα
 
 
Ἕναν Γενάρη, θά 'θελα, μὲ χιόνια καὶ μὲ κρύα.
Μὲς στοῦ χωριοῦ τὴ σιγαλιά, ν' ἀκούω τὴ νύχτα τὰ σκυλιά,
ἀργά, κατὰ τὴ μία.
 
Ἕναν Φλεβάρη, θά 'θελα, σὲ κάποιο ἐρημονήσι.
Νά 'χω μιὰ βάρκα μὲ πανιὰ καὶ νὰ γυρίζω ὅπως παλιά,
πίσω, κατὰ τὴ δύση.
 
Τὸ μῆνα Μάρτη, θά 'θελα, λουλούδια του νὰ πιάσω.
Νὰ κελαηδοῦνε τὰ πουλιά, κι ὅταν ἀντίκρυ μου ἡ φωλιά,
ψυχή μου, ἂς ἡσυχάσω.
 
Ἕναν Ἀπρίλη, θά 'θελα, κάτι ἀπὸ τὴ δροσιά του.
Νὰ ζήσω τοῦ μεσημεριοῦ, ἐκεῖ ποὺ ἡ μάνα τοῦ φιδιοῦ
νείρεται τὰ φιλιά του.
 
Τοῦ Μάη τὰ δέντρα, θά 'θελα κι ὅ,τι τῆς Γῆς δὲν εἶδα ...
Νὰ δῶ τὸ πράσινο ποθῶ, κι ἄλλοτε πιὰ μὴ στερηθῶ,
τὴν ὄμορφη χλωρίδα.
 
Ἕναν Ἰούνη, θά 'θελα, μ' ὅλα του τ' ἀκρογιάλια.
Γιὰ νὰ βρεθῶ ἐκεῖ μέσα της, στὴ δαντελένια τρέσα της
νὰ ψάχνω γιὰ κοράλλια.
 
Θά 'θελα Ἰούλη, νὰ χαρῶ μιὰ ἡλιόλουστη βαρκάδα.
Νά 'χει μιὰ θάλασσα παιδιὰ καὶ νά 'ν' τὰ πάντα ὅπως παλιά,
στὴν ξέγνοιαστην Ἑλλάδα.
 
Αὔγουστο, θά 'θελα, κι ἐκεῖ νὰ δίνομαι μὲ ζῆλο!
Νά 'ναι ζεστή - φλόγα κεριοῦ ἡ ἄμμος τοῦ καλοκαιριοῦ,
νὰ παίζω μὲ τὸν ἥλιο.
 
Ἕναν Σεπτέμβρη, θά 'θελα, νὰ ζήσω αὐτὴ τὴ στρώση:
Φύλλο νὰ γίνω ξερικὸ καὶ νὰ μ' ἁρπάζει τ' ἀερικό,
δίχως νὰ μὲ πληγώσει.
 
Ἕναν Ὀκτώβρη, θά 'θελα νὰ τρέξω, νὰ σκορπίσω!
Οἱ στοχασμοί μου οἱ πιὸ πολλοί... ἄχ, νὰ πατούσανε τὴ γῆ,
πού 'θελα ἐγὼ νὰ ζήσω.
 
Ἕναν Νοέμβρη, θά 'θελα, κλωνάρι γιὰ ν' ἀγγίξω!
Κι ὅταν θὰ φτάνει ὁ ἑσπερινός, βαρὺς καὶ γκρίζος ὁ οὐρανός
νά 'ναι, γιὰ νὰ βογγίξω.
 
Ἕναν Δεκέμβρη, ὁλάκερο! θά 'θελα καὶ νὰ βρέχει.
Ν' ἀναπολῶ στὸ τζάμι ὀρθὸς καὶ νά 'ναι ἀδιάκοπος καιρός -
ὅσο ἡ ψυχή μου, ἀντέχει!!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χρέος
 
 
Δὲν συγχωρῶ τὸν Ἕλληνα ποὺ μαύρη πέτρα ρίχνει
καὶ γιὰ πατρίδα νιώθει αὐτὸς τὴ νέα του ξένη γῆ.
Ἐδῶ, τοῦ λέω τὴ μάνα γῆ πῶς πρέπει γιὰ νὰ δείχνει,
πῶς νά 'χει πάντοτε στὸ νοῦ, μὴν πάει καὶ ξεχαστεῖ...
 
Κι ἂν προλετάριος, πραίτορας, ἢ ἂν ἔχει ἀνέλθει δῶμα,
μ’ ἕνα πλατὺ χαμόγελο πάντα νὰ λέει γι’ αὐτή:
«Σὰν τῆς Ἑλλάδος οἱ ὀμορφιές... Ὁ ἥλιος της!..» Κι ἀκόμα
νὰ λέει γιὰ τ’ ἀκρογιάλια της, τὴν ἄμμο τὴν καυτή.
 
Μὲ λεβεντιὰ ν’ ἀναπολεῖ καὶ μὲ καθάριο βλέμμα.
Νά 'ν' ἡ ψυχή του, μὶ’ ἄνοιξη! ποῦ πρέπει, ἑλληνική.
Τόπους σὲ εἰκόνες νὰ κρατᾶ, νὰ δείχνει πῶς τὸ γέμα
καὶ νὰ γνωρίζει – λέγοντας – γιὰ τὴ μαρμαρική:
 
«Ἰκτίνος ἔκτισεν αὐτή, μαζὶ καὶ Καλλικράτης!
Φειδίας τὴν φιλοτέχνησε: Γλύπτης, μοναδικός.
Τὰ μάρμαρά της σύρθηκαν μὲ δένδρα της ἐλάτης
τότε, ποὺ ὁ κόσμος ἤτανε ἀκόμη Ἑλληνικός.
 
Μνημεῖα τ’ ἀνθρώπου ὑπέρλαμπρα! ("Α Παναγιά! Ἀθηνᾶ μου!
Ἐσεῖς, τοῦ κόσμου ὑπέρτατες, τῆς Γῆς δοξαστικές").
-This is Acropolis! And this? -Εἶν΄η Ἀγιὰ σοφιά μου!
Κρατῆστε αὐτές! -Both photos? -Εἶναι, μοναδικές».
 
Τὴν εὐρυμάθεια, τὴ σωστή, τὴν ἀγαποῦν οἱ ξένοι.
Καὶ τὴν πατρίδα σου ἀγαποῦν, μὰ δὲ ποὺ θὰ σ' τὸ ποῦν.
Λῶρος ἀρχαῖος – ἑλληνικὸς ἀέναα ποὺ τοὺς δένει.
Σὲ κάθε θαῦμα, ἑλληνικό... τὰ μάτια τους, μεθοῦν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πορτραῖτο
 
 
Τί δειλινὰ καὶ τί αὐγινά, τί θάλασσες κι ἀστέρια...
Αὐτὸς ὁ κόσμος, ἔλεγες, δὲν φτιάχτηκε γιὰ σέ.
Ἡ θάλασσα μὲ τ' ἀρμυρὸ σοῦ τσάκισε τὰ χέρια.
Τώρα, ἡ στεριὰ τὰ ὑπόλοιπα πῆρε καὶ χάλασε.
 
Τί γιὰ βουνὰ καὶ ρεματιές, τί γιὰ πουλιὰ καὶ δάση.
Τί γιὰ τοὺς λόγγους ἔγραψες, τοὺς κάμπους, τὶς ἐρμιές.
Τώρα, θαυμάζεις γέροντα τοῦ φεγγαριοῦ τὴ χάση
καὶ χαίρεσαι, γκρεμοὺς σὰν δεῖς κι ἀπότομες πλαγιές.
 
Ποῦ 'ναι τοῦ νόστου οἱ θάλασσες; ποῦ πῆγαν τὰ καράβια;
Ποῦ 'ναι τὰ μύρα τῆς καρδιᾶς καὶ ποῦ ΄ναὶ τῆς ψυχῆς;
Νέφτι καὶ ξέβγαλε ἀπ' τὸ νοῦ στριδώνα καὶ μοράβια.
Πᾶρε βαφτήρι καὶ βαφὴ στὸ χρῶμα τῆς φυγῆς:
 
Δυὸ χέρια πέρνα τ' οὐρανοῦ καὶ κράτησε γιὰ νά 'χεις.
Τοῦ στοχασμοῦ τὸ σύννεφο γκρίζο πρὸς τ' ἀλαφρύ.
Βάλε καράβια, θάλασσες κι ὅ,τι δὲν τῆς ἀμάχης.
Βρὲς τῆς ψυχῆς σου τὸ παιδὶ καὶ δείξ' του, νὰ χαρεῖ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στὰ ὅρια
 
 
«Ποιός τὰ παράλογα μπορεῖ τῆς Θάλασσας ν’ ἀντέξει;»
Τὰ καιρικά, συχνά – πυκνὰ τὸ κράζουν το 'νὰ στ’ ἄλλο
κι ὡς τ’ ἀφουγκράζομαι, μετὰ στίχους τὰ κάνω, πλέξη.
Ὅ,τι ἀποσπᾶ τὶς σκέψεις μου, συνήθως τ’ ἀποβάλλω.
 
Ἔτσι, ὡς ἀρχίζουν οἱ ἄνεμοι καὶ οἱ πρωραῖοι τους ρόχθοι,
κι ὅπως βογκοὺν τὰ κύματα στὸν ροῦ τῆς καταιγίδας,
ἡ σινικὴ μελάνη μου, στοῦ τετραδίου τὴν ὄχθη
ντύνεται μέθεξη, κι ἐγώ... στὰ ὅρια τῆς γραφίδας.
 
Εἰδάλλως, πῶς στ’ ἀναίμακτα, ἅμα δὲν εἶσαι μάρτυς;
Δὲν ἔχεις κίνδυνο γευτεῖ κι ἔμπειρα λαχταρήσει...
Ἅμα πνιγμὸ δὲν γνώρισες κι ὅσα δὲ σοῦ 'χε ὁ χάρτης...
Ὅ,τι μὲ ἁρμύρα κόπιασες, ποιός ἄλλος θὰ ἐκτιμήσει;
 
«Μὰ ποιός μπορεῖ τὴ Θάλασσα νὰ τὴν καθυποτάξει;»
Τ’ ἀνεμικά, συχνά – πυκνὰ τὸ κράζουν το 'νὰ στ’ ἄλλο
κι ὡς τ’ ἀφουγκράζομαι, μετὰ στίχους τὰ κάνω, πράξη.
Χρόνια ἕνα μπάρκο σκέφτομαι, μὰ ὅλο τ’ ἀναβάλλω...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Tattoo
 
 
-Γιατί πληγώθηκες τόσο ἀπὸ μένα;
-Γιατί μοῦ δόθηκες καὶ δὲν μιλᾶς;
Γιατί στὰ μπράτσα μοῦ τ' ἀνδρειωμένα,
κόρη ποὺ κέντησα πιὰ δὲ γελᾶς;
 
Μήπως ξεθώριασες καὶ δὲν ὑπάρχεις;
Μήπως σὲ κέντησαν σ' ἄλλο κορμί;
Μήπως κουράστηκες καὶ πιὰ δὲν ἄρχεις
μὲ τὴν πρoτέρα σου κείνην ὁρμή;
 
Μήπως ξαπόστασες σὲ ξένη κλίνη;
Μήπως ἀρρώστησες καὶ δὲν μπορεῖς;
Μήπως καὶ θλίβεσαι μὲ τὴ σελήνη;
Μήπως σὲ πρόλαβε καιρὸς βαρύς;
 
Θῦμα μὴν ἔπεσες μιᾶς ἄγριας δίνης;
Γιατί μοῦ σκιάζεσαι καὶ δὲ μιλᾶς;
(Ἔρωτα, μίλα της! δῶσε κι ἐκείνης...)
Γιατί στὸν πόνο μου δὲν ἀπαντᾶς;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ποτέ...
 
 
-Ποτὲ τῶν φύλλων ποίησα τὸ θρόϊσμα·
δὲν εἶχε χῶρο ἡ γῆς, μὲς στὴν ψυχή μου.
 
Μόνο, μιὰ στάση, ἀμφίβιας διαδρομῆς...
κι ἀντίκρισα στὸ βλέμμα σου,
τοπία μὲ χρώματα·
τοῦ θαυμασμοῦ μικρὰ ἡλιοτρόπια.
 
-Σὲ μυστικὸ ἀκρομόλι,
δροσιὰ σὲ ἀντιλαμβάνομαι.
Στὸ σῶμα μου, Ἀργοναύτη.
Ἀκρόπρωρη μορφὴ ποὺ χάραξαν
τὰ λόγια τῶν ἀνέμων.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
...καὶ ἤμασταν ἐμεῖς, Ποσειδῶνα,
ποὺ κινήσαμε γιὰ τὸ Βορρᾶ·
οἱ πρῶτοι χαρτογράφοι
βασιλιᾶδες τῆς θάλασσας...
 
-Τὶς λέξεις, θ' ἀφροσβήσω
ἅμα περίσσιᾳ σκόρπισες...
 
-Στὸ λόγο μου, ἡ πανσέληνος!
Ἀνυποψίαστος ἔγραψα...
καὶ βέβαια, ταξιδεύω
πορεία στὴν ἄβυσσο...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ψυχή τε καὶ σώματι, θάλασσα
 
Εἶδα:
 
Τῆς χρυσαυγίτισσας Ἠὼς τὴ ροδοδάχτυλη τέμπερα
σ' ἐρυθρόμορφο σκύφο.
Σὲ κύλικα, θαλάσσιο γιόμα.
 
Τὸ ἄστρο τὸ πρῶτο, τὸ ἐπιφανές
ποὺ φωτίζει τὶς ἐκβολὲς τῶν ψυχῶν,
ποὺ χειραφετεῖ τὸν ἔρωτα.
 
Τ' ἁλάτι κουφέτο γυμνοῦ λευκόλιθου
ὅπως νύφη – Ἀφροδίτη μὲ κρίνους στὰ χέρια,
πρὸς Ἥφαιστο.
 
...............................
 
Στοὺς μυριόλιθους κόκκους τῆς ἄμμου,
καρκίνους πολύποδες περιπατητικούς -
ὅπως Ἀριστοτέλης
 
σὲ μαθητεία μικροῦ Ἀλεξάνδρου κοσμοκράτορος,
τοῦ πάλαι ποτὲ ἰσαξίου τὴ ρώμη,
Ποσειδῶνος.
 
..................................
 
Στὴν τρεῖς – χιλιόχρονη μέσα της ἄσκηση,
τὰ πολλά τα εὖ μακαρίζω, εὐγνώμονας
γιατί ἤμουν, καὶ εἶδα...
 
Ἰαπωνία, Κόμπε 1993
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κοῦρδοι
 
Στὸν Ἀμπντουλὰχ Ὀτζαλάν
 
 
"Θέριευε ἡ ψυχὴ θωρῶντας τοῦ λυκόφωτος τὴ χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως τὸ μυαλὸ σὲ πυρετό.
Στὸ θαμπὸ τοῦ λογισμοῦ του, τὸν συντρόφευαν οἱ φάροι
καὶ μὲ λάμψεις, τοῦ θυμίζαν κάθε τι 'ναι μπορετό.
 
Διύλιζε ἡ ματιὰ τοὺς ἴσκιους νά 'βρει πέλαγο ἡ ψυχή του.
Ἔγνοια μόνη του τ' ἀχνάρι τῆς αὐγῆς τ' ἀλαργινό".
-Δεῖξε του, πῶς νὰ κιαλάρει τὴν ἀναίσχυντη ἐποχή του.
Μάθε του, πῶς νὰ γνωρίζει τί δὲν εἶναι ἀληθινό.
 
-Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, σὺ τοῦ σύμπαντος ἀστέρι,
ποὺ δὲν ἤθελα νὰ μάθεις, ποὺ δὲν ἤθελα πληγεῖς...
Βγὲς ἀπ' τὸ θαμπὸ σκοτάδι κι ἔλα πιάσε μου τὸ χέρι
νὰ σοῦ δείξω, τί δὲν πρέπει καὶ ποιά πρέπει γιὰ νὰ δεῖς.
 
"Πέφτει, τὸ παιδί, σφαδάζει μέσα στ' ἄγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο ἡ ματιά του – σάμπως ἀπὸ πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί τοῦ δεῖξαν πόθεν τέρπεται τὸ φίδι:
Ἔμαθε, ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸ τί 'ναι μπορετό..."
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Aegean Wind
 
 
Εἰς μνήμην Γεωργίου Ξυπολιτάκου
 
Τὴν ἱστορία ποὺ θὰ σᾶς πῶ, τὴν ξέρουν μόνο ἐκεῖνοι
ποὺ βρέθηκαν νὰ πολεμοῦν τῆς θάλασσας τὴ δίνη.
Πού 'δὰν στοιχειὰ καὶ δράκοντες στ' ἀτσάλι του κυμάτου.
Τοὺς ἀληγεὶς ποὺ ἀκούσανε ψιθύρους τοῦ Θανάτου:
 
Τὰ παιδικὰ τοῦ βάσκανα, ποὺ τοῦ 'χαν γιὰ τὴ μοῖρα,
τά 'πλεκε στίχο ἡ μάνα του καὶ τοῦ πατρός του ἡ λύρα.
Τό 'θελαν ἠλιογέννητο, τὸ ραίνανε μὲ τ' ἄνθη!
Τοῦ λέγανε γιὰ τὴ στεριά, μὰ δὲ ἡ ψυχή του εὐφράνθη.
 
Ρώταγε μόνο, στὸν ἀφρὸ πῶς στέκουν τὰ καράβια.
Πῶς ἡ στριδώνα καὶ ἡ σκουριὰ δὲν πιάνουν στὴ μοράβια.
Ὅταν τοῦ δώσανε κουπί, πῶς ἔκανε νὰ μάθει!
Ἀπὸ τὸ μόλο, ἡ μάνα του, τὸ σταύρωνε μὴν πάθει.
 
Στὰ εἴκοσιδυό του, ἀνέβηκε νὰ δεῖ πῶς τὸ καράβι.
Σάπια τα στρίτσα, ἡ ἄγκυρα! οἱ δέστρες του καὶ οἱ κάβοι.
Μὲς στὰ Χριστούγεννα, βαρὺς καιρὸς ὁπού 'χε ζώσει,
τό 'χαν οἱ γλῶσσες τῆς φωτιᾶς θανατερὰ λαβώσει.
 
Ἄπατρις, εἶμαι, ξενικός! Δὲ μ' ἄρεσεν, ἡ ρήχη...
Ἀπόψε, πέλαγο βαθὺ εἶν' τῆς γραφῆς μου οἱ στίχοι...
Ἔγνοιες! λυγμοὶ καὶ βάσανα, καημοὶ καὶ στενοχώρια...
Κι ἐκείνη ἀκόμη μοῦ ἡ σκιὰ χαίρεται νά 'ναι χώρια).
 
25 Δεκεμβρίου 2009
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Εἰς μνήμην Δημητρίου Σελίμη
 
 
Μυροβολοῦσε ἡ θάλασσα, σὰν στέγνωνε ἡ ἁρμύρα
κι ἐκείνη, ἡ ἔρμη μάνα του, τὸ ζύγωνε σὰ Μοῖρα.
Τρύπωνε μὲς στὰ μάτια του, νὰ δεῖ πῶς ἡ ψυχή του
κι ὕστερα, τοῦ ψιθύριζε γλυκόλογα στ’ αὐτί του:
 
«Φύγε! Δὲν κάνεις γιὰ στεριά! θάλασσα ἐσὲ σοῦ πρέπει».
Ἔφυγε• κι εἶπαν ὕστερα πὼς πιὰ δὲ θὰ τὸ βλέπει...
Μαυροντυμένη, ἀσάλευτη προσμένει στὸ μουράγιο.
Ὀλημερὶς βογκάει καὶ λέει: «Ἀγόρι μου, κουράγιο!»
 
Μαχαίρι μαυρομάνικο βαστάει καὶ τὸ ξορκίζει.
Ντύνει μ' ἁρμύρα τὸ κορμὶ κι ὡς τραγωδὸς ἀρχίζει:
«Ὠιμέεε!! παιδὶ ποὺ πόνεσα, παιδὶ καλοσυνάτο
σὲ ποιά νὰ ψάξω θάλασσα, σὲ ποιό κύμ' ἀπὸ κάτω;
 
Ἂς ἦταν, τὸ κορμάκι του στερνὰ νὰ τ' ἀγκαλιάσω,
στὰ καθαρὰ τῆς κλίνης του σεντόνια νὰ πλαγιάσω.
Παρακαλῶ σέ, Θάλασσα!! Παρακαλῶ σέ, Μοῖρα!!
Νὰ μὴν χαρῶ πιὰ θάλασσα! Νὰ μὴ γευτῶ πῖ' ἁρμύρα!»
 
Δυὸ μέτρα θὰ κατέβηκε, νὰ βρεῖ τὸ χρῶμα ποῦ 'χεις,
καὶ τοῦ 'γινες, τάφος βαθύς. Τί ζήλεψες, νὰ τοῦ 'χεις;
Νὰ πεῖς, καθὼς κατέβαινε, κείνη τὴ σκέψη, ποῦ 'χε...
Νά 'βλεπες μὸν’ πῶς ἔκανε, πόσην ἀγάπη, σοῦ 'χε.
 
Πές μου, καημένο μου παιδί, ποὺ μέτραες τῶν κυμάτων,
τὰ ὀστᾶ σου, ποῦθε νὰ τὰ βρῶ στὰ μύρια τῶν θυμάτων;
Σὲ ποιό νὰ ψάξω, διάβα της; Τὸ βλέμμα, ποῦ νὰ στρέψω;
Ποῦθε κεῖ μέσα νὰ σὲ βρῶ, καὶ πρὸς τὰ ποῦ νὰ τρέξω;
 
Σκέφτομαι τώρα, ἡ δύστυχη, νὰ πέσω ἀπ' τὸ μουράγιο,
νά 'ρθω κοντά σου, ἀγάπη μου, μὰ ποῦ νὰ βρῶ κουράγιο
ποὺ μὲ προσμένουν στόματα στὸ σπίτι τὸ δικό μας
καὶ μοῦ θυμώνουν, λέγοντας: Μάνα, ποῦ 'ν' τὸ μικρό μας;
 
Θάλασσα, τί θ' ἀπάνταγες στ' ἀδέλφια π' ἀγαποῦνε;
Αὔριο, σιμὰ θὰ κάτσουνε, κεῖ δὰ θὰ κολυμποῦνε.
Μάνα κι ἐσύ, θὰ πόνεσες στὸν πόνο τὸ δικό μου.
Κάνε μὲ τ' ἄλλα τὰ παιδιὰ νὰ παίζει τὸ μικρό μου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στυλίδα
 
Στὸν Θανάση Μπαρούτη
 
Νά το! Νά το, τὸ καράβι. Πέφτει πλάϊ στὴν προκυμαία.
Δένουν στὰ κατάρτια πάνω τ’ ἀνεμόδαρτα πανιά.
Δές, πῶς στὸν ἱστὸ ἀνεμίζει τῆς πατρίδος του ἡ σημαία.
Ἦρθε νὰ μᾶς δεῖ, πρὶν φύγει γιὰ τὸν Κάβο του Μαλιά.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὰ καράβια
 
Ἀπόψε, καθὼς φεύγουν πρὸς τὰ πέλαγα
καὶ χάνονται στὶς σπεῖρες τοῦ Γαλάζιου,
μὲ νοσταλγία κοιτῶ, καὶ μὲ συγκίνηση,
ταχύπλοα νὰ λικνίζονται στὴν ἄφρη.
 
Νὰ ἐγκαταλείπουν πίσω τους, σφυρίζοντας
τῆς προκυμαίας τὴ γνώριμη ἄκρη·
μὲ μιὰ σημαία στὴν πρύμνη, ἑλλήνισα!
διασχίζοντας τὰ γήινα μάκρη...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μεταστάντες
 
 
Κι ἔφτασ’ ἡ νύχτα τοῦ φονιᾶ τοῦ Χάροντα βαρκάρη.
Ἄραγε πῶς ἀκάλεστος στὰ βιαστικὰ ζυγώνει,
ποὺ σκιάχτηκαν τὰ πέλαγα καὶ σιώπησαν τ’ ἀγέρια
μεσονυχτὶς καὶ λούφαξαν τοῦ πεπρωμένου οἱ Μοῖρες;
 
Ὠιμέ! οἱ ναῦτες πῶς θρηνοῦν τὴν ἄχαρη τούτην ὥρα!
Τὰ δίχως σάρκες σώματα στ’ ἀτσάλια παραδέρνουν
μπλεγμένα πάνω στ’ ἄρμενα καὶ στὰ ναυάγια μέσα.
-Τί δὲν ἀκούγονται οἱ λυγμοί, ἀπ’ τὰ πλήθη τῶν πνιγμένων;
 
Τί τὸ φεγγάρι, σβήστηκε καὶ δὲν φωτάει τὴ ρούγα;
Τί τὰ οὐράνια σώματα δὲν κλαίγουνε γιὰ κείνους,
ψιλὴ βροχὴ δὲ ραίνουνε νὰ ξεπλυθεῖ τὸ γαίμα...
-Πῶς τῆς βροχῆς τὸ στάλαγμα νὰ νιώσει ὁ πεθαμένος;
 
Μάταια παλεύουν στὴν εἱρκτή, τῶν ναυαγῶν τὰ πλήθη.
Ἔτσι ὡς ὁρίζει ὁ Θάνατος: μὲς στ’ ἀναφιλητά τους,
(γιὰ κεῖνο τ’ ἀναπάντεχο κι ἀνέτοιμο ταξίδι),
μὲ τὴν ἀνάσα του καυτὴ τρυγάει ψυχὲς κι ἁλώνει.
 
 
Ἀπὸ τὴ συλλογή: Τ’ ἀβυσσαλέα
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Στὴ γέφυρα
 
Ἔλεγε:
 
"Ταξιδεύοντας, σὲ αὐτὴ τὴ θάλασσα,
ἔχεις τὴν αἴσθηση τοῦ λεύτερου,
τοῦ ἀπρόσβλητου, τοῦ δυνατοῦ".
 
Ἔτσι, σίγουρος κίνησε
γιὰ τὸ μεσαῖο τὸ κάσσαρο.
Δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ ἀπὸ πρὶν ὅμως
τὶς τρεῖς πατημασιὲς τοῦ καρχαρία
κι αὐτόν, ποὺ ἐνέδρευε
στῶν ἀμπαριῶν τὰ διάκενα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ ἀποχωρισμοῦ
 
 
Πᾶνε χρόνια πού 'χει φύγει
γιὰ ταξίδι μακρινό,
κι ἐγὼ νιώθω σὰν πιὸ λίγη
ἀπὸ θάλασσα, οὐρανό.
 
Τὸν προσμένω μὲ τὴν χάση,
τ’ ἀεράκι τ’ ἀλαφρό,
τὸν προσμένω γιὰ νὰ φτάσει
μὲ τὸ κῦμα, τὸν ἀφρό.
 
Ἂχ καὶ νά 'ταν, τὸ καράβι
μὲ μιὰ πλέξη νὰ δεθεῖ,
καὶ τὸ χέρι ποὺ τὸ ράβει
νὰ μὴ θέλει, νὰ λυθεῖ.
 
Νὰ μὴ θέλει πιὰ νὰ φύγει
γιὰ ταξίδι μακρινό,
νὰ μὴ νιώθω κι ἐγὼ λίγη,
δίχως θάλασσα, οὐρανό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

  
Ποιήματα "Τῆς θάλασσας" 1977 - 1996
 
 


Μέρος δεύτερο: "Τῆς στεριᾶς" 1990 – 1996
 
 
Τὸ καλύτερο ποίημα ὅλων τῶν ἐποχῶν
εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βρίσκεται ἀκόμη
στὴν διαδικασία τῆς ἀπόδοσης του
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς ψυχῆς II
  
Στὴ Δήμητρα - Λιζέτε
 
Γιατί, τῆς ψυχῆς ἡλιαχτίδα δική της,
ποὺ φέρει ἀπ’ τῆς νιότης τὸν πρῶτο καρπό,
τὴ λάμψη στερεῖς πού 'χε μὲς στὴν ψυχή της,
κι αὐτή, τῆς χαρᾶς της δὲν ζεῖ τὸ σκοπό;
 
Ποῦ πᾶς βιαστικὰ σ’ ἄλλης νιότης τη χάρη
κι αὐτὴ ζεῖ τῆς πλάνης μιὰ ψεύτρα χαρά;
Μὴν πίσω καλεῖσαι νὰ πᾶς στὸ φεγγάρι;
Ποιός θέλει ἀπὸ τ’ ἄνθη τῆς Γῆς τὰ ξερά;
 
Ποιός θέλει διαβάσει γιὰ κίτρινα φύλλα;
Ποιός θέλει μιὰ στέρφα τοῦ λόγου γραφή;
Αὐτὴ ποὺ σκορπίζει τὴν ἀνατριχίλα,
θὰ πρέπει νὰ δείχνει πὼς ἔχει ταφεῖ;
 
Ποιά πῆγες ἀνήλια ψυχὴ νὰ λυτρώσεις;
Μὴν ἔγειρες κρίνο κορμὶ στοῦ γιαλοῦ;
Μὴν ξέχασες κάπου το φῶς σου νὰ δώσεις
κι ἀπ’ τὸ πολὺ θάμπος τὸ πῆγες ἀλλοῦ;
 
Γι’ αὐτό, τῆς ψυχῆς ἡλιαχτίδα δική της,
στ’ ἀφώτιστα στεῖλε μὶ’ ἀχτίδα φωτός,
νὰ πάψει θαμπὰ τῆς γραφῆς ἡ ψυχή της,
κι ἐκεῖνα τῆς τ’ ἄνθη, νὰ βγάλει στὸ φῶς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς κλαίουσας
 
 
Θὰ προσμένω τὴ βροχούλα μ' ἕνα σύννεφο νὰ φτάσει
ξεδιψῶντας μου τὴ ρίζα σ' ἕνα βράχο πλάϊ γερτό,
ὅπου θά 'χει ὁλόγυρά της – μαῦρο χῶμα νὰ χορτάσει,
ἀνεμῶνες κι ἄγρια ρόδα, σ' ἕναν τόπο ὑποφερτό...
 
Θὰ προσμένω μιὰν ἀχτίδα νὰ φωτίσει τ' ἄγριο βράδυ
κι ὅσο ν’ ἀποκόψει, θέλω φῶς μονάχα ἑσπερινό,
φῶς νὰ φέγγει μου τὸ σῶμα μέσα στὸ πυκνὸ σκοτάδι,
γιατί τ' ἄγνωστα φοβοῦμαι κι ὅ,τι ἀχεὶ νυχτερινό.
 
Ὅλο λέω πὼς εἶν' χαρά μου νὰ προσμένω την αὐγούλα
γιατί λαχταροῦν το φῶς της διψασμένα οἱ φυλλωσιές,
γιατί λαχταροῦν νὰ πιοῦνε τὸ καθάριο ἀπ' τὴ δροσούλα
κι ὅσα ποὺ ἀπομεῖναν δάκρυα μὲς στῆς Γῆς τις ἐμπασιές.
 
Θὰ προσμένω μιὰ βροχούλα στὰ ριζά μου γιὰ νὰ φτάσει,
γιὰ νὰ πιοῦν οἱ γύρω κάμποι καὶ τὰ δέντρα τ' ἀχαμνά.
Θὰ προσμένω νὰ σιωπήσει ἀπ' τὰ πέρα γύρω δάση
τὸ τζιτζίκι, ποὺ φωλιάζει καὶ τὰ μέσα μου χαλνά.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐπιθυμία
 
 
-Τί ἔχω πάνω μου ποὺ σὲ τρομάζει;
Μήπως ποὺ σ' ἔφερα στὴν ἐρημιά;
Μὴν ἡ φτερούγα μου, ποὺ σὲ σκεπάζει;
Κοίτα τριαντάφυλλα καὶ γιασεμιά!
 
Μὴν εἶναι ἀσύμμετρος τοῦτος ὁ τάφος;
Πές μου, μὴν ἥσυχα δὲν εἶν' ἐδῶ;
Δὲς τὴν εἰκόνα του, πῶς ὁ ζωγράφος
σωστὰ τὴ φώτισε γιὰ νὰ σὲ δῶ!
 
Μήπως... τὸ σῶμα σου γυμνὸ παγώνει;
Μὴν ἀντιστέκεσαι στ' ἄϋλο κορμί;
Μήπως ἡ νύχτα ποὺ σὲ κυκλώνει;
Μὴν εἶναι τ' ἄνθη σου χωρὶς ὀσμή;
 
-Μοῦ λείπει μί' ἄνοιξη, γιὰ νὰ λατρέψω.
Μοῦ λείπει σούρουπο, νὰ ἐρωτευθῶ.
Ἄχ, πόσο θά 'θελα γιὰ νὰ ἐπιστρέψω
κι ἐδῶ στοῦ τάφου μου μὴν ξαναρθῶ.
 
Ἐγὼ εἴμ' ἀγάπης ψυχὴ δοσμένη,
κι ἐδῶ ποὺ κείτομαι, δίχως καμιά...
Κι ἂν εἶν' ἡ εἰκόνα του, μὲ φῶς λουσμένη,
ποῦ βλέπεις στ' ἄνθη μου, τὰ γιασεμιά...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Ἡ νύφη
 
 
Τῆς εἶπαν λευκὸ νυφικὸ νὰ φορέσει ἀπὸ σύννεφο,
τῆς βάλαν ἀταίριαστα στέφανα μιᾶς λεύκας τὴ ρίζα,
κεντρὶ σ’ ἕνα φύλλο χαρτὶ προικοσύμφωνο ἀχάλαστο
μὲ ζά, κι ἕνα κάμπο γιαλὸ σὲ βουνίσιο ἀκρωτήρι.
 
Μικρὰ χελιδόνια ξεχύνουν θλιμμένα ἀπ' τὰ μάτια της,
στὶς δυὸ τῶν βλεφάρων πλευρὲς γῦρο κάνουν θανάτου,
ματόκλαδα ἐκεῖ ξερικὰ σὰν τὰ δέντρα της ἔρημος,
κουρνιάζουν ἀπάνω κοράκων τὰ στίφη χειμῶνα.
 
Θυμὸς στὸ κατώφλι ἀπ' τὰ χείλη κι ἡ ἀνάσα της θύελλα,
πικρὸς κομπασμὸς ἐμφανίζει μιὰ πλάτη σκανδάλης,
πασχίζει μὲ ὀργὴ νὰ χαθεῖ μὲς στῆς νύχτας τὸ σάβανο,
μπροστὰ ξενιτιὰ τὸ μαντίλι κι ὁ μόλος καράβι.
 
Καρτέρι ὁ φονιᾶς μὲ μαχαίρι στὴν ἄκρη μιᾶς ἄσφαλτος,
κοκόρι λαλεῖ στὰ παρθένα χλωμὰ τώρα χείλη,
ροδιοῦ χρῶμα ἡ κάμα κι ὁ πέπλος τῆς νύφης πιὰ κόκκινος,
ψαλμοὶ περιμένουν κραυγὲς σὲ χωριοῦ κοιμητήρι.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὁ καημός της Πηνελόπης
 
 
Τί ὄμορφος πού 'σουν ἐχθές, μὲ φόντο τὸ καράβι...
Γύρω σου φῶς ἀνέσπερο καθὼς τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἀταίριαστοι μὲς στὴ στιγμή, κείν' οἱ πεσμένοι κάβοι,
πού 'μοιαζαν πύθωνες – θεριά, καθὼς παραμυθιοῦ.
 
(Ἄσπιλη τύλιγε σιωπὴ τὰ χείλη ποὺ διψοῦσα.
Δυὸ δειλινὰ τὰ μάτια μου μὲ δίχως οὐρανό.
Μύρια τὰ μύρα λούστηκα γιὰ κεῖνον π' ἀγαποῦσα,
μὰ δὲν ποὺ βρῆκα τ' ἁλμυρό, μυρωδικὸ ἱκανό...)
 
Αἴφνης ἀνοῖξαν οἱ οὐρανοὶ καὶ μοῦ 'δειξες πὼς βρέχει.
Κάτι, δυὸ γλάροι κράξανε καὶ κίνησες μακριά.
Χρόνια το 'να μου μάγουλο γιὰ ἕνα φιλὶ ἀπαντέχει.
Τ' ἄλλο, καιρὸ πιὰ ξέμαθε στῆς πρύμνης τὰ σκαλιά.
 
(Ἡ μοναξιά, σὰν μαχαιριὰ χτυπᾶ καὶ σὲ σκοτώνει.
"Λίγο γαλάζιο κέντησε μὲ πόντο ἀλαργινό!"
Τ' ὄμορφο κεῖνο κέντημα, πῆρε πιὰ καὶ ματώνει...
Στέριωσε μέσα ἡ θάλασσα κι ὅ,τι θαλασσινό).
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ νόστου
 
 
Τὴ στερνὴ φορὰ ποὺ σ' εἶδα, δὲν τὴν ἔχω στὸ μυαλό μου:
Ἦταν νύχτα ἢ χαραυγή;
Μήπως σύννεφα εἶχε γκρίζα, ἢ τὸ κιάλι τὸ καλό μου
ἀπ' ἁρμύρα εἶχε πληγεῖ;
 
Μήπως κύματα πελώρια σ' ἔκρυβαν καὶ δὲν θωροῦσε
ἡ ματιά μου ἡ κοφτερή;
Μὴν ἀπόκαμε ἡ σελήνη, καὶ τ' ὠχρό της ποὺ σκορποῦσε
ἄλλο δὲν σὲ καρτερεῖ;
 
Μήπως κίνησες γιὰ τ' ἄστρα καὶ στ' ἀέναο πέρα βράδυ
μοῦ φαντάζεις μακρινή;
Μήπως χάθηκες, καὶ ἡ μέρα ντύθηκε βαθὺ σκοτάδι,
νύχτα μαύρη ὡς ἡ θανή;
 
Γιατί, Κέρκυρα τοῦ νόστου, ἡ ματιά μου δὲ σὲ φτάνει;
-Πόσο θέλω νὰ φανεῖς!
(Φορτωμένο μ' ἀναμνήσεις τὸ καράβι, στὸ λιμάνι
δὲν περίμενε κανείς...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οὐτοπία ΙΙ
 
 
Ἂν τό 'ξερε, θὰ ἐρχόταν ἡ καλή μου.
Θά 'ταν στὸ μόλο, νὰ μὲ περιμένει.
Θά 'χε λουλούδια - ρόδα ὡραῖα
καὶ θά 'νιωθε, εὐτυχισμένη.
 
Θά 'χε ἀγωνία κι αἴσθημα μεγάλο!
Κι ὅσο, τὸ πλοῖο θ’ ἀργοῦσε, γιὰ νὰ δέσει,
θὰ ὡρίμαζαν τὰ μέσα της, γιὰ μένα
θά 'νιωθε πόθο, πάθος καὶ μιὰ ζέση
 
τόση πού, ὦ! θὰ ἐπάλλετο, καὶ μόνο
λυγμοὺς (φαντάζομαι) καὶ δάκρυα!
Στὸν καταπέλτη, σίγουρος γιὰ ἐκείνης
τὸν ἔρωτα, θὰ στέκω σὲ μιὰν ἄκρια
 
καὶ μ’ ἀνοιχτὰ τὰ χέρια, στὴν ἀγκάλη
θενὰ προσμένω μέσα γιὰ νὰ πέσει.
Θὰ τῆς φιλῶ τὰ δάκρυα, λέγοντάς της:
«Ω, Κέρκυρα!» Κρατῶντας τη ἀπ’ τὴ μέση
 
θ’ ἀνηφορίζαμε γιὰ τὸ Σαρόκο
κι ἂν ἤθελε, νὰ πᾶμε χέρι – χέρι,
ἀναλυμένα θὰ τῆς ἔλεγα: «Ἀγάπη,
δίχως ἐσέ, ἡ ψυχή μου, πιὰ δὲ χαίρει...»
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οὐτοπία ΙΙI
 
 
Θὰ εἶμαι κεῖ, νὰ καρτερῶ...
Θὰ εἶμαι, ἀγαπημένε.
Θὰ εἶμαι γιὰ νὰ σοῦ σταθῶ
ἔρωτα, πληγωμένε.
 
Θά 'χω καὶ κρίνα, γιασεμιά!
Γλυκό μου, παλικάρι...
Θὰ σὲ φιλεύω μὲ ὄνειρα,
καὶ κάτω ἀπ’ τὸ φεγγάρι
 
θὰ σοῦ μετρῶ τὰ σύμπαντα,
θὰ μοῦ μετρᾶς τ’ ἀστέρια,
καὶ μεθυσμένη ἀπ’ ἔρωτα
κρατῶντας σου τὰ χέρια
 
τὸ πρωτινὸ θὰ ψάχνουμε,
τοῦ Αὐγερινοῦ τ’ ἀστέρι,
γελῶντας καὶ ἀστειευόμενοι
θὰ λέμε ποιός, τί, ξέρει
 
μέχρι...Ουρανοί καὶ σύμπαντα!
Τέτοια χαρά, μὴ λείψει!
Πέρασε! Ἔγιανε ὁ καημός,
ἡ ἀπελπισιὰ καὶ ἡ θλίψη...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κέρκυρα XVIII
 
Τέσσερις ἐποχές
 
Κι ἂν σὲ θαυμάζει, Κέρκυρα, κι ἂν μνημονεύει ἀκόμα
- στὸ πάναγνό σου ὁρκίζεται καθαγιασμένο χῶμα -
εἶναι γιατί... ἡ ψυχούλα του, τοῦ λέει πὼς δὲν ἀντέχει,
ἀκούραστα νὰ σὲ θωρεῖ δίχως ποτὲ νὰ σ’ ἔχει.
 
Κι ἂν λαχταρᾶ φθινόπωρο, χειμῶνα, καλοκαίρι,
εἶναι γιατί, τὸν ἄδραξες παιδάκι ἀπὸ τὸ χέρι.
Εἶναι γιατί, τὸν ἔμαθες πῶς ν' ἀγαπᾶ τὴ φύση,
πῶς νὰ μπορεῖ, στὴν ἄμμο σου, τὰ κάστρα του νὰ χτίσει.
 
Κι ἂν σοῦ ποθεῖ, ὡς τὰ σήμερα τῆς Ἄνοιξης τὰ κρίνα
εἶναι γιατί, νοστάλγησε τῆς Ἑπτανήσου ἐκεῖνα...
Ἐσέ, - ποὺ τοῦ ψιθύριζες μὲς στὴν ψυχή του στέρια,
ποὺ τὸν ταξίδευες παιδὶ στοὺς ἥλιους καὶ στ’ ἀστέρια -
 
πῶς νὰ ξεχάσει, Κέρκυρα! Κι ἂν σὲ θυμᾶται, πάλι
εἶναι γιατί, τὸν κράτησες στὴν στοργική σου ἀγκάλη.
Εἶναι γιατί... ὅταν καιρὸ δὲν σὲ θωρεῖ ἡ ματιά του,
λαβώνεται τόσο ἡ ψυχὴ ποὺ σβήνεται ἡ καρδιά του.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κέρκυρα VI
 
Σὰν βλέπω εἰκόνα σου, σιωπῶ.
Θυμᾶμαι, μόνο ν’ ἀγαπῶ
θάμνα καὶ κλώνια.
Τὰ πλάγια! Τὶς βουνοκορφές,
ντυμένες πού 'θὲλ’ ἀδερφές,
νύφες στὰ χιόνια
 
(κόρη τοῦ νόστου, ἐφηβική,
τῆς ὀμορφιᾶς μοῦσα δική,
φωτὸς ἀχτίδα,
πάλλευκο κρίνο καὶ μυρτιά,
τῆς τέρψης μου γλυκιὰ εὐωδιά,
δροσοσταλίδα )
 
Μικρή, κορφιάτικη ἀγριλιά,
πού 'θελα ζώσω μὲ φιλιά!
Τί καρδιοχτύπι....
Ποὺ σ’ ἔπινα, γιὰ νὰ μεθῶ.
Δέντρο ποὺ σ’ ἤθελαν μ’ ἀνθό,
οἱ ἐντός μου κῆποι
 
(καθάρια εἰκόνα, εὐλαβική,
ἀσύγκριτη κι ὀνειρική,
γλυκιὰ πατρίδα,
λευκὴ ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά,
στῆς ἄνοιξης τὴ σιγαλιά,
ἄχραντη ἐλπίδα )
 
καί, ὦ!! ἔρωτά μου, ἐφηβικέ,
τοῦ γήρατος πλατωνικέ,
ἁγνὴ παρθένα:
Κέρκυρα! ἐσέ, τῶν γλυκασμῶν,
σ’ ἀνάμνηση τῶν στεναγμῶν,
φιλῶ ἀπ' τὰ ξένα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Αἰγαιώτισσα ΙΙ
 
Ἦταν τὸ δείλι μπρούτζινο πρώτη φορὰ ποὺ σ' εἶδα
ἐκεῖ, ποὺ θέριευε ἡ νυχτιὰ καὶ χάνονταν ἡ μέρα,
ποὺ τὰ πουλιὰ λουφάζανε στὶς ἀχυρένιες κλῖνες.
Τότε, ἦταν ποὺ φάνηκες κι ἀνέκραξα στεντόρεια:
 
"Ἡ ὀμορφιὰ ἔχει ὄνομα κι ἐσὺ τῆς μοιάζεις, τόσο!!
περίσσια, ἄχραντη ὀμορφιά, τοῦ κόσμου αὐτοῦ στολίδι,
ποὺ σὲ διψοῦν τὰ μάτια μου, ποὺ σὲ πεινοῦν τὰ χείλη,
ποὺ λαχταροῦν τὰ χέρια μου ν’ ἀγγίξουν τὰ δικά σου.
 
Θηλιὰ στὰ μάτια μου 'ριξες ποὺ κόντυνε ἡ θωριά μου
ὤρια, ξωθιὰ Αἰγαιώτισσα, παραμυθένια κόρη
ποὺ σὰν σὲ βλέπουν στὸ στρατὶ τὰ φυσικά, τ’ ἀγρίμια,
ἔκπληκτα στρέφουνε μεμιὰς στ' ἀγνάντι νὰ θαυμάσουν".
 
Μὰ ἐκεῖ ποὺ θέριευε ἡ καρδιὰ κι ἀντάριαζε ἡ ψυχή μου,
κι ὁ νοῦς μου ὀνειρευότανε πὼς σ’ εἶχα στὴν ἀγκάλη,
πὼς σὲ κρατοῦσα πιὰ σφιχτὰ στὰ χείλη καὶ φιλοῦσα,
ἦρθε τὸ ποίημα κι ἔκλεισε μ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ σκέψη:
 
"Κι ὅταν ὁ Χάροντας θὰ ρρεῖ νὰ πάρει τὴν ψυχή μου
κι ὁ πεθαμὸς στ’ ἀπόσκιο τοῦ θὰ μ’ ἔχει ξαπλωμένο,
ἐκεῖ ποὺ γέλια δὲν χωροῦν παρὰ μονάχα θλίψη,
ἐκεῖ θὰ νείρεται ἡ ψυχὴ πὼς σ’ ἀγαπᾶ, πὼς σ’ ἔχει..."
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οἱ τρεῖς γιοί
 
Στὴν Εἰρήνη Κασταμονίτη
 
Ἄδικα τά 'χανε σκοτώσει,
ἄνθρωποι! δὲν ξέρω πόσοι...
κάποια νυχτιά, μ' ἀλλόκοτο φεγγάρι,
κάποιο Γενάρη.
 ............................
 
"Τρεῖς γιούς, μοῦ σκέπασε τὸ χῶμα
κ’ ὕπνος βαρύς, μοῦ τοὺς κοιμίζει ἀκόμα.
Τὸ πρῶτο, δές, τὸ παλικάρι!
πού 'χα καμάρι...
 
Καὶ νά! ὁ δεύτερος νεκρός μου...
τὸ μυρωμένο κρίνο, πού 'ναι 'μπρός μου.
Τὸ δάκρυ μου τό 'χε ποτίσει,
πρὶν τὸ κοιμίσει
 
τοῦ τάφου, ὁ νεκροφύλακάς του,
- τό 'καμε κόσμημα ἑνὸς ἄστρου,
τὸ γιό, τὸν δεύτερο δικό μου.
Μωρό μου,
 
τρίτο παιδί, κι ἀναρωτιέμαι
καθὼς ρωτᾶς κι ἐγὼ ξεχνιέμαι,
ποῦ 'ναι τὸ τρίτο, τὸ στερνό μου,
τὸ πιὸ γλυκό μου..."
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ παράκληση
 
 
Ἦλθεν ἡ ὥρα! Ἡ ὥρα μου...
Σὲ λίγο θ’ ἀποθάνω.
Μηδὲ ποὺ μοῦ 'μεινε φωνή
μετάνοια γιὰ νὰ κάνω
 
καθώς, χαρὰ δὲν ἔδωσα,
μονάχα ἔχω ἀδικήσει.
Δὲν εὐεργέτησα, θαρρῶ
σ' ὁλάκερη τὴ ζήση,
 
γι’ αὐτό, Θέ μου, Πανάγαθε
συγγνώμη ποὺ ἁμαρτάνω
μά, σχώρεσε με, ὡς ἄνθρωπο,
λίγο πρὶν ν’ ἀποθάνω
 
ὁ ἁμαρτωλός, ὁ δύστυχος!
γονυπετὴς ἐμπρός Σου
πέφτω, κεῖ δὰ καὶ προσδοκῶ
νὰ λούσεις μὲ τὸ Φῶς Σου
 
ὥστε, τὸν δρόμο νὰ διαβῶ
κι ἀπ’ τὴν οἰκτρά μου κλίνη,
στερνὸ ταξίδι, ὡς νὰ βρεθῶ
στοῦ τάφου τὴ γαλήνη.
 
Θέ μου, σπλαχνίσου τὴν ψυχή,
ποὺ νείρεται κοντά Σου,
καὶ δεῖξε της πῶς ν’ ἀγαπᾶ,
πῶς νὰ σταθεῖ μπροστά Σου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐνθύμιος στίχος
 
 
Μὲς στὰ ἐνθύμια, πού 'χω βρεῖ καὶ φέρει ἀπὸ τὰ ξένα
καὶ ποὺ σκαλίζω, ὅταν θέλω κάτι νὰ θυμᾶμαι,
ἔχω καὶ πράγματα πολλὰ ποὺ μοῦ 'ναι ἀγαπημένα.
Ὡς τὰ κοιτάζω, νιώθω σὰν ἀπὸ ταξίδι νά 'μαι.
 
Ἔτσι, σὲ μέθη προσπαθῶ γαλήνια γιὰ νὰ πέσω
ὥστε, ξανὰ τῶν πουλητὼν νὰ θυμηθῶ τὰ μάτια
τὰ πονηρά, ποὺ ζήταγαν τὸ πλοῖο μου γιὰ νὰ δέσω,
πρὶν δώσουν σ’ ἄλλον τὴν "καλὴ" ποὺ μοῦ 'φερναν πραμάτεια:
 
«Ἀφέντη! ἐτοῦτο τό 'φτιαξαν δυὸ Φοίνικες μαστόροι
καὶ τοῦτο, τσάμπα! δὲν νογᾶς ποιός τό 'φτιαξε, νὰ πάρεις!
Τ’ Ἀλέξανδρου, ἀφέντη, αὐτό, τὸ σκοτωμένο ἀγόρι.
Ἡ ὤρια Ἑλένη σας αὐτή, ὁπού 'κλεψεν ὁ Πάρις.
 
Πᾶρε πραμάτεια, νὰ χαρεῖς! γι’ αὐτήν; καὶ ν’ ἀποθάνεις!!
Δέκα σελήνια τ’ ἄγαλμα καὶ δυὸ κοῦτες τσιγάρα.
Τέσσερα σ’ εὔχομαι παιδιά, μὰ κόρες νὰ μὴ κάνεις.
Ἄραβας, εἶμαι, κοίταξε! ἀπὸ Σημίτη φάρα».
 
Εἶναι φορὲς ποὺ τὰ κοιτῶ κι ἀναρωτιέμαι, μήπως
δὲν θά 'πρεπε, νὰ τά 'χω ἐδω μὰ ἐκεῖ ποὺ τὰ κοιτᾶνε.
Εἶν’ τῆς καρδιᾶς ὁ ἀπέθαντος ὅμως ἐνθύμιος χτύπος,
ποὺ βγαίνει ἀπ’ τ’ ἄψυχα θαρρεῖς καὶ σοῦ χαμογελᾶνε.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

   

Ἀνθεμόεσσα, 1225 π.Χ
 
Προτιμότερος ὁ πνιγμός, Ἰάσονα
παρὰ π’ ἀγνόησες
τῶν Σειρήνων τὸ κάλεσμα,
καταδικάζοντας
τοὺς διάφωτους στίχους τῶν ἀσμάτων τους
 
ποτὲ νὰ μὴ μάθω.
  

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Ἀνεπίδοτο

 
Μὲς στὴν αὐγὴ καὶ ξύπνησα μὰ δὲν ἤσουν στὴν κλίνη...
Τώρα ποὺ ἡ ἄνοιξις ἀνθεῖ
πές μου, ποιός θέλει νὰ πενθεῖ,
τὸν ἔρωτα, ὅπως φθίνει...
 
Βγῆκα στοὺς δρόμους νὰ σὲ βρῶ κι ἀνάγυρα τὴν κτίση.
Τώρα ποὺ οἱ σκέψεις – συμφορά,
ψάχνω νὰ δῶ ποῦ 'ναι ἡ χαρά,
σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
 
Εὐχὴ δική μου ἡ ἄνοιξη λουλούδια νὰ σὲ ραίνει.
Τώρα ποὺ ἡ ὄξινη βροχή...
ποὺ ἔμεινε πιὰ μιὰ ἐποχή...
ποὺ ὅ,τι ἀγαπᾶς, πεθαίνει...
 
Τότε ποὺ σκέφτηκα νὰ ζῶ μ' ὅσα ἡ ζωή μου δίνει.
Κι ἔτσι... ὅπως σκότισε μεμιάς...
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς ἐρημιᾶς:
Σταυρὸς καὶ κομποσκοίνι.
 
Στράφηκα – μάρτυς μου ὁ Θεὸς στὴ συμφορά μου τούτη.
Τώρα σὲ εἰκόνα του κελιοῦ,
κάνω τὸ σχέδιο τοῦ σταυροῦ:
Αὐτὰ εἶναι μου τὰ πλούτη...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἁγία Ἠρώισσα
 
Στὴν Ἰωάννα της Λωραίνης
 
Ἤσουν ὡραία σὰν ὕπαρξη· μεθυστική.
Στὰ μάτια μου φάνταζες πανώρια εἰκόνα.
Εἰκόνα ὑπέρτατη, ἀγιωτική.
Εἰκόνα ἠρώισσας ἀρχαίου αἰῶνα.
 
Γυμνὸ κορμὶ στὴ σμίλη του Ντεσπιώ.
Ζὰν Ντ’ Ἂρκ Παρθένε της Λωραίνης.
Διψῶ νὰ σ’ εἶχα γλυκὰ νὰ σὲ πιω,
στὸ φῶς μιᾶς νύχτας ἀστρολουσμένης.
 
Νὰ δῶ τὰ μάτια σου, νὰ δῶ τὴν ψυχή.
Νὰ νιώσω τo ἄγγιγμα κι αὐτὸ τὸ φιλί σου.
Νὰ πῶ πὼς ξεκίνησε καινούρια ἐποχή.
Νὰ νιώσω τὴν ἄχραντη τὴ φωτοβολή σου.
 
Μιὰ νύχτα ὁ ζωγράφος ἀνάδευε Φῶς.
(Θαρρῶ του Τζιανκόλα τὸ χέρι πὼς τρέμει).
Ὁ Πόλεμος – Ἔρωτας νὰ ραίνει κρυφός.
Νὰ θέλει στὸν κόσμο σου σφυρὶ καὶ καλέμι.
 
Νὰ πιάσω τὸ χέρι σου, νὰ δῶ τὴ μορφή.
Νὰ δῶ μιὰν Ἀνάσταση μὲ δίχως πιὰ θρῆνο.
Ἐσὺ στὴν Κομπιένη νὰ πιάνεις κορφή
κι ἐγὼ στὴν καύση σου ν' ἀφήνω ἕνα κρίνο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σπουδή


Κάθε μυστικὸ ἔχει μέτρο ὅσο οἱ πῆχες της ὀργιάς σου.
Σὲ μιὰ τρέμει πιὰ ἡ φωνή σου κι ὅταν νείρεσαι γι’ αὐτή,
κι ὅταν στέκει ἐμπρὸς σοῦ νιώθεις σὰν νὰ μίκρυνε ἡ θωριά σου,
σὰν νὰ κολυμπᾶς μὲ μόχθο σὲ μιὰ θάλασσα καυτή.
 
Ὅποιον δρόμο κι ἂν διαλέξεις, πάντα συνετὰ νὰ στέκεις.
Σ’ ὅποιον στίχο κι ἂν πονέσεις κράτα πισινὴ μισή,
καθώς, ὁ καημὸς δὲν εἶναι ροῦχο, νὰ ξεφτᾶς νὰ πλέκεις,
μηδὲ κι ὅ,τι λάμπει μοιάζει στὴν καδένα τὴ χρυσῆ.
 
Ἔγνοια ὁ ἔρωτας καὶ θέλει κόπο, ἀγρύπνια καὶ ξενύχτια.
Κόστη μύρια τὰ ὄνειρα μᾶς κι ἔχουν δάκρυ καὶ λυγμό,
σὰν ἡ θάλασσα τοῦ ἀδίκου, μὲ τὰ κύματα τὰ νύχτια,
παρασέρνει τὸ καράβι σ’ ἕναν ἄδικο πνιγμό.
 
Μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα ψάξε γιὰ καινούρια ρότα.
Κράτα τὴν καλύπτρα μόνο γιὰ τ’ ἀξάφνου τῆς βροχῆς,
γιατί ντύμα τοῦ κορμιοῦ σου θά 'βρεις μὶ’ ἀλλαξιὰ σὰν πρῶτα,
μὰ στεγνὴ ἀλλαξιὰ δὲν θά 'βρεις, γιὰ τὸ ντύμα τῆς ψυχῆς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀγάμων παιάν
 
Παρακαλῶ σέ, Θάλασσα,
τοῦ νόστου μου ἐρωμένη,
ὤρια, ὀμορφιὰ ξεχτένιστη,
στὰ γαλανὰ ντυμένη,
 
τῶν ταξιδιῶν συντρόφισσα,
τοῦ πόθου μου σαγήνη,
ποὺ κάθε νύχτα ἐρχόσουνα
στὴν ἔρημη μοῦ κλίνη,
 
καὶ μὲ τραγούδια, φώτιζες
τῆς μοναξιᾶς τὰ σκότη·
ποὺ σ’ εἶχα μέσα στ’ ὄνειρο
πάντα λαχτάρα πρώτη,
 
Θάλασσα! πικροθάλασσα,
κυρά μου ἀγαπημένη,
φουρτούνα μου κι ἀπανεμιά,
δροσιά μου λατρεμένη,
 
ὅριο, τῆς Γῆς καὶ τ’ οὐρανοῦ,
στολίδι ἐσύ, ψυχή μου,
θεραπαινίδα, γιάτρισσα,
ποὺ σ’ ἤθελα δική μου,
 
γιατί...; γιατί μὲ ἀρνήθηκες
καὶ τώρα δὲ μὲ θέλεις,
καὶ μάρανα, καὶ σκότισα
στὸ διάβα τῆς νεφέλης,
 
κι ἔγιν’ ἡ ἀγάπη σου πληγή,
στὰ στήθια μου καὶ πόνος,
καὶ παρηγόρια ὁ Θάνατος!
καὶ παρηγόρια ὁ Χρόνος...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Κατὰ συρροήν

 
Βαθιὰ πληγή μου διάνοιξες
καὶ πῶς νὰ τῆνε κλείσω.
Τὸν ἔρωτα νὰ ὁρίσω
μὲ στίχους δὲν μπορῶ.
 
Καθ’ ἄλλο πιὰ δὲν ὠφελεῖ
νὰ προσπαθῶ, νὰ θέλω·
τὸν πόνο ν’ ἀναστέλλω
καὶ νὰ σὲ συγχωρῶ
 
γιὰ ὅσα δὲν εὐτύχησα...
Ἡ φλόγα ποὺ μὲ καίει,
καιρὸ τώρα μοῦ λέει
νὰ χαίρω σὰν θωρῶ
 
(εἰκόνα ποὺ σὲ λάτρεψα,
ἀνθὲ πρῶτε τοῦ Μάη)
μ’ ἀπ’ τῆς ψυχῆς τα χάη,
νὰ σ’ ἀποχαιρετῶ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὑποτροπή
 
 
Καὶ νά! Ποὺ εἶδε στ’ ὄνειρο πὼς φάνηκε πάλι.
Πὼς ἦρθε μεσάνυχτα.
Πὼς βύθισε ὁ ἔρωτας στὴν ἄδεια τοῦ ἀγκάλη.
Τὰ χέρια του ὁλάνοιχτα
 
προσμένουν τί πόθησαν καὶ πάλι ν’ ἀγγίξουν.
Πὼς ἦρθε καὶ ζήτησε,
τ’ ἀνέγγιχτα χείλη τους μὲ πάθος νὰ σμίξουν.
Μ' αὐτὸς ποὺ ξενύχτισε
 
(νὰ σμίξει δυὸ θάλασσες μὲς σ’ ἕνα ἀκρογιάλι,
νὰ σμίξουν, μεσάνυχτα
τὸ πάθος καὶ τ’ ὄνειρο στὴν ἄχραντη ἀγκάλη,
μὲ χέρια μισάνοιχτα
 
σκορπίζει μὲς στ’ ὄνειρο καὶ ψάχνει τὸ γνέμα,
τοῦ ἔρωτα - νόστου),
ξυπνᾶ σὲ προθάλαμο, καὶ στ’ ἄδειο τοῦ βλέμμα
ἡ κλίνη τοῦ ἀρρώστου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀντιερωτικό
 
 
Ἀπὸ καιρὸ τὴν ἔβλεπε στὰ ὄνειρα του,
μέχρι ποὺ συναντηθήκανε
κι ἀγαπηθήκανε,
παράφορα,
τόσο ποὺ καμιὰ φορά
ἀπ’ τὴν πολλὴν ἀγάπη
θίγονται, κι ἀγκαλιάζονται
καθὼς τὰ φίδια ποὺ τυλίγονται
μέχρι θανάτου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀντιθέτως
 
 
Ἦταν ἴδιος τὸ πέλαγο τὴν ὥρα ποὺ ἀνταριάζει,
ὁ πόθος μου ὁ κρυφός.
Ἦταν καθὼς τῆς ἀστραπῆς ἐκεῖνο ποὺ μὲ σκιάζει,
τὸ ξαφνικό το φῶς.
 
Ἦταν γιατί τὰ μάτια μας δὲ βρῆκαν ν’ ἀνταμώσουν,
τὴν ὥρα τὴ σωστή.
Ἦταν γιατί τὰ χείλη μας δὲν πρόλαβαν νὰ νιώσουν,
τὴ φλόγα τὴ ζεστή.
 
Ἦταν γιατί δὲν ἔπιασε τὰ χέρια νὰ κρατήσει,
λαχτάρα νὰ σ’ τὸ πῶ...
Ἦταν γιατί δὲ μοῦ 'δωσε μιὰν ὥρα, νὰ ρωτήσει
γιατί τὸν ἀγαπῶ.
 
Ἦταν γιατί μὲς στ’ ὄνειρο, στὰ μέσα κάποιου Ὀκτώβρη...
ὦ φαντασία! τρελή.
Ἦταν γιατί τοῦ εὐχήθηκα, ὅ,τι ποθεῖ νὰ τό 'βρει:
Γι’ αὐτὸ δὲ μοῦ μιλεί...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀνεκπλήρωτο ΙΙ
 
 
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχεις καὶ νὰ μὴ σ’ ἔχω
Νὰ σὲ βλέπω καὶ νὰ μὴ σὲ φτάνω
Νὰ μὲ ἀρνεῖσαι καὶ νὰ σ ἀγαπῶ περισσότερο,
δίχως τέλος.
 
Πῶς, ἔρωτα; Πές μου...
 
Μὰ ποιός μπορεῖ νὰ σὲ μάτιαξε, μάτια μου
καὶ μοῦ θύμωσες τόσο;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄλλως
 
Σὰν νὰ λιγόστεψαν, ἀπόψε
τ' ἄστρα, τὰ σύμπαντα καὶ ἡ γῆς.
Σὰν νὰ λιγόστεψε καὶ ἡ φύση
στὸ αἰθαλικὸ φῶς τῆς αὐγῆς.
 
Οἱ θάλασσες καὶ τὰ ποτάμια.
Τὰ πορφυρᾶ τὰ δειλινά
σὰν νὰ λιγόστεψαν, κι ἐκεῖνα
τ' ἁπλᾶ, τὰ καθημερινά.
 
Τὰ γιασεμιά, τ' ἄλικα ρόδα.
Τὸ χρῶμα ἐκεῖνο τ’ οὐρανοῦ.
Σὰν ὅλα, κάπως ν’ ἀπογίναν
βορὰ τοῦ κόσμου, τ’ ἀλλουνοῦ.
 
Σάμπως ἡ πίστη μας, νὰ ἐχάθη.
Ἄλλως ἡ κτίσις, νὰ πενθεῖ
μὲ δίχως μύρτα κι ἀνθομύρα·
Μὲ ἀσφόδελους καὶ νηπενθή.
 
Σὰν νὰ λιγόστεψε, ἡ ἀγάπη...
Σὰν νὰ βυθίσαμε, μεμιάς...
Σὰν νὰ φροντίσαμε, οἱ ζωές μας
κι αὐτές, βορὰ τῆς ἐρημιᾶς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Αἰσθήσεις


 
Τῆς ψυχῆς τὴ συχνότητα, ἀναπόκριτα ὁρίζεις.
Πόσο μοιάζεις στὰ κύματα σιωπηλὰ ποὺ περνοῦν.
Ὡς μ’ ἀρνήθηκες κι ἔπειτα, σιγαλὰ ψιθυρίζεις
"τ’ ἀνυπόκριτα αἰσθήματα, τὶς καρδιὲς συγκινοῦν".
 
Μὲ τὸ ἀσήμι συγκρίνω τὸ στιλπνὸ τοῦ κορμιοῦ σου.
-Σὲ ἀρυτίδωτο πέλαγο λησμονεῖς ποῦθε πᾶς.
Ὅ,τι λάτρεψες σφάλισε μὲς στ’ ἀρμάρι τοῦ νοῦ σου.
Κάθε στίχος μὶ’ ἀνάμνηση, συλλογιέσαι. Γελᾶς.
 
Τὴν ἀγάπη στὶς ρίμες σου μὲ τὴν πένα διανθίζεις.
Στιχουργεὶς γιὰ τὸν ἔρωτα μπρὸς σ’ ἐνθύμιο παλιό.
Ἀνασταίνεσαι κι ἔπειτα μὲς σὲ στίχους σκορπίζεις.
Κεντᾶς κόσμους καὶ σύμπαντα στῆς ψυχῆς τ’ ἀργαλειό.
 
Μοιάζει ὀλάφριστο πέλαγο τὸ καράβι τοῦ ὀνείρου.
Τὸ ταξίδι ποὺ κίνησες μὰ δὲν βρῆκες στεριά.
Σπάζεις σμῖλες καὶ γλύφανα σὲ μιὰ στήλη σιδήρου,
γιὰ νὰ χτίσεις τὸ κάλλιστο μὲ τὴν πλέρια θωριά.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ζωγραφικὸς Πίνακας
 
 
Κι εἶπε:
 
Θὰ φύγουμε μακριά, σὲ μὶ’ ἄλλη γῆ, θὰ πᾶμε.
Σὲ μὶ’ ἄλλη θάλασσα, ἄγνωστη, σ’ ἕνα νησί, μιὰ ξέρα.
Ὄνειρα ἐκεῖ θὰ κάνουμε καὶ θὰ χαμογελᾶμε.
Τὴν δίχως δάκρυ, ἀγάπη μας, θὰ χαίρουμε ὀλημέρα
εἶπε:
 
Ἐκεῖ ποὺ ἀμάραντα κι ἀθάνατα λουλούδια.
Πού ’χει ποτάμια, ρεματιές, ἰσιάδες, καταράχια.
Ποὺ κελαηδοῦνε τὰ πουλιὰ τὰ πῖ’ ὄμορφα τραγούδια.
Ὁποὺ τοπίο συγκίνησης, οἱ γλάροι καὶ τὰ βράχια
εἶπαν:
 
Βαρκοῦλες χάρτινες στὸ χάλκινο τὸ δείλι
θά 'ν' οἱ ζωές τους, κι ἔπειτα διαρκεῖς σὰν καλοκαίρι.
Στὰ λατρεμένα μάτια της θὰ τὴν φιλάει, στὰ χείλη.
Στὴ μοναξιά του, νοιώθοντας θὰ τοῦ κρατᾶ τὸ χέρι
εἶπε:
 
Ἐκεῖ, π’ ἀσχήμια δὲν χωρᾶ παρὰ ἡ ἀγάπη, μόνο.
Ποὺ τὸ μαντίλι τῆς φυγῆς δὲν χρειάζεται, ν’ ἀσκώσεις.
Μηδὲ καημὸ καὶ θάνατο κεῖ θά ’χει, μηδὲ φθόνο
εἶπαν. Μέχρι ποὺ ξέβαψαν, τοῦ ὀνείρου οἱ ἀποχρώσεις...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σπουδὴ ΙΙ
 
 
Τὰ πελαγίσια κύματα σφοδρὰ σπάζουν στὴν πλώρη
κι ἕρπουν στὸ πλάγι διάφωτα τὰ ἔμβια τῆς θαλάσσης,
κεῖ ποὺ συνάγουν τα λυγρὰ τῶν θυελλωδῶν ἀνέμων,
κεῖ ποὺ ἡ ψυχὴ ζυγίζεται μιᾶς κι ὅλα τ’ ἀνατρέπει.
 
Μὲς στὴν ἀχλή, πῶς προσδοκᾶς σημεῖο νὰ βρεῖς καθάριο
ὥστε, τὸ διάφεγγο νὰ δεῖς του διάττοντα τ’ ἀστέρι;
ἔτσι καὶ ἡ πένα, στὸ ἄρρητο τὸ ξέφωτο τοῦ στίχου
λειασμένη πρέπει, οὐσιαστικὰ νὰ μοιάζει μὲ τὴ σμίλη:
 
"Κι ἂν εἶναι πλέρια ἡ θάλασσα καὶ θέλγεσαι ἀπὸ κείνη,
κι ἂν ἔχει μὲς στ' ἀγνάντι σου τί προσδοκᾶ ἡ ψυχή σου,
τί πάλλει μέσα σου ἡ καρδιά, καθ’ ἄκρη της ν' ἀγγίξεις,
(γράφω), πὼς ἔχει κι ἀβαθῆ. Σκοπέλους, νὰ τσακίσεις".
 
Ἔτσι, κάθε ποὺ βάλλουνε τὰ κύματα καὶ σπάζουν
στὴν πλώρη, κι ἕρπουν διάφωτα τὰ ἔμβια τῆς θαλάσσης,
κάνω σπουδή μου τὸ ἄρρητο, στὰ ξέφωτα τῶν στίχων,
γιατί, φορὲς στ’ ἀνείπωτα, κρύβεται ἡ ἔρμη ἀλήθεια...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ναυάγια
 
 
-Ποιὰν ἀρμενίζεις θάλασσα καὶ δὲ σὲ φτάνει ὁ νοῦς μου
καὶ δὲν μπορῶ τὰ μάτια σου ν’ ἀνταμωθῶ ξανά
ὥστε, λίγο ν’ ἁπάλυνα τοὺς πλείστους στεναγμούς μου.
Ὥστε, νοερὰ ν’ ἀντάμωνα, μὲς σὲ νερὰ κυανᾶ.
 
-Εἶναι του πέλαου τὰ στοιχειὰ καὶ τ’ ἄναρθρα τοῦ ἀνέμου
ποὺ μὲ κρατοῦν στ ἀνήλιαγα, γι’ αὐτὸ δὲ μὲ θωρεῖς
Θάλασσα, ποὺ κατάσαρκα σὲ φέρω ἀπάνωθε μου,
ποὺ ὡς ἄλλοτε, πιὰ δὲν μπορεῖς παρὰ ν’ ἀνιστορεῖς...
 
-Σὲ ἀχαρτογράφητα νερὰ προσμένω ν’ ἀπαγκιάσεις,
νὰ ξαπλωθεῖς καὶ μέσα μου νὰ νιώσεις τὴ δροσιά.
Νὰ μ’ ἀνταμώσεις, ἔρωτα, ὡς ὅτου ἀναγαλλιάσεις.
Ὡς νὰ μὲ δεῖς, στὸ κιάλι σου πρωινὴ δροσοσταλιά.
 
-Γιὰ ἕνα ταξίδι κίνησα - κεῖ ποὺ τὸ φῶς δὲ φτάνει,
ποὺ γκρεμισμένα κείτονται τὰ αἰσθήματα, ἡ χαρά,
κεῖ ποὺ δὲ φτάνει ὁ Ἔρωτας, σὰν ἥλιος νὰ ζεστάνει
ὅποια ψυχή, ἀφέθηκε στὰ βύθια, στὰ σκιερά.
 
Ποὺ σκουριασμένες ἄλυσες κρατοῦν καὶ ἀκινητοῦνε
κάτω ἀπὸ πλήθη βότσαλα κι ὠχρόφυτα γλυφά·
κεῖ ποὺ οἱ ψυχές, στὰ πέλαγα ριγοῦν κι ἀναθαρροῦνε,
κεῖ ποὺ ἡ ζωή, τοῦ Θάνατου τὸ μένος, τ’ ἀψηφᾶ.
 
-Ἤθελα ἐγώ, στ’ ἀτρόμητα τὰ τόξα τῶν ματιῶν σου
στόχος χρηστός: στὸ στῆθος μου νὰ βάλλεις, τῆς ψυχῆς·
ἡ ἀνασαιμιά μου, θά ‘θελα στὶς ἄκρες τῶν χειλιῶν σου.
Συνεπιβάτες στ’ ὄνειρο παρὰ πιὰ δυστυχεῖς.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χριστούγεννα τοῦ 1988
 
 
Χριστούγεννα καὶ εἶμαι μόνη.
Φλερτάρω τὸ κενὸ κι ἀνάβω τσιγάρο.
Ψάχνω φλέβα καλὴ γιὰ νὰ πάρω
τὴν κρυσταλλική μου μεθαδόνη.
 
Ἀκούγεται ἡ βοῦρτσα στὰ μαλλιά μου
σὰν ἡ βελόνα τοῦ δίσκου, ποὺ γρεζάρει.
Παπούτσια χθὲς πῆρα ἀπ’ τὸ παζάρι
κι ἕνα μπρελὸκ γιὰ τὰ κλειδιά μου.
 
Λύνω σταυρόλεξα καὶ χαλαρώνω:
ὁριζοντίως ἐσὺ κι ἐγὼ καθέτως.
Ἕνα ταξίδι σκέφτομαι, ἀνυπερθέτως.
Οἱ φλέβες μου καῖνε μὰ ἐγὼ κρυώνω.
 
Γκρεμίζω τοπία καὶ μεσημέρια
ἀπὸ μιᾶς Γκάρμπο φωτὸ τοῦ σαράντα.
Πόσο μ’ ἀρέσει νὰ κοιτῶ τ’ ἀστέρια,
τοῦ Τζόνι Ὄτις ἀκούγοντας τὴν μπάντα.
 
Δὲν τρώω καλὰ κ’ εἶναι ἄγνωστο πότε.
Μὲ νοιώθω τελευταῖα σὰ νὰ μὴν εἶμαι.
Ἴσως νὰ πέθανα πιὰ καὶ νὰ κεῖμαι
διαβάζοντας τὸ «Ἐν Ψυχρῷ» του Καπότε.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Παραμύθι γιὰ δύο
 
 
Ἐγὼ εἶμαι! ποὺ καρτέραγα
τὴν Κοκκινοσκουφίτσα...
Ἐγὼ εἴμ' ὁ Λύκος, ὁ κακός
μὲ κάπα καὶ μὲ γκλίτσα.
 
Ἐγὼ εἶμαι! τοῦ παραμυθιοῦ
τὸ φοβερὸ τὸ τέρας,
ποὺ ἱστοροῦνε στὰ παιδιά,
στὸ τέλος κάθε μέρας
 
γιὰ κείνη, τὴν πεντάμορφη
ποὺ φόραε φανταιζί
κ’ ἤθελε τ’ ἄγρια καὶ χλωρά
νὰ κόβουμε μαζί;
 
Μὲ προτροπὲς καὶ ἀστεϊσμούς...
Μὲ ἀγγελικὰ λογάκια...
Τί παραμύθια..! Ω, Θέ μου! λέν
στοῦ κόσμου τὰ παιδάκια...
 
Τὰ φραουλένια, ζουμερά
τ’ ἄλικα κεῖνα χείλη...
νὰ ξέρατε τί γεύονταν
ξημέρωμα καὶ δείλι.
 
Μὴδ’ ἄφησαν ἀπ' τὰ χλωρά,
μηδὲ κι ἀπὸ τὰ ξέρα!
Τὰ λένε καθὼς θέλουνε,
μὰ γιὰ τὴν ταμπακιέρα...
 
ποὺ ὅλα τὰ πλήθη τοῦ βουνοῦ,
σὰν ἔβλεπαν, στὸ δάσος...
λέγαν : ὁ Γιῶργος μήν; καλέ...
ὁ Ντῖνος μήν; Ὁ Τάσος;
 
Νὰ πεῖς... δὲν εἶχα μύγδαλα...;
Νὰ πεῖς... δὲν εἶχα χάρη...;
Τί μοῦ 'ταζε στὸν ἵμερο
πὼς κάποτε θὰ πάρει...;
 
Τώρα... ἐγὼ εἶμαι! τὸ θεριό...
ὁ δράκοντας! τὸ τέρας!
κι ἂς φέρω ἐδῶ, στὸ κούτελο,
τῆς ρετσινιᾶς τὸ κέρας...
 
 
Ἀπὸ τὴ συλλογή: "Ἐν εἴδει ἀστεϊσμοῦ"
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὁ ποιητὴς ΙΙΙ
 
 
Τὰ παιδικά, ἀθῶα του μάτια,
ποὺ εἶδαν τῆς θάλασσας τὰ πλάτια,
τὴ χλωμὴ μήνη,
ποὺ εἶδαν τὸ χάραμα, τὸ δείλι,
τῶν ἀστεριῶν νὰ τρεμοσβήνει,
τὸ ἀχνὸ καντήλι...
 
Ποὺ εἶδαν παλάτια, πύργους ὤριους,
ποὺ εἶδαν τοὺς φάρους τοὺς πελώριους -
δυστυχισμένα,
θὰ διάγουν μιὰ ἥσυχη γαλήνη
ἑρμητικά, δεδικασμένα
στὴ σκοτοδίνη...
 
Κι αὐτὰ τὰ χείλη, τὰ ἄλικα τώρα,
ποὺ τὴ στερνὴ θὰ πάψουν ὥρα,
νὰ ἱστοροῦνε,
δὲ θά 'χουν ἄλλο γιὰ νὰ δώσουν,
μηδὲ γιὰ στίχους θὰ μιλοῦνε·
γιὰ νὰ λυτρώσουν...
 
Κι αὐτά, τὰ δυό του τὰ χεράκια,
ποὺ ἔτσι χλωμὰ σὰν τὰ κεράκια,
θὰ ἐγκαταλείψουν,
καθὼς δὲ θά 'χουνε πιὰ ρίμα,
ἀνέργαστα θὰ καταλήξουν,
στὸ ἀνήλιο μνῆμα...
 
...................
 
Τὰ παιδικά, ἀθῶα του μάτια,
ἦταν τῆς σκέψης του ἡ πραμάτεια,
ἦταν ἡ εὐθύνη:
Γιὰ τὶς ψυχές σας, στιχουργοῦσε,
καὶ ὑπό το Φῶς ποὺ κατευθύνει,
σᾶς ἱστοροῦσε...
 
1986
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κορύλοβος
 
Στὸν Ἰωάννη Κουνατιάδη †
 
Εἶναι ἡ ψιλὴ μεσημβρινὴ βροχὴ ποὺ σὲ ταράζει.
Πῶς ξεκλειδώνει ἐδῶ ἡ ψυχὴ μὲ τὸν καιρὸν αὐτόν!
Ὁ Ἐδεμικὸς τόπος ξανὰ τὸ νοῦ σου ἀναταράζει
κι ἀναθυμᾶται ἡ σκέψη σου, στὴ θέαση τῶν ἀνθῶν.
 
Ἠράνθεμα. Πηγὲς δροσιᾶς, οἱ κλαίουσες καὶ ὁ Κῆπος.
Ἡ μπόρα ἡ ἀνοιξιάτικη ποὺ προσπερνᾶ γι’ ἀλλοῦ.
Μέσα στὴν ἄκρατη ὀμορφιά, πῶς τῆς καρδιᾶς ὁ χτύπος
πιὸ ἀνάλαφρος, πιὸ ρυθμικὸς στὸν δέκτη τοῦ μυαλοῦ.
 
Μέθεξης σχῆμα εἰκαστικὸ τὸ αἰθαλικὸ τοπίο.
Μὶ’ ἀντίθεση, κι ὁ στοχασμὸς στὸ φῶς τῆς ἀστραπῆς.
Στὴν ἐκκλησιὰ καὶ νόμισες τ’ ἄχραντο Φῶς τὸ Θεῖο,
πὼς σὲ καλοῦσε εὐλαβικὰ στὸ ἁγνό Του νὰ λουστεῖς.
 
Μὲς στὸ θαμπὸ καὶ πρόσεξες τὴν ὀμορφιὰ ἑνὸς ἄστρου.
Ξενύχτισες ὥσπου νὰ δεῖς το φῶς τῆς χαραυγῆς.
Μονολογεῖς στὴ βόλτα σου: Ὁ χαλασμὸς τοῦ κάστρου
κι αὐτὰ τείχη, γκρέμισαν στὰ χρόνια τῆς ὀργῆς.
 
Κι ἔπειτα, ἡ Ποίηση ἀντίκρυ σου σὲ τάφο ἀκουμπισμένη.
Στὸ βαθυπέλαγο τοῦ νοῦ ζητεῖ μέσα νὰ μπεῖ.
Θέλει στὴ ρίμα τρεῖς ψυχὲς καὶ μιὰ χαροκαμένη.
(Δὲν ἔχει σχόλη ὁ νοῦς, ποτέ. Μὲ χιόνια ἢ μὲ βροχή...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

 

Συγγνώμη 


Θὰ λένε κάποτε γιὰ ἐμᾶς:
Τί χρόνια ἦσαν κι ἐκεῖνα...
 
Μ' ἂν ἦσαν ἄνθρωποι,
δὲ θά 'σαν ταπεινοί;
Δὲ θά 'χαν τὴν ἐπίγνωση
στὴν συμφορὰ ποὺ θά 'ρθει;
Δὲν εἶδαν πὼς οἱ πράξεις των
καταδιωγμένους θά 'βρει;
Κι ἂν δὲν στοχάστηκαν γιὰ ἐμᾶς,
γιὰ τ' ἄλλα δὲν γνοιαστήκαν...
 
Πὼς τ' ὄμορφο τῆς χαραυγῆς
ἀνάμνηση σὲ εἰκόνα;
Πὼς οἱ ἐποχὲς γκρεμίσανε
καὶ τ' ἄνθη μαραθήκαν;
Πὼς ἡ ἄνοιξη ξαπόστασε
κι ἀνέγνοιαστη κοιμᾶται;
Πὼς ἂν ὁ κάμπος δὲν βραχεῖ
στομάχι δὲν γεμίζει...
 
Πὼς τὰ δεντρὰ καὶ τὰ χλωρά
δὲν ἔχουν πιὰ νὰ δώσουν;
Πὼς τὰ πουλάκια στὶς φωλιές
δὲν ἔχουν γιὰ νὰ χτίσουν;
Πὼς δίχως ἔρωτα ἡ ζωή
ἀνθρώπινη δὲν μοιάζει;
Πὼς ἡ χαρά των ἄκαιρη
δίχως παιδιὰ καὶ κόσμο;
 
Θὰ λένε κάποτε, γιὰ ἐμᾶς...
 
Πὼς τ' ἄγρια ἐκεῖνα, τρόμαξαν,
κι ἐμεῖς εἴμαστε τώρα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀπουσίες ΙΙΙ
 
Γιε μου, ποὺ πάντα ρώταγες
καὶ μοῦ 'θελες σὲ κείνη,
νὰ φτάσεις τὴ σελήνη...
Ποὺ μοῦ 'θελες, πέρα – μακριά,
οὐράνιο σῶμα νά 'σαι,
νὰ μὴν πολὺ κοιμᾶσαι...
 
Τῶν ἀστεριῶν ποὺ θαύμαζες
ἐκείνη τὴν χλομάδα,
ὤριο παιδί – λαμπάδα...
Ποὺ σ' ἀνοιχτὸ παράθυρο
καθόσουν μὲ τὶς ὧρες,
μὲ ζέστες καὶ μὲ μπόρες...
 
-Μάνα μου, ἄστρο ἀπέγινα
καὶ πῆγα π' ἀγαποῦσα,
σ' αὐτὰ ποὺ ξενυχτοῦσα...
-Καὶ μ' ἄφησες, μονάχη μου
παράθυρο ν' ἀνοίγω;
Πῶς ἤθελα, γιὰ λίγο
 
ν' ἄγγιζα τὰ μαλάκια σου,
τὰ πάντα καμωμένα.
Καθὼς στὰ περασμένα
νὰ σὲ χαϊδέψω, κι ὕστερα
τὴν κλίνη νὰ σοῦ στρώσω.
Φιλὶ γιὰ νὰ σοῦ δώσω
 
παιδί, γλυκὸ ἀγγελούδι μου,
ποὺ τώρ' ἀλλοῦ κοιμᾶσαι.
-Μάνα μου, μὴ λυπᾶσαι.
Στέκομαι πάντα δίπλα σου...
-Μὰ πού 'ναι σου, τὸ χέρι;
-Στὸ διπλανὸ τ' ἀστέρι...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Γιατί, στιγμή...;
 
 
Εἶχα μιὰ φίλη ἀδερφική, πού 'χα μεγάλη ἀγάπη,
ποὺ τὸ κορμί της νόσησε μ΄αγιάτρευτες πληγές.
Ἦταν μὶ’ ἀρρώστια φοβερή, π’ οὐδέποτε ἀπετράπη,
γεμίζοντάς της θάνατο τὸ σῶμα τ’ ἀσθενές.
 
Τὴν ἐκαλοῦσα σπίτι μου, στοῦ δάσους τὴ γαλήνη,
φροντίζοντάς της τ’ ἄμοιρο κι ἀδύναμο κορμί.
Μοῦ 'λεγε κεῖ, πῶς ἀγαπᾶ νὰ βλέπει τὴ σελήνη,
τῶν Περσειδῶν τοὺς διάττοντες, ποὺ πέφτανε μὲ ὁρμή.
 
Κάποια φορά, σὰν ψίθυρος ποὺ ἀκούστηκε ἡ φωνή της,
ἤθελε κείνη νὰ μοῦ πεῖ, σὰν γίνει ἀστέρι, ἀρκεῖ
μόνο τὸ θόλο νὰ κοιτῶ, νὰ νιώθει ἐμὲ μαζί της,
κι ὕστερ' "ἀποκοιμήθηκε" κοιτῶντας πρὸς τὰ ἐκεῖ.
 
Τιμῶντας την, στὰ σκοτεινὰ κοιτάζω πρὸς τὸν θόλο
πάντα μὲ φόβο, μὴ βιαστεῖ Περσείδα καὶ ριφθεῖ.
Ὅταν κρατῶ, ποὺ μοῦ 'δωσαν τὴ στάχτη της σὲ σβῶλο,
τὰ ὀλάσπρα τῆς νιώθω φτερὰ κι αὐτὰ πού 'χει στεφθεῖ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ Ἀγαθή
 
 
Τὴν κορασιά, τὴν Ἀγαθή,
μέσα στῆς νύχτας τὸ βαθύ
καὶ κάτω ἀπ’ τ’ ἀποβρόχι,
«Ἔγνοια ἡ ἀγάπη πόχει!»
 
τὴν εἴδανε, στ’ ἀποσπερνά
μὲ κάποιον νὰ καλοπερνᾶ:
Νὰ χαίρει, νὰ γελάει!
Στὸ στόμα νὰ φιλάει.
 
Καὶ πρὶν λαλήσει ὁ ἀλέκτωρ τρεῖς,
χωριὰ καὶ πόλεις δεκατρεῖς
τὸ γνώριζαν· καὶ οἱ ξένοι,
πὼς εἶναι... "φιλημένη".
 
Κι ἀπὸ τὰ βάθη τ’ οὐρανοῦ,
κι ἀπὸ τοῦ κόσμου τ’ ἀλλουνοῦ,
ἤρθανε νιοι καὶ γέροι,
νὰ μάθουν ποιός, τί, ξέρει.
 

Ντράπηκε· κι ἔγκλειστη θρηνεῖ
σὲ μοναστήρι· κ' ἐκκινεῖ
συγχώρεση νὰ πάρει:
Ζητῶντας Της τη χάρη.

 
Πέρασαν μῆνες, καὶ μετά
πρὶν κλείσει χρόνους δεκαεπτά...
καὶ πρὶν ὁ ἥλιος, δύσει...
«Δὲν πρόκαμε, ν’ ἁγνίσει!»
 
........................
 
Ἄχ! ...Ἡ Ἀγαθούλα, ἡ κορασιά,
μὲ τὴν καθάρια μπλὲ ποδιά
καὶ τὶς μακριὲς κοτσίδες,
ἔλυσε κάβους χθὲς στὶς τρεῖς
κι οὐδὲ ποὺ γνοιάστηκε ἡ πατρίς·
κι οὐδόλως οἱ Εὐμενίδες...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
La Morte
  
Στὸν Σπύρο Ἀλ. Μανέτα †
 
 
Ἄδεια ἡ πόλη, μόνο θάμπωμα καπνοῦ,
κι ἀργανεβαίνω ταξιδεύοντας μαζί σου.
Κινῶ τὸ χέρι, γιὰ τὸ σχέδιο τοῦ Σταυροῦ,
χριστολογῶ γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς σου.
 
Ἔχω στὴ μνήμη μου τὸ πέρασμα στὰ χιόνια...
Στερνὸ παιᾶνα τὶς πληγές σου, πατριώτη!
Κι ἀπ’ τὴ βοὴ κυπαρισσάνεμου τὰ λόγια:
«Δοξάστε, πέτρες, τὸν ἀθάνατο στρατιώτη!»
 
Σπουδὴ ζωῆς, κι ἀπὰ’ στοῦ Αἰόλου τὸν ἀέρα,
σοῦ κυματίζω γαλανόλευκη παντιέρα.
Καὶ στὰ λειψά τα δυό, ἄνθη θὰ ραίνω
κι ἐκστατικὰ ἐδῶ μπροστά σου θὰ σωπαίνω...
 
Κι ἀργανεβαίνω, ζαλισμένος γιὰ τὶς Μίνες.
Δρομολογῶ τὸ βραδινὸ τὸ πέρασμά σου.
Σὲ Μαντουκιώτικο στενό, γεμᾶτος μνῆμες
πικρολογῶ γι’ αὐτές, ποὺ γίναν τὰ δεσμά σου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὁ ἀρραβῶνας
  
Στὴ Δήμητρα Δελακούρα
  
-Τὸ νυφικὸ ποὺ μοῦ 'ταξε, μ' ἀγκάθινο στεφάνι.
Τὸ δαχτυλίδι τῆς χαρᾶς δὲν πρόλαβα νὰ δῶ.
Ἂν ἦταν ἄλλη, κι ὄχι ἐγώ, μπορεῖ νά 'χε πεθάνει.
Μήπως στενάχωρα ζητῶ μ' αὐτὸ πάντα νὰ ζῶ;
 
-Λόγια στ' αὐτιὰ πού 'ναι φαιδρὰ δὲν πρέπουν σὲ γυναῖκα.
-Μοιάζουν ἐνώτια λαμπερὰ μ' ἀπὸ χρυσὸ φτηνό.
Ἤξερα πέντε σὰν κι αὐτὸν μὰ τώρα γίναν δέκα.
-Πλέξε μὲ κόμπους τοὺς λυγμοὺς καὶ κάνε τους λινό.
 
-Ξεπούλησέ μου τὴ σοδειὰ νὰ σοῦ πουλήσω κι ἄλλη.
-Κάνε τὸ δάκρυ σου βροχὴ νὰ σοῦ χρωστάω πολλά.
Θωρῶ τὰ μάτια σου καιρὸ μὲ ξένο ματοκυάλι.
-Οἱ στοχασμοί, πῶς λάθεψαν καὶ βλέπουμε θολά;
 
-Πᾶρε χαρτὶ κι ἀρμένισε, μὲ κείνη τὴ μελάνι...
-Στοχάσου μί' ἄγκυρα μακριὰ καὶ πέλαγο βαθύ.
-Λῦσε τις δέστρες τῆς ψυχῆς ἀπ' τὸ παλιὸ λιμάνι
καὶ τὴ παντιέρα στάμπαρε σὲ καθαρὸ πανί.
 
Ἔμπα στὸ φῶς γιὰ νὰ διαβεῖς μιὰ θάλασσα γαλήνης.
Ἐδῶ ἡ ψυχὴ μὲ χρώματα καὶ ἰριδισμοὺς πολλούς.
Ἐδῶ ἡ χαρὰ εἶν΄ ἀνείπωτη κι ἐσὺ τὴν κατευθύνεις.
Ἐδῶ εἶναι φλοῖσβος καὶ χωρᾶ μονάχα τοὺς τρελούς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Συνείδηση ΙΙ
 
 
-Κουπὶ στὰ χέρια σου κρατᾶς καὶ σπάρτο – καφὲ φύκι.
-Σοῦ κουβαλῶ τρεῖς θάλασσες νὰ γιάνεις τὶς πληγές.
-Γιὰ παρηγόρια δρόσισα τῆς λήθης τ' ἁρμυρίκι,
καὶ μὲ τὸ ρέστο νότισα τὶς πλεῖστες μου οἰμωγές.
 
-Εἴκοσι χρόνια πέρασαν κι ἄλλοτε πιὰ δὲ σ’ εἶδα.
-Δὲν ἀνταμώνουν, δύστυχε, οἱ ἀφορεσμένοι ἐδῶ.
-Μὲς σὲ μελάνες σ’ ἔψαχνε τοῦ Ἔρωτα ἡ γραφίδα.
-Φροῦδος θενὰ σέ, ἀνάλγητε, μ' ἀνέγνοια τὴν αἰδῶ.
 
-Γράμματα πόθου ἀπὸ στεριὰ μὴ λάβω ἄλλα ποτές μου!
-Ἡ ταχυδρόμος Μοῖρα σου θὰ σ' τὰ φορτώσει ἀλλοῦ!
-Τρὶς ναυαγός, δὲν πρόκαμα στ’ Ἀνάπλι τὶς γιορτές μου.
-Μηδὲ ἀπὸ κιάλι σ' εἴδανε, σὲ μί' ἄκρια τοῦ γιαλοῦ.
 
-Ἤμουν ἐκεῖ ποὺ κράδαιναν τ’ ἀγκάθινο στεφάνι.
-Ποῦθε ἀρμενίζεις, γέροντα, καταμεσῆς τῆς Γῆς.
-Μύρα προβάρω, λάμνοντας σὲ σμύρνα καὶ λιβάνι.
Στὶς ἐσχατιὲς καὶ κίνησα μ' ἀνέμους ἀληγείς.
 
-Τὰ φυλαχτάρια κράτησε σφιχτὰ μέσα στὰ χέρια
καὶ πάλεψε μὲ μὶ’ ἄβυσσο, ξανὰ γιὰ νὰ σὲ δῶ.
Τ’ ἀλλοπαρμένα ρόδα μου, σ' τὰ ξαίνω πεφταστέρια,
κι ὅπως σ' τὰ γνέθω πέταλα, στὴ γῆς πάνω μαδῶ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Μπορντέλα
 
 
Λερὰ κατώφλια, φῶτα νέον κι ἔρημοι δρόμοι.
Βογκάει τὸ μάνταλο τῆς πόρτας σκουριασμένο.
Τῶν γυναικῶν τ' ἀρώματα φθηνά, κι ἀκόμη
τῶν σαλονιῶν το φῶς, φωτάει κοκκινισμένο.
 
Ἡ φαντεζὶ φτάνει γυμνόστηθη κοπέλα.
Λικνίζει τ' ἄπτυχο σφιχτὸ κορμί της.
"Ἄξια γυναῖκα μέσα ψάξε στὰ μπορντέλα".
Σοῦ τό 'χε πεῖ κάποια πρὶν χάσει τὴν ψυχή της.
 
Μικρὸ ἀκατέργαστο διαμάντι τῆς ἀβύσσου...!
"Τῆς λογικῆς ἡ ἁβρότητα, ἐδῶ δὲν πρέπει..."
Δασκαλεμένη ψιθυρίζει μὲς στ' αὐτί σου:
«Δῶσε σὲ μένα ὀχτὼ καὶ τέσσερα στὸ ρέπι».
 
Τὸ ἁμαρτωλὸ στρώνει κλινάρι νὰ ξαπλώσεις.
"Ἂν θές την ἄρμη νὰ ξεπλύνεις, στὸ μαστέλο.
Μετρῶ στὸ χρόνο ποὺ ἀπομένει, ὡς νὰ τελειώσεις".
Τὸ φίλημά σου λαχταρῶ δίχως νὰ θέλω.
 
-Στὸν ἔρωτα, κρένω ἀκατάληπτα τὶς λέξεις.
-Δὲν θέλει μόχθο αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία.
-Ἅμα σοῦ πῶ γι' ἀγάπη, θέλω νὰ προσέξεις.
-Πὲς πὼς σοῦ δόθηκα, μὲ ὑπόσχεση καμία.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄγκυρες
 
 
Τὰ μελανά, ὅταν ζώνουνε τῆς θάλασσας τὰ φίδια
καὶ τὰ πελώρια κύματα στὴν πλώρη παραδέρνουν,
παρηγοριά μας οἱ ἄγκυρες, – περήφανες ἐργάτριες –
μὲ τοὺς κορμοὺς τοὺς κάθετους καὶ τ’ ἀτσαλένια νύχια.
 
Σὰν ταξιδεύουμε, γερὰ τὶς ἔχουμε πιασμένες
μὰ ἐκτεθειμένες, στὴν κακιὰ τὴν ὠκεάνια νόσο,
πού, ὅταν πιὰ θὰ δέσουμε τοὺς κάβους στὸ λιμάνι,
τὶς μύριες βλέπουμε σφοδρὲς πληγὲς ἀπὸ τ’ ἁλάτι.
 
Ἐκρέει τ’ ὀξείδιο βλαβερὲς τοξίνες στοὺς κορμούς τους
πού, μοιάζουν μὲ ἀκατάσχετες πληγὲς σὰν τῶν ἀνθρώπων,
μὰ οἱ ναῦτες, ἔμπειροι σὲ αὐτά, τὰ μέταλλα φροντίζουν
κι ἀκόμη, ἀσταμάτητα: Καδένες, στρίτσα καὶ ὄκια.
 
1978
 
Ἤθελα, οἱ ψυχές μας ἄγκυρες, αὔτανδρες, ποντισμένες.
Γύρω συντρίμμια καὶ πεσμένα βράχια, νὰ τὶς ζώνουν·
γιὰ νὰ μὴ στρέφουν πρὸς αὐτὲς ποὺ στὴ στεριὰ γερμένες.
Γιὰ νὰ μὴ βλέπουν... ὅλ' αὐτά, ποὺ τὶς ψυχὲς πληγώνουν.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σελήνη ΙV
 
 
Σὰν παραμύθι
 
 
Μόλις τὴν εἶδα, σώπασα. Σωρό 'γινα, νὰ πέσω.
Ἀπ’ τὰ ζερβὰ τῆς κουπαστῆς κι ἀπὸ τὴν πλώρη, ἐφάνη
καὶ σκιάχτηκα, σὰν ἔτεινε τὸ χέρι της νὰ πιάσω.
Μὲ ἀπελπισία σὰν ζήτησε νὰ σώσω ἀπ’ τὸν πνιγμό της.
 
Χρόνο δὲν εἶχα νὰ σκεφτῶ παρὰ νὰ τηνε σύρω
μὲσ’ ἀπ’ τὴν ἄγρια θάλασσα κι ἀπὸ τὴν καταιγίδα
ποὺ ὅλη τὴ νύχτα, μαίνονταν στὴ μέση τοῦ πελάγου,
μὲ συριγμοὺς πρωτάκουστους στὸ μένος τῶν ἀνέμων.
 
Δίχως περίσκεψη καμιὰ καὶ δίχως νὰ δειλιάσω
τὸ παγωμένο τὸ κορμί της ἄδραξα ἀπ’ τὸν πόντο
μεμιάς, καὶ τὴν ἀπόθεσα στοῦ διάκενου τ’ ἀμπάρι,
νὰ μὴ μποροῦνε τὰ στοιχειὰ τῆς θάλασσας νὰ πάρουν.
 
Ἔτσι, χλωμὴ ὅπως ἔγερνε στ’ ἀμπάρι ἀκουμπισμένη,
τὴ ρώτησα, τί θά 'θελε γι’ αὐτὴν ἄλλο νὰ κάνω,
μιᾶς καὶ ἡ ψυχὴ τρεμόσβηνε μὲς στ’ ἄχραντο τῆς σῶμα,
μιᾶς καὶ κατάκοπη, τὸ φῶς τῆς κόντευε νὰ ἐκπνεύσει.
 
Συντετριμμένη κοίταξ’ ἕνα γύρω κι ὕστερα ἐμένα
λέγοντας μοῦ «μὴ σκέφτεσαι καλόκαρδη ψυχή μου,
μὲς στὶς βυθίσεις τὶς πολλές, ποὺ μ' ἔταξεν ἡ φύσις,
ἔχω μὶ΄ ἀδιάθετη στιγμή, μιὰ νύχτα, π’ ἀποκάνω».
 
............................................
 
Σὰν παραμύθι τὸ ἱστορῶ στὰ ἐγγόνια, στὰ παιδιά μου,
κι ὅπου βρεθῶ κι ὅπου σταθῶ γι' αὐτὴν λέγω, πὼς εἶδα,
πὼς κράτησα γιὰ μιὰ στιγμὴ στὰ χέρια τὴ Σελήνη,
τὴν ἔμορφη χλωμοκυρά, τῆς Γῆς τὴ φωτοδότρα.
 
Τὸ μολογοῦν τὰ ἑσπερινὰ τὰ κύματα, ποὺ τό 'δάν
Βροτὸς στὰ χέρια νὰ κρατᾶ πρὶν λίγο ἀπ’ τὴ θανή της
τοῦ ἔαρος τὴν ἑλλήνισα, τ’ ἅγιο τοῦ θέρους λάμπος,
ποὺ μιὰ στὴν ἄβυσσο κινεῖ κι ἄπτερος ὕστερα στέκει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σελήνη ΙΙΙ
  
Ἡ ἀλήθεια...
 
Βρισκόμουν στὴ μέση τῆς θάλασσας, καὶ ἦταν ἐκεῖ.
Βέβαια, τὸ χρέος καὶ οἱ σκοποί μας διέφεραν αἰσθητά.
Ἐγώ, ψάρευα, ἐνῷ αὐτὴ ἐπιτελοῦσε τὸ οὐσιῶδες:
Χρέος ἀρχέγονο, μὲ ἀέναες βυθίσεις μέγιστου θάρρους.
 
Ἦταν τόσο κοντά, χλωμὴ ὅπως πάντα καὶ μόνη.
Εἶχε βυθίσει μέχρι τὴ μέση, ὅταν ἄκουσα τὶς κραυγές...
Κραυγὲς πνιγμοῦ, φόβου καὶ ἀγωνίας, ποὺ σὲ παρέλυαν,
ποὺ σὲ πονοῦσαν ὅπως ὅταν χάνεις κάποιον δικό σου.
 
Ἦταν αὐτή, καὶ ἤμουν ἐκεῖ. Τὴν εἶδα, ποὺ σφάδαζε...
Μὲ αὐτοθυσία, ἔπεσα στὰ παγωμένα νερὰ καὶ τὴν ἀνέσυρα,
ὡς τὴν ἄκρη τῆς βάρκας. Αἱμορραγοῦσα καὶ ἡμιθανής
καθὼς ἦταν, τῆς ἔδωσα τὸ φιλὶ τῆς ζωῆς, ὥσπου ἀνένηψε.
 
Ἐνίοτε, σᾶς τὴ θυμίζω...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κόσμος
 
 
-Στὸ ταξίδι ποὺ κίνησες γιὰ τὰ πέρατα μέρη,
προσμετρᾶς τ’ ὄνειρό σου μὰ σοῦ βγαίνει λειψό.
-Μὲς στοῦ νοῦ μοῦ τ’ ἀσύνορο, ἀριβάρω ἕν' ἀστέρι:
Στ’ ὅραμά μου μιὰ θάλασσα ποὺ σὰν βλέπω διψῶ.
 
Πεφταστέρι ποὺ βύθισες καὶ σὲ φέρω στὸ βλέμμα,
ποὺ συλλέγω σ’ εὐχές μου κι ἔχω κάνει σωρό,
ἅμα θέλεις, ἀνάσυρε μ’ ἕνα γρίπο τὸ γέμα,
νὰ σᾶς ἔχω στὴ ρίμα μου μνῆμες σὰν ἱστορῶ.
 
-Κάθε λέξη ἕνας ψίθυρος ποὺ φτερώνει στ’ ἀψήλου.
Ναυαγοὶ ποὺ σκορπίσατε - δίχως τέλος κι ἀρχή.
-Φορῶ πάντοτε τ' ἄχραντο τὸ σκουτὶ τοῦ ναυτίλου,
προστατεύοντας στ’ ἄστατα τῶν καιρῶν μὴ βραχεῖ.
 
Μύρια τ’ ἄστρα καὶ τ’ ἄπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου:
Ἀλογάριαστα πόσα σᾶς συλλέγω μ’ εὐχές...
-Ἔλα! Ξάπλωσε, ἀγόρι μου. Σὲ θωπεύω. Κοιμήσου.
-Μάνα, οἱ σκέψεις μου ἀσύνορες κοσμικὲς προσευχές.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
O πρωτόμπαρκος
 
 
Πῶς ἤθελε, ἀπ' τὴ στεριὰ μακριὰ νὰ ταξιδέψει,
νὰ βρέξει κεῖνο τὸ στεγνὸ ἀπὸ θάλασσα κορμί,
νὰ μπεῖ κεῖ μέσα της χωρὶς τὸ βλέμμα του νὰ στρέψει·
ἐμπόδιο πιὰ νὰ μὴ σταθοῦν τῆς μάνας του οἱ λυγμοί.
 
Ἤθελε ν' ἄρχει, μὲ χρυσᾶ σιρίτια στὴ στολή του
κι ὅλα τὰ διάσημα καθὼς στὸ στῆθος ποὺ φοροῦν.
Ἤθελε πίστη, σεβασμὸ στὴν ὅποιαν ἐντολή του,
δίχως "ἐχθροὶ καὶ φίλοι του", νὰ τὸν περιφρονοῦν.
 
Κι ὅσο σκεφτόταν, θάρρευε καὶ στὰ βαθιὰ κινοῦσε,
μὰ κεῖνα τ΄ ἄγρια τοῦ καιροῦ τὸν πήγαιναν γι' ἀλλοῦ!
Ὁ φόβος, θόλωνε τὸ νοῦ, ἔκλαιε, παρακαλοῦσε,
κοίταζε πίσω μήπως δεῖ την ἄκρια τοῦ γιαλοῦ:
 
"Δῶσε νὰ φτάσω στὴ στεριὰ καὶ πάνω νὰ πατήσω,
νὰ γιάνει τοῦτο ἀπ' τὶς πληγὲς ποὺ ρήμαξε κορμί·
νὰ πέσω χάμω της καὶ πρὶν τὴν ἄμμο νὰ φιλήσω,
ὅρκο νὰ κάνω: Θάλασσας μὴν ξαναζήσω ὁρμή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Τὸ ὄνειρο ΙΙ
 
 
Ἀπόψε, μέσα στ’ ὄνειρο μοῦ φάνηκε πὼς σ’ εἶδα
νὰ κατεβαίνεις τὸ στρατὶ παράξενα γερμένος
τόσο, ποὺ μέσα στὸ θολὸ δυσδιάκριτο σκοτάδι,
θύμιζες πλοῖο ποὺ χτύπησε σφοδρὰ μιὰ καταιγίδα.
 
Ἀπόμεινα νὰ σὲ κοιτῶ στ’ ἀντίπερα ὡς περνοῦσες
μὲ κείνη τὴ βηματισιὰ καθὼς τῶν μεθυσμένων
ναυτῶν, ὁποὺ τρικλίζουνε κρατῶντας τὸ φανάρι.
Ἴδια κι ἐσὺ βημάτιζες κι ἀσύνδετα μιλοῦσες.
 
Φύσηξε τότε ὡς τὴ στεριὰ τῆς θάλασσας ὁ ἀέρας
κι ἔφερε κείνη τὴ γνωστὴ τοῦ νόστου μυρωδιά του
τόσο, ποὺ ξύπνησα μεμιὰς καὶ κίνησα γιὰ νά 'βρω
τὸ καραβίσιο τ’ ὄνειρο, στὸ μόλο τῆς ἑσπέρας.
 
Πρόσεξα, τότε, τὸ δικὸ κορμὶ πού 'ταν γερμένο
νὰ κατεβαίνει τὸ στρατὶ μ’ ἀπελπισιὰ γεμᾶτο
τόσο, ποὺ μέσα στ’ αὐγινὸ καὶ καθαρὸ τῆς μέρας...
Σκιάχτηκα! πέρα νὰ κοιτῶ ποιόν τάχα περιμένω...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς Γῆς
 
 
Πόσο του βουνοῦ προσμένω τὴν πλαγιὰ γιὰ ν’ ἀντικρίσω.
Νὰ κρυφτῶ ἀπ’ τὸ κάμα κεῖνο τοῦ ζεστοῦ καλοκαιριοῦ.
Πόσο λαχταρῶ τὸ μάγο μονοπάτι νὰ πατήσω.
Τῶν πουλιῶν φωλιὰ νὰ κάνω τὴν παλάμη τοῦ χεριοῦ.
 
Πόσο λαχταρᾶ ἡ ψυχή μου τὸ φθινόπωρο νὰ φτάσει.
Ἀπ’ τὰ πέρα νὰ ξανάρθουν γκρίζα σύννεφα δροσιᾶς.
Πόσο λαχταρῶ νὰ βρέξει καὶ τὸ χῶμα νὰ χορτάσει.
Τῶν δασῶν, κεῖνες οἱ ρίζες, νὰ ξεδίψαγαν μεμιάς.
 
Πόσο λαχταρῶ χειμῶνα νὰ σκορπίσω ἀπὰ στὸ χιόνι.
Τὰ γερμένα τὰ κλωνάρια νὰ τινάξω καταγῆς.
Νὰ φροντίσω τὸ μικρούλι τὸ πουλάκι ποὺ κρυώνει.
Νὰ χαϊδέψω τ’ ἅγιο χῶμα, ποὺ θὰ πάρει ἐμὲ στὴ γῆς.
 
Πῶς τῆς ἄνοιξης προσμένω τὰ λουλούδια γιὰ ν’ ἀνθίσουν.
Νὰ μεθύσω στὶς ὀσμές τους ποὺ τὰ μύρα τ’ ἀκριβά,
θάμνα τῶν γκρεμῶν πουρνάρια τὴν ψυχή μου θὰ γεμίσουν,
γιὰ νὰ δώσω αὐτῆς κομμάτι πρὸς ἐκεῖνον ποὺ πονᾶ.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Νοσταλγία
 
 
Διαβάτη...
 
κι ἂν εἶν' ὁ δρόμος σου, τραχὺς καὶ θέλεις ν' ἀποστάσεις,
ἴσκιο νὰ βρεῖς πρὶν νὰ διαβεῖς τὶς μακρινὲς ἐκτάσεις,
στάσου καὶ πᾶρε ἀνασεμιὰ βαθιά, νὰ σὲ λυτρώσει,
κι ἀπ' τὰ λευκὰ τὰ γιασεμιὰ τοῦ λόγου μου, τὴ χρώση
 
ἄλλοτε δές, τὰ γαληνὰ κι ἄλλοτε τὰ ἐξημμένα.
Τὸν πόνο δὲς καὶ τί περνῶ, φορὲς καὶ ἠθελημένα.
Δὲς τὸν ἱδρῶτα τῆς ψυχῆς καὶ τ' ἄλλα τῆς καρδιᾶς μου.
Γιὰ τ' ἄδολο, μοῦ δώσανε τὰ πάλλευκα φτερά μου
 
καὶ γιὰ τ' ἁγνό, μὲ χρίσανε μέσα μου ἀγάπη νά 'χω,
νὰ ραίνω μὲ τὶς λέξεις μου τὸ κάθε τι μονάχο.
Νὰ κλώθω ρίμες ξαίνοντας, νὰ ὑφαίνω, νὰ μαντάρω!
καὶ νὰ τελειώνω ξέροντας ποιά δάκρυα νὰ γραδάρω.
 
Γι' αὐτό, διαβάτη, κι ἂν τραχὺς κι ἂν ὅλο ἐμπόδια, ὁ δρόμος,
στάσου σιμὰ ν' ἀφουγκραστεῖς, πολύωρα ἢ συντόμως
κι ἕνα σοῦ ὑπόσχομαι, ἀπ' αὐτὰ ἀδιάφορο δὲν ἔχει:
κάτι, σὲ τοῦτα τὰ γραπτά, θὰ βρεῖς νὰ σ' ἀπαντέχει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἂς ἦταν
 
Ἂς ἦταν, νὰ ἔρθεις κατὰ τὴν ἄνοιξη,
μὲ τὰ Μαγιάτικα τ' ἄνθη τὰ πρῶτα,
καθὼς οἱ κάλυκες, πλέρια θὰ λούζονταν
ἀπ' τ' ἀστρικὰ τ' ἄχραντα φῶτα.
 
Κι ὅπως, τὰ γύρω ὅλα θ' ἀνθίζανε
μὲ τὰ εὐώδη, τὰ τρυφερά τους,
ἐμεῖς, στὰ κρίνα καὶ στὰ ἀμάραντα,
θὲ νὰ χαιρόμασταν, τοὺς περιπάτους.
 
Τὸ πρωινὸ τῆς χλόης τὸ πάτημα,
θὰ ἦταν χαλὶ τοῦ ἔρωτά μας,
ἐκεῖ ποὺ ζοῦν τ' ἄγρια, τ' ἀνήμερα,
ἐκεῖ ποὺ ἀγάλλεται, ἡ καρδιά μας.
 
Ποῦ οἱ ρεματιές, τὰ πεῦκα, τὰ ἔλατα.
Ποῦ τοῦ βουνοῦ οἱ ὀξιές. Τ' ἀγέρια.
Ποῦ τὰ πουλιὰ μὲ τὸ κελάϊδισμα.
Κι ἐμεῖς, οἱ δυὸ κάτω ἀπ' τ' ἀστέρια.
 
Ἂς ἦταν, νὰ ἔρθεις κατὰ τὴν ἄνοιξη.
Ἂς ἦταν νὰ ἔρθεις, ἔρωτά μου.
Δείλι κι αὐγή. Τὶς νύχτες, νοιώθοντας
σφικτὰ νὰ κράταγα, στὴν ἀγκαλιά μου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
  
Ἀπουσίες
 
Σὰν ἔφυγε, στέκω ἀδειανή
κι ἀπὸ τὸν ἔρωτα ὀρφανῆ,
καὶ κλαίω καὶ συλλογιέμαι
πῶς φτάσαμε στ' ἀποψινά
κι ὁ πόνος πιὰ μὲ κυβερνᾶ,
καθὼς δὲν ἀγαπιέμαι;
 
Ἡ ζήλεια, τρώει τὸ μυαλό
κι ἄλλο δὲ σκέφτομαι καλό,
παρὰ νὰ πάω νὰ πέσω
ποῦ ἀκροβατοῦνε τα γαλιά
μὲ χάρη καὶ ἀνεμελιά,
ἢ τὴ θηλιὰ νὰ δέσω.
 
Κι ἔπειτα; Ἐγὼ μέσα στὴ γῆς
λὲς καὶ θὰ νοιάζεται κανείς!
νὰ θέλει, ν' ἀγαπήσει...
Σιωπή. Μὲ ἄνοο τὸ μυαλό,
δίχως νὰ νοιώθω τί ἀγαπῶ,
καὶ τί 'θελα μισήσει.
 
Ὦ! πόση νά 'ν' ἡ ἀποθυμιά,
στὴ σκοτεινὴ τὴν ἐρημιά,
στὴν κλίνη τὴ νωπή μου;
Στερνὸ λιβάνισμα ὁ ἀχός.
Δίχως μ' αὐτὸν πιά - δυστυχῶς -
θ' ἀκούγεται ἡ σιωπή μου....;
 
 
©Γιῶργος Ν. Μανέτας
 
 
 
Γυναῖκα
 
Σὲ εἶδα στὸν ὕπνο μου, περίσσια κόρη.
Ζεστὰ ψιθύριζες πὼς μ’ ἀγαπᾶς.
Ἦταν τὸ βλέμμα σου σὰν τ’ ἀγριοβόρι,
κι ἤσουν ἀνάρια – σὰ νὰ πετᾶς.
 
Εἴχ’ ἕνα κίτρινο μάγο φεγγάρι
καὶ γύρω μὶ’ ἄνοιξη φανταστική.
Τὰ νυχτολούλουδα, ἦσαν μιὰ χάρη,
κι ἐσὺ στὸν διάκοσμο πραγματική.
 
Πέρα καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα δέντρο,
μοῦ 'δειχνες πόσο πολὺ ἀγαπᾶς.
Ἤμουν ὁ κόσμος σου κι ἐσὺ τὸ κέντρο.
Τὸ ἅγιο εἰκόνισμα μιᾶς ἐκκλησιᾶς.
 
Κι ὕστερα... χάθηκες μὲς στὸ σκοτάδι
κι ὁ κόσμος ἔγινε λίγος, κοινός.
Ἄχ! πόσο θά ‘θελα ἕνα σου χάδι
ἁγία, ποὺ πόθησα – ὁ ἁμαρτωλός.
 
.............................
 
(Τὴν εἶχα πάντοτε μὲς στ' ὄνειρό μου.
Ἦταν ὁ πόθος μου, ὁ ἀληθινός.
Ἥλιος στ΄ ἀφώτιστο παράθυρό μου.
Σκέψης - περίπατος ὁ πρωινός.
 
Εἶχα ἕναν ἔρωτα τρελὸ μαζί της.
Ἔνοιωθ' ἀγάπη, ἀληθινή.
Ἦταν τῆς λύπης μου πίκρα, γλυκύτης.
Τοῦ ἀνέφικτου ἦταν - παντοτινή.
 
Κι ὕστερα... ἔφυγε κι ἔμεινα μόνος.
Ταξίδι δίχως πιὰ γυρισμό.
Ὅλα τὰ αἰσθήματα γίνανε πόνος.
Γιὰ κείνη γνώρισα τὸν μαρασμό.
 
Kαλόγρια ἔγινε κι εἶπαν ἐχάθη.
Ὥσπου μιὰ νύχτα, στὰ σκοτεινά,
τὴν εἶδα ἐμπρός μου· κι ἐγὼ ἐμαράνθη
κατου ἀπ' τὰ κόκκινα, τὰ φωτεινά...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἔρωτας ΙV

 
Μιὰ χούφτα σύννεφο νὰ πιῶ ἀπὸ τὰ χέρια Σου
νὰ ξεδιψάσουνε τὰ μέσα μου κι ἀπόψε,
νὰ δροσιστοῦν τὰ χείλη - καθὼς φίλησες,
κι ὕστερα πᾶρε μου τί ἀνάπνευσες καὶ δῶσε.
 
Ἐγὼ ἀπὸ κεῖνα τὰ φιλιὰ θὰ στύψω τ' ἄρωμα,
φῶς τὰ πολύφωτα τ' ἀστέρια γιὰ νὰ ράνω
ὥστε, τὸ αἰθέριο τοῦ φωτός τους νά 'ν' ἡ μέθεξη,
γι' αὐτοὺς ποὺ πόνεσαν γι' ἀγάπη παραπάνω.
 
Νὰ χαίρουν τ' ἄνθη, σὰν αἰώνια νά 'ταν ἡ ἄνοιξη
κι ἀπὸ τὴ δρόσο νὰ μεθοῦν κι ἄλλων τὰ χείλη
ὥσπου, στ' ἀπέραντο τὸ διάστημα, τ' ἀτέλευτο
κεῖνο ποὺ ράναμε το φῶς μας, ν' ἀνατείλει.
 
Κι ἔπειτα, τ' ἅπαντα τὰ σύμπαντα, τὰ εὐγνώμονα
ὑμνῶντας κεῖνα τῆς δροσιᾶς πρῶτα φιλιά μας -
τὸ λάλον τί θὰ συγκινεῖ χείλια γλυκόπιοτα,
μιᾶς κι ἦταν στίχοι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στὰ ξαφνικά
 
Χαρὰ δὲν εἶχα ποὺ ἔφευγε καὶ χάνονταν στὸ μούχρωμα
τὴν ὥρα ποὺ ὅλα σβένανε κι ἀπόμενα μονάχη.
Ἦταν δική του ἀπόφαση. Στὰ ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα,
ἔνοιωσα σὰ νὰ βύθιζαν κι ἡ θάλασσα κι οἱ βράχοι.
 
Κι ἔμεινα μόνη νὰ κοιτῶ τ' ἄστρα, τὰ σύμπαντα
δίχως ἐκεῖνον πού 'θελα, μιὰν ἀγκαλιὰ νὰ πάρει.
Κι αὐτό, μοῦ στοίχισε πολὺ μιᾶς καὶ συνήθεια τό 'χαμε
πάντα νὰ ταξιδεύουμε μὲ λύρα καὶ δοξάρι.
 
Τί ξαγρυπνῶ στὰ κύματα τώρα καὶ τὰ ὀνειρεύομαι,
τί στὰ βουνὰ μονάχη μου τὶς νύχτες καρτερῶντας,
αὐτός, ποὺ τόσο ἀγάπησα καὶ τόσο πολὺ πόθησα,
ἔφυγε· κι ἔτσι ἀπόμεινα μονάχη μου, ἀπορῶντας
 
ἂν θὰ γυρνοῦσε κάποτε στὰ ξαφνικά, ὅπως ἔφυγε
κι αὐτές, οἱ στέρφες ἀγκαλιὲς νὰ νοιώθανε καὶ πάλι.
Νὰ νοιώθαμε, σὰν ἤμασταν κι ἴσως καὶ πιὸ καλύτερα,
μιᾶς καὶ λουλούδι ὁ ἔρωτας, φυλλοβολεὶ καὶ θάλλει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ ταξίδι
 
Δὲν ἦταν ἡ χαρὰ κι ὅπως τὴν ἔταζε,
μηδὲ καὶ πὼς γιὰ πάντα θ' ἀγαποῦσε.
Δὲν ἦταν, τὰ καράβια καθὼς φεύγανε
καὶ πού 'λεγε, σὰν ἴδια λαχταροῦσε.
 
Μὰ τὸ ταξίδι, ποὺ ποτὲ δὲν ἔρχονταν!
ποὺ λαχταροῦσα, ἐγὼ ἡ δυστυχισμένη.
Στὸ μόλο νὰ προσμένω, κεῖθε ἀνάμεσα
στὰ πλήθη, σὰν κι ἐγὼ ταξιδεμένη...
 
Κι ὕστερα, φάνηκε ξανὰ σὰ διάττοντας
κι ὁ πόθος μου φτερούγησε καὶ πάλι,
σὰν νά 'ταν ἡ φορὰ ἡ πρώτη ποὺ ἔβλεπα,
ἡ πρώτη στὴ ζεστή μου τὴν ἀγκάλη
 
κι αἰσθάνθηκα, σὰν εἶπε πὼς δὲν ξέχασε,
πὼς σύρθηκε στ' ἀνούσια καὶ στὴ χλεύη.
Καὶ τότε, τὸν συγχώρησα γιατί ἔνοιωσα
κατάβαθα ἡ ψυχή μου νὰ ἡμερεύει.
 
Δὲν ἦταν ὅμως λάθος, ποὺ τὸν δέχτηκα.
Εἶχε πῖ' ἀλλάξει μέσα του γιὰ πάντα.
Εὐτύχησα, κι οὐδέποτε μετάνιωσα
στὰ χρόνια: τα σχεδὸν τώρα τριάντα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Γυναῖκα ΙΙΙ


Γυναῖκα! ἔννοια ἄρρητη. Τῆς πεμπτουσίας εἰκόνα.
Ἁγία, σεπτή, λατρευτική, πνοῆς ὀσμὴ ἀπὸ μύρο.
Δροσιὰ στῆς πλάσης τὴ σπορά - πρώτη σταγόνα.
Πῶς γιὰ κλινάρι, δέχθηκες στὸ σῶμα σου νὰ γείρω;
 
Ὁ ἀνασασμός σου, μί' ἄνοιξη σ' ἕν' ἀνθισμένο κῆπο.
Ποὺ λαχταροῦν οἱ μέλισσες νὰ πιοῦν ἀπ' τοὺς χυμούς.
Ποὺ λαχταροῦν τ' ἀνθόκλαδα ψιλῆς βροχῆς τὸ χτύπο.
Ποὺ σὰν σὲ εἰκόνα, προσκυνοῦν νὰ γιάνεις τοὺς καημούς.
 
Ἐσύ! τ' ἀέναο θηλυκὸ στοῦ σύμπαντος τὰ μάκρη.
Γέννηση ἐσὺ καὶ θάνατος - ποῦ λάμνουν οἱ καιροί.
Ἰσόθεη Χάρη. Κι ὕστερα στῆς Παναγιᾶς τὸ δάκρυ.
Φλόγα ἱερή, ποὺ στοίχειωσες στὸ πρῶτο της κερί.
 
Πόλις πολύβουη. Ἐρημική. Μήτρα, Γυναῖκα, Μάνα!
Ω, Πασιφάη! ποὺ λάτρεψαν στὸν τοῖχο τῆς Κνωσοῦ.
Γοργῷ σὺ πού 'θελες χορό, πρὶν ν' ἄρχεις στὸν παιᾶνα.
Πυθία, Ἱέρεια τῶν χρησμῶν. Σαπφώ, τῆς Ἐρεσοῦ.
 
Στὴν Ἀλεξάνδρεια κι ἔπειτα: Κλεοπάτρα. Ὑπατία.
Ἀδάμαστες, στ' ἀνάστημα: Διοτίμα, ἡ ἐμπνευστής.
Ἡ ρίμα, θῆλυ ποὺ ζητεῖ τῆς ἄγνοιας τὴν αἰτία,
γι' αὐτές... ὅπου δὲ δέχθηκαν νὰ ζοῦν γονυπετεῖς.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης
 
Πῶς ἤθελα, νὰ ἐρχόμουν ὡς τὴ στράτα σου,
στιγμὲς νὰ θυμηθῶ καὶ ν' ἀνατρέξω,
νὰ ξαναδῶ τὰ δειλινὰ τὰ μάτια σου,
καὶ τὴν ψυχή μου ἐκεῖ νὰ τὴ γιατρέψω.
 
Ἀνάσκελα τ' ἀστέρια ν' ἀγναντεύουμε
καὶ τὴ σελήνη τάχα πὼς κρατοῦμε,
γελῶντας κι ἀστειευόμενοι νὰ χαίρουμε,
καθὼς πολὺ πιὸ πρὶν νὰ ἀγαπηθοῦμε.
 
Νὰ θυμηθοῦμε, κάθε ποὺ βλεπόμασταν,
τοῦ ἔρωτα τὰ λόγια, τὰ εἰπωμένα.
Τὸ μέτρο τῆς ἀγάπης, σὰν φιλιόμασταν
κρατῶντας μου τὸ χέρι, ἀγαπημένα.
 
Καὶ ὕστερα, στοὺς κήπους μας, χαρούμενα
τοὺς τώρα πιὰ μὲ σπίτια, δίχως τ' ἄνθη -
νὰ σοῦ μιλῶ γιὰ κεῖνα τὰ μελλούμενα,
ποὺ ἡ μοῖρα μας θὰ θέλει - κι ἀπεφάνθη...
 
Πῶς ἤθελα, νὰ ρθῶ πάλι στὴ στράτα σου.
Τὶς ὄμορφες στιγμὲς νὰ θυμηθοῦμε.
Τὰ δειλινὰ νὰ δῶ τ' ἄχραντα μάτια σου.
Κι ἂν ἤθελε... ξανὰ ν' ἀγαπηθοῦμε!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας


   

Μὲ πάθος καὶ μὲ ζέση
 
Ἀπ' τὴν αἰώνια φυλακή μου σῶσε με
κι ἕνα κομμάτι τ' οὐρανοῦ σοῦ δῶσε με,
προσκέφαλο νὰ φτιάξω,
νὰ γείρω τὸ κεφάλι μου κεῖ κλαίγοντας
καὶ πρὶν σοῦ τ' ἀναφέρω, πρῶτα φλέγοντας
τὸν Ἔρωτα νὰ κάψω.
 
Ν' ἀρχίσω ἀπ' τῆς ἀγάπης ὅλα τ' ἄδικα,
τὰ λόγια τὰ μεγάλα καὶ τ' αὐθάδικα,
τὶς ὅποιες ὑποσχέσεις...
Τὴν τέφρα ν' ἀναδεύω ἀπ' τὰ χαλάσματα,
νὰ δεῖς πόσα τ' ἀδέσποτα φαντάσματα,
στοῦ ἔρωτα τὶς σχέσεις.
 
Σὲ δρόμους νὰ σὲ πάω πέρα ἀδιάβατους,
ποὺ ἡ νύχτα τους ὁρίζει: ἀπαράβατους·
τῆς ἠθικῆς οἱ νόμοι.
Τὰ ράκη νὰ σοῦ δείξω, ποῦ ναυάγησαν
καὶ πῶς, τὰ αἵματά τους τ' ἀποστράγγισαν,
μὲ δίχως μιὰ συγγνώμη.
 
Τῆς πολιτείας τὰ ψεύδη τὰ παράλογα
θὲ νὰ σοῦ δείξω... κι ὅ,τι ἀπὸ τ' ἀνάλογα,
μιᾶς κοινωνίας ποὺ φθίνει.
Τὸν ἄνθρωπο, ὁλοένα ποὺ βυθίζεται
καὶ ἠθελημένα θέλει ν' ἀπελπίζεται
κι ἀγῶνα νὰ μὴ δίνει.
 
Καὶ κλείνοντας - μιᾶς κι ὅλ' αὐτὰ τὰ γνώρισα,
στὸ ἁγνὸ μέσα τοῦ νοῦ μου τὰ ξεχώρισα,
γιατί δὲν εἶχαν θέση.
Κι ἂν ἔκλαψα γιὰ τοῦτα κι ἄλλως πόνεσα,
τὰ σπούδασα μὰ δὲν τὰ περιφρόνησα,
μὲ πάθος καὶ μὲ ζέση.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀνεκπλήρωτα ὄνειρα
 
 
Σὰν κοιμόταν, ταξίδευε μὲ τὸ νοῦ κι ὀνειρεύονταν
πὼς ταξίδια θὰ πήγαινε κεῖ ποὺ τ' ἄγρια πελάγη.
Ψηλαφοῦσε στὸν ὕπνο του τα ἐπώμια, τὰ διάσημα
κι ὅσα πόθησε, φάνταζαν πλεῖστα μπάρκα νὰ διάγει.
 
Θυμικὸ παραλήρημα στῶν αἰσθήσεων τὰ κύματα.
Στ' ὄνειρό του, τ' ἀνέφικτο κι ἡ ἐπίμονη πλάνη.
(Ὅσα ἀγάπησε κι ἤθελε μὰ ποτέ του δὲν χάρηκε,
τοῦ φαντάζουν σὰν ἔρωτες, ποὺ θωρεῖ μὰ δὲ φτάνει).
 
Βιάζει ὁ νοῦς του τὰ χρώματα ν' ἀντικρίσει στ' ἀπύθμενα
καὶ στ' ἀγνάντι, τ' ἀνήμερα τὰ θεριὰ τῆς θαλάσσης.
Ν' ἀναπλάσει, τ' ἀπόκοσμα τὰ μεγάλα της σύμπαντα
προσδοκᾶ, κι ὅσα τόλμησε στοῦ μυαλοῦ τὶς διαστάσεις.
 
Ἕνα κέντημα ὁ κόσμος του κι ὅσο νείρεται, ἀτέρμονος
μὰ στὸ ξύπνημα, ξέρει πώς, ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό του.
Προσπερνᾶ τ' ἀνεκπλήρωτα καὶ καμώνεται ἀδιάφορος,
πὼς τοῦ ὀνείρου ὅ,τι χάθηκε, θά 'ναι πάλι δικό του...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πέτρα
 
Ἡ ἀπουσία σου διάχυτη, ἀπ' ὅσα ὁρίσαμε
κι ὁ χωρισμὸς δρόμος τραχύς
ἀνήμερα τῆς ἀγάπης.
 
Πῶς σκόρπισε τόση γαλήνη
κι ἔγινε ἀδιόρατος πόνος
καὶ λησμονιά
ἡ προσδοκία τοῦ αὔριο;
 
Αὐτὴ ἡ ἄνοιξη,
δὲν προκρίνονταν
γι' ἀδιέξοδους ἔρωτες
καὶ ἐπιθυμίες.
 
Σὲ κοίταξα.
Μὲς στὴν ἀπόλυτη σιωπὴ τὸ βλέμμα σου:
ἀτίθασα λεύτερο
ἀπώλεσε τὸ σήμερα γι' ἄλλοτε -
νὰ παρακάμψω ἀπὸ τ' ὄνειρο.
 
Ἦρθες, μὰ δὲν ἤσουν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κυνάνη
 
Ἔχω ἕναν ἔρωτα σφοδρό, πού 'χει κορμὶ πανώριο,
ποὺ ὅταν διοπτεύω στ' ὄργανο ποὺ λένε παλλινώριο,
στὸ Ἄλφα τὴ βλέπω τ' ἀστεριοῦ ποὺ λένε τοῦ Κενταύρου,
κι ἄλλοτε μέσα στὸ βαθὺ τοῦ σύμπαντος, τοῦ μαύρου.
 
Κάποιες φορές, στῆς γέφυρας τοῦ καραβιοῦ τὴ βάρδια,
νοιώθω πὼς φάσμα στέκεται μὲς στὰ πηχτὰ σκοτάδια·
νὰ βγαίνει ἀπὸ τὴ θάλασσα σὰ νά 'ταν ἡ γοργόνα,
σὰ νά 'ταν, ἡ λατρευτικὴ στὶς προσευχές μου εἰκόνα.
 
Κι ἄλλοτε, πάλι, τὴ θωρῶ κεῖ ποὺ τὸ φῶς τοῦ φάρου
καὶ ὑπὸ τὴ λάμψη, νὰ ἵπταται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ γλάρου
ὡς νὰ κινεῖ, ἀπ' τὸ κάσαρο τοῦ μεσιανοῦ προδόμου
ἢ ἀπ' τα πινά, στὸ ἐξώτατο τὸ κέρας του ἐπιδρόμου.
 
Κυνάνη: πλάσμα λατρευτό - ὡς ποῦ σμιλεύουν τ' ἄστρα,
ὡς ποῦ τυλίγουν τ' ὄνειρο ἀντὶ ἀργαλειοῦ, στὴ διάστρα,
εἶναι θεριὸ τῆς θάλασσας καὶ ξωτικὸ τοῦ ἀνέμου!
Εἶναι τῆς Ἄνοιξης ὁ ἀνθὸς καὶ τ ' ὅπλο τοῦ πολέμου.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Προβλέψεις & Ὡροσκόπια
 
 
Τί κι ἂν στ' ἀστέρια μ' ἤθελες - καὶ μ' εἶχες ἀνεβάσει...
Τοῦ Ἀλντεμπαρὰν τὴ λάμψη του κι ἂν εἶχα ξεπεράσει...
Ξεχύθηκες, μὲς στὸ μυαλό - φαιὰ τοῦ κόσμου οὐσία,
καὶ τώρα ζῶ μιὰν ἄβυσσο, σὰν νά 'μουν ἡ ἁμαρτία.
 
Μὲ τὶς Πλειάδες, νὰ φθονοῦν τὸν ἔρωτά μας, κύρη μου,
ἄξιε τοῦ πόθου μου καημέ, τοῦ νοῦ καραβοκύρη μου,
ποὺ στὴ Σιδώνα ρίφθηκες ἄστρο γιὰ μένα - ἀντάρτης,
μάθε... στὴν Τύρο πρόσμενα, στὰ χρόνια της Ἀστάρτης.
 
Στὸν ὠροσκόπο κι ὕστερα, μὲ τὴ βροχή των Ὑάδων,
μὲ πλάϊ τον Διόνυσο γερτὸ στὰ πόδια των Μαινάδων,
σὲ πόθησα, κρασὶ νὰ πιῶ κεῖ μέσα στὸ ποτήρι μου:
παράδεισο καὶ κόλαση - τρεὶς νύχτες γιὰ χατίρι μου.
 
Στάθηκα ζώδιο τῆς φωτιᾶς, κι ἂν ὁ Ζυγὸς ἀντίκρυ μου,
εἶμαι ἡ Κριὸς καὶ φέρθηκα σὰν ἴσο - στ' ἀντριλίκι μου.
Δεξιὰ ὁ Καρκίνος, νὰ εὐλογεῖ του Αἰγόκερω τὰ πάθη
κι ἐγὼ ἡ ποιμένας, τῶν παθῶν νὰ κυβερνῶ τὰ βάθη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἔρωτας
 
 
Ὁ Ἔρωτας! πάντα ὁ Ἔρωτας μᾶς κυβερνᾶ καὶ θέλει
τῶν στοχασμῶν οἱ ρίμες μας, σὰν σὲ θολὸ πρωινό.
Σὰν νὰ μὴ θέλει, στὶς ἐρμιὲς ἐκεῖνος ν' ἀναστέλλει,
παρὰ νὰ μοιάζει στὸ ἄφατο, τὸ ὑγειές, τὸ ἀληθινό.
 
Μήπως... δὲν θέλει ἄλλο νὰ ζεῖς καθώς τα ξεροτόπια
σκέψου, καὶ δώσου λεύτερη κι ἀφέσου στὴν ὁρμή.
Ὅπως ὁ κάμπος, ποὺ διψᾶ νὰ σπέρνουν ἡλιοτρόπια.
Ἴδια! πρὸς τέρψη τοῦ ἔρωτα, νὰ πάλλονται οἱ παλμοί.
 
Πόνος ὀξύς, ἐπίμονος! λάβρος φορές, μὰ θεῖος...
ποὺ σ' ἐξωθεῖ... ὡς τ' ἄπειρα τὰ σύμπαντα, μαθές.
Κι ἂν δὲ τὸ νοιώσεις, φρόντισε νὰ μάθεις πόσο ἀστεῖος
θὲ νά 'ταν ὁ ἔρωτας, γιὰ σέ, πρὶν ἔρθει τὸ ἀπεχθές...
 
Δώσου! Ἀφέσου! οἱ λέξεις μου... μακάρια μεσημέρια,
σὰν ἀπὸ θέρος κι ἄνεμο νά 'χουν σφοδρὰ πληγεῖ.
Σὰν μὲ τὸ φῶς νὰ σκάλισαν τ' ἄπειρα ἐκεῖνα ἀστέρια.
Ὦ! τῆς ψυχῆς ὁ στίχος μου: βέλος! στόχος! πληγή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Παραμυθένια ὄνειρα
 
 
Δὲν εἶν' ἡ ἀγάπη, ποὺ πενθεῖ.
Τ' ὄνειρο δὲν πεθαίνει...
Τί κι ἂν τ' ὁρίσαν, μερικοί...
Μπορεῖ καὶ πάλι ἀπ' τὴν ἀρχή
τ' ὄνειρο ν' ἀναφαίνει.
 
Ἡ ἀγάπη στέκει ἀκλόνητη,
θεριὸ εἶναι, δὲν νικιέται...
Δὲν κάνει πίσω, ἂν τὸ ζητᾶ
αὐτὸς ποὺ νοιώθει κι ἀγαπᾶ,
ποὺ θέλει ν' ἀγαπιέται.
 
Λύκους δὲν ἔχει τ' ὄνειρο
καὶ κοκκινοσκουφίτσες...
Ἀντρειεύεται κι ὀρθώνεται!
Μηδέποτε κορδώνεται
κι ἀναληθῶς σ' ἀρνιέται.
 
Δὲν ἀπειλεῖται, ὁ ἔρωτας.
Μηδὲ λύκους, φοβᾶται...
Στοιχειὸ εἶναι κι ὅταν τὸ ποθεῖ
ἡ λογικὴ δὲν εὐσταθεῖ...
Τὸ ἀντίθετο νικᾶται.
 
Κτήση δὲν εἶναι κανενός
ἡ ἀγάπη, νὰ χαλιέται.
Δὲν εἶναι ἀμνήμων ἡ ψυχή...
Στερνὴ ἅμα θὲς σοῦ στέλνει εὐχή...
μὰ δὲ ποὺ σ' ἀπαρνιέται!
 
Αἰώνια μέσα στ' ὄνειρο
σοῦ ὑπόσχεται, νὰ φέρει....
Ὅποια κι ἂν εἶν' ἡ ἀπόφαση...
μαθὲς κι ἀκόμα ἡ πρόφαση...
Πὼς ἀγαπᾶς τὸ ξέρει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐλπίδα
 
 
Ξέμαθα πιὰ νὰ σ' ἀγαπῶ,
νὰ σὲ ποθῶ πῶς εἶναι.
Νὰ θέλω νὰ ὀνειρεύομαι,
εὔοσμε ἀνθέ μου, κρῖνε.
 
Τὰ χέρια σου πῶς νὰ κρατῶ.
Νὰ σοῦ φιλῶ τὰ χείλη.
Μέσα στὰ μάτια νὰ κοιτῶ,
ξημέρωμα καὶ δείλι.
 
Ξέχασα, ἁγνὴ δροσοσταλιά.
(Καημέ, δίχως πιὰ τέλος...)
Οὔτε πῶς πόνεσε ἡ πληγή
ἀπ' τοῦ Ἔρωτα τὸ βέλος.
 
Ἔσβησε ἡ φλόγα, ἡ χαρά,
ἡ προσμονή, τὸ πάθος.
Πῶς ἡ ψυχὴ νὰ λαχταρᾶ,
νὰ νοιώθει, κατὰ βάθος.
 
Ὅμως... κάθε τι χάνεται,
ποὺ λὲς τέλειωσε - φτάνει,
μπορεῖ μιὰ σκέψη, μιὰ στιγμή,
νὰ σοῦ τὸ ἀναθερμάνει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Ἀντίο
 
 
Ἀντίο θὰ πῶ στὴν ποίηση,
μιᾶς καὶ δὲν ἐνυπάρχω...
Τὰ ὅποια λάθη, συνοικούν
μέσα στὶς σκέψεις κι ἀντηχοῦν,
πὼς μόνος πιὰ θὰ ὑπάρχω..
 
Πὼς μόνος μου, κάθε λεπτό
κι ἡ θλίψη μου, ὀλημέρα...
Τί πόθησα - ἄχ! θὰ τὸ πῶ:
νὰ πρόσμενα ποιὰν ἀγαπῶ
αὐγὴ μέχρις ἑσπέρα,
 
στὴν ἀγκαλιά μου τὴ ζεστή
νὰ τὴν κρατῶ, νὰ σβένω.
Μ' αὐτήν, νὰ νοιώθω πιότερο
τὸν ἔρωτα, ἱερότερο!
Γι' αὐτὴν καὶ νὰ πεθαίνω.
 
Ἀντίο θὰ πῶ γιὰ πάντοτε
κι ἄλλοτε δὲν θὰ γράψω.
Στερνὴ φορὰ ποὺ τὴν φιλῶ
καὶ μειδιῶ σὰν τῆς γελῶ,
μπροστά της νὰ μὴν κλάψω..
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στὸ κόκκινο τῶν αἰσθήσεων
 
 
Ἀνάδρομος ὁ ἔρωτας κι ἀπόψε
τὸ ἴχνος του ἄφησε
σφοδρὸς ἀνεμοστρόβιλος
κι ἐμεῖς
δραπέτες μ' ἐλεύθερη βούληση
στοῦ χέρσου τη χάρη.
 
Παλαιοὶ συνοδοιπόροι τοῦ ἔρωτος
ἐμεῖς,
μὲ τ' ἀποτσίγαρο στὰ χείλη
κι ἕνα προαίσθημα σιωπῆς
καὶ μοναξιᾶς
στοὺς καρμικοὺς λεπτοδεῖκτες
τῶν αἰσθήσεων.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ θάμα
 
Καὶ ἦρθες! κατὰ τὴν Ἄνοιξη,
γιὰ νὰ μοῦ πεῖς... πὼς φεύγεις...
Γιὰ νὰ μοῦ πεῖς πὼς τέλειωσε
καὶ πιά... θὰ μ' ἀποφεύγεις.
 
Γιὰ μιὰ στιγμή, μοῦ φάνηκε
πὼς σὲ ἄγνωστη, μιλοῦσα....
Σὰν καὶ νὰ μὴν ὑπήρξαμε...
Σὰν καὶ νὰ μὴ ἀγαποῦσα...
 
Νά 'ξερες πῶς ταράχθηκα!
Τί στεναχώρια, πῆρα...
Ὅμως, ποτὲ δὲ θύμωσα
καὶ μάλιστα, σ' ἐξήρα.
 
Δὲν μὲ πειράζει, ἀγάπη μου...
Πάντα καλὰ σὺ νά 'σαι...
Νὰ μὴ στενάχωρα περνᾶς
καὶ νὰ μὴ μοῦ λυπᾶσαι
 
γι' αὐτά, ποὺ οἱ Μοῖρες ζήλεψαν...
Ποὺ τέλειωσε, τὸ θάμα...
Ἐγώ, νὰ ξέρεις... σ' ἀγαπῶ
στὸ χώρια καὶ στὸ ἀντάμα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πηνελόπη
 
 
Ὅπου στενάζει ἡ θάλασσα καὶ ἀγκομαχάει τὸ κῦμα
καὶ θραύεται τ' ἀνεύρετο τοῦ δειλινοῦ τὸ χρῶμα,
ἐκεῖ θὲ νά 'μαι: γιὰ νὰ κλαίω μὲ πόνο, νὰ στενάζω
ἐγώ, τὸ χαμολούλουδο τo ἀμύριστο, τὸ μόνο.
 
(Τί ἀπελπισμένα πόθησα τὰ δροσερά σου χείλη,
νὰ σ' τὰ φιλήσω καὶ νὰ πιῶ τὸ κόκκινο ἀπ' τὸ δείλι).
 
Ἐσένα, ποὺ λαχτάρησα καὶ πιὰ μακριά μου θά 'σαι
καὶ πιὰ δίχως τὸν ἔρωτα καὶ δίχως τὴν ἀγάπη,
θὰ ζῶ μὲ τ' ἀνεκπλήρωτο, τὸ δίχως αἴσιο τέλος
κειδά, λουλούδι ἀμύριστο κι ἀπείραχτο καὶ στέρφο.
 
(Τῆς στερημένης δῶσε μου τί προσδοκῶ γιὰ νά 'χω,
θάλασσα μὲ τὴν ἄμμο της καὶ σκλήθρα ἀπὸ τὸ βράχο).
 
Κι ὡς ξαγρυπνῶ κεῖ κλαίγοντας τὸν ἔρωτα ποὺ ἐχάθη
καὶ νείρομαι, πὼς κάποτε θ' ἀνταμωθῶ καὶ πάλι,
σὲ βλέπω, ἀπὸ τὰ βάθη της σὰν νά 'ρχεσαι, ν' ἀγγίζεις
καὶ νὰ ζητᾶς τὰ χείλη μου γλυκὰ νὰ τὰ φιλήσεις.
 
(Νὰ μοῦ σφαλνὰς τὰ μάτια μου μὲ τῶν φιλιῶν τὸ πάθος,
καὶ νὰ δακρύζει ἡ ἄβυσσος στῆς κόγχης μου τὸ βάθος).
 
Κι ἔτσι, κειδὰ στὸ κῦμα της αἰώνια θὰ προσμένω
ψάχνοντας νόημα καὶ σκοπὸ γιατί νὰ ζῶ, νὰ ὑπάρχω
καθώς, οἱ ἀπόκοσμοι ἦχοι της, θὰ στέλνουν τὶς αἰσθήσεις
κεῖ ποὺ θὰ ρεύουν τοῦ ἔρωτα τ' Ἀπρίλη τὰ λουλούδια.
 
(Νὰ παρελαύνεις τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχὴ νὰ γδύνεις
καὶ τ' ἄνεργα τοῦ πόθου μου νὰ δένεις καὶ νὰ λύνεις).
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐπάγγελμα ναυτικός
 
 
Ἀπόκαμα, στὶς ξενιτιὲς καὶ στὰ καράβια, ναύτης.
Τριάντα χρόνια, νὰ φαντάζει ἀνέφικτη ἡ στεριά.
Πιότερο ἐργάτης φάμπρικας παρὰ σὰν ἀργοναύτης,
μ' αἰώνια ἔγνοια, τὸν πνιγμὸ καὶ τὴν κακοκαιριά.
 
Δίχως ὁδοὺς ἡ νιότη μου καὶ δίχως παραδρόμους.
Δὲν ἔζησα, τῆς φαμελιὰς τοὺς πλείστους ἀσπασμούς.
Ἀνέγνοιαστος πῶς ἤθελα νὰ περπατῶ στοὺς δρόμους,
κι ὄχι σκυφτὸς στοὺς χάρτες μου νὰ βγάζω προορισμούς.
 
Δέντρο ποτὲς δὲν ἄγγιξα μηδέποτε ἕνα φύλλο.
Κάτω ἀπὸ ἕναν πλάτανο, σκιὰ γιὰ νὰ αἰσθανθῶ!
Ν' ἀκούσω τὰ μεσάνυχτα τὸν τζίτζικα, τὸν γρύλο.
Τοῦ λουλουδιοῦ τῆς ἄνοιξης ποὺ σκάει, τὸν πρωτανθό.
 
Καλύβα! γιὰ ν' ἀφουγκραστῶ, νὰ κλάψω, νὰ γελάσω.
Νὰ δῶ πῶς μεγαλώνουνε - ἄχ! τὰ μικρὰ παιδιά...
Τὸ κουρασμένο σῶμα μου στὴ γῆς νὰ ξαποστάσω.
Κάτω ἀπὸ τ' ἄστρα νὰ βρεθῶ κι ἀπ' τὴν ἀστροφεγγιά.
 
Τριάντα χρόνια θάλασσες... ξενύχτια καὶ φουρτοῦνες.
Πιότερο... ἂς ἔρθει ὁ θάνατος γιὰ ν' ἀπολυτρωθῶ!
Λάντζες. Πιλότοι. Πράτιγο. Ποστάλια καὶ μαοῦνες.
Ἅγιος... δίχως εἰκόνισμα, νὰ μὲ προσευχηθῶ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Αἰγαῖο
 
 
Ἀναγαλλιάζω σὰν κοιτῶ τὴ θάλασσα τὴν πλέρια
κι ὅλο κεῖ μέσα χάνομαι καὶ λαχταρῶ νὰ δῶ
τ' ἄπειρα, ἐκεῖνα πάνωθε τοῦ δειλινοῦ τ' ἀστέρια.
Τὰ σύμπαντα, ποὺ σὰν κοιτῶ ποθῶ νὰ στιχουργῷ.
 
Ὅ,τι τὸ λεύτερο ἀγαπῶ ποὺ μοῦ χαρίζει ἡ φύση
κι ἀκόμη, πέρα ὅταν κοιτῶ καὶ βλέπω τὸ βουνό.
Καὶ βλέπω αὐτὰ ποὺ χαίρομαι κι ἔχω πολὺ ἀγαπήσει
τόσο, ποὺ νοιώθω μέσα μου σὰν νὰ τὰ κοινωνῶ.
 
Καὶ νοιώθω ρῖγος, κάποτε, σὰν τῆς ψυχῆς τὸ ρῖγος
νὰ διαπερνᾶ τὸ σῶμα μου μὲ θέρμη ἀληθινή,
ποὺ ἀπὸ τὸν βράχο ὡς στέκομαι, ὁ ταπεινός, ὁ λίγος,
λέγω, πὼς θά 'θελα ἡ ζωή, νά ΄τὰν παντοτινή.
 
Κι ἔτσι, ὡς ἡ μέρα σβήνεται καὶ τὸ σκοτάδι ἀρχίζει,
παίρνω τὸν δρόμο τὸν μακρὺ μὲ τὴν ψυχὴ μισή,
μὰ πίσω πάντοτε κοιτῶ ψάχνοντας τί τὰ ὁρίζει:
πόθεν τὸ τέλος καθενὸς καὶ πόθεν του ἡ ἀρχή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Ἡ Λενιώ
 
 
Τό 'θελε ἡ μοῖρα, νά 'ν' φτωχή.
Μὰ εἶχε μιὰν ἄδολη ψυχή,
ἡ Λενιὼ τῆς Σύρου.
Μὲ περηφάνια καὶ μὲ ὁρμή,
τὸ γέρικο ὄρθωνε κορμί,
καὶ στρέφονταν στ' ἀπείρου.
 
Δίχως χαρὰ πιά, νὰ γελᾶ...
Δίχως τὸ σῶμα, νὰ φελά...
ξεχνιόταν, στὸ καντήλι.
Πρὶν ν' ἀσπαστεῖ τὴν Παναγιά,
ἔκρυβε τ' ἄσπρα της μαλλιά,
στὸ ἐργόχειρο μαντήλι.
 
Ἔχασε κόρη, ἔχασε γιό
κι εἶχεν ἐγγόνα, τὴ Μαριώ,
γιὰ νὰ φροντίσει:
Μὲ ἔγνοια μονάχη - πρὶν χαθεῖ -
νά 'βρει στὴ Σῦρο ἕνα παιδί,
γιὰ ν' ἀγαπήσει.
 
Γιὰ νὰ τὴν πάει στὴν ἐκκλησιά.
Μὲ τοπικὴ τὴ φορεσιά
νὰ ἰδεῖ ντυμένη.
Νά 'χει ὅ,τι πόθησε ἡ ψυχή,
μὲ ὑπομονὴ κι ἀπαντοχή,
ὅπου δοσμένη.
 
Oμως, δὲν πρόκαμε ἡ Μαριώ,
πού 'χε γιὰ βάβω τὴ Λενιώ.
Γι' ἀγάπη, ἐχάθη.
Κι ἡ βάβω τώρα τὴ θρηνεῖ
δίχως τοὺς τρεὶς ν' ἀλησμονεί,
κεῖ πού 'ναι οἱ τάφοι.
 
Τό 'θελε ἡ μοῖρα, νά 'ν' φτωχή.
Μὰ εἶχε δυὸ στρέμματα ψυχή
ἡ Λενιώ, τῆς χώρας.
Εἶχε μιὰ κόρη κι ἕνα γιό.
Εἶχε μιὰ ἐγγόνα, τὴ Μαριώ
ποὺ ἐτάφη, πρὸ ὥρας.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

 

 

Τέταρτο μέρος

  

Τὸ γένος των Κτηνανθρώπων
 
Ἀπὸ τὰ «Ἐν ὅλῳ» Δυστοπικά
5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014 )
 
  
Ζυγός
 
Ἡ γλῶσσα τοῦ ἠθικοῦ καὶ ἐνάρετου λογοτέχνη, εἴθισται δομημένη μὲ ὑλικὰ συγκροτήσεως πεπαιδευμένα καὶ ἱκανὰ νὰ ὑπηρετοῦν τὴν τέχνη του μὲ συνέπεια ὠρολογοποιοῦ. Αὐτονόητον δέ, νὰ εἰκονίζει τὴν ἐποχή του οὐσιώνοντάς την μὲ μεθόδους νοηματικοὺς καὶ μηνυματικούς.
Νὰ ἀντιτάσσεται, στὴν ἐξελικτικὴ τῆς ἐποχῆς του παθητικότητα. Ὁ ὀρθὸς τῆς ἐκτιμήσεως λόγος του, εὐπρόσδεκτος εἶναι, καὶ ὅταν ἀληθῶς δίδεται, παρήγορος εἶναι. Αὐτός, ὁ ἠθικὸς καὶ ἐνάρετος, εἶναι ὁ τῆς εὐθύνης συμμετοχικὸς καὶ πρέπει ὑποταγμένος, χάριν τῆς τέχνης του, νὰ ἰκανώνει τον ἄνθρωπο αἰτιολογῶντας του τὰ ἀναιτιολόγητα τῆς ὑπάρξεώς του παρένθετα. Ὁ κοινωνὸς αὐτὸς Ἄνθρωπος, εἶναι ὁ τῆς προγονικῆς νοήσεως πρόδρομος ἱκανός, καὶ ὡς ζυγοστάτης τῶν λέξεων πρωτουργός, ἄρχει, ζυγίζοντάς μας καιροὺς ἀμελεῖς καὶ ἀνερμήνευτους...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Τί φταίει, λοιπόν...;
 
 
Μὴ σὲ κορφή, καὶ λούφαξε; Μὴ σὲ σπηλιά, κοιμᾶται;
Μὴ τὸ δρομί, κατέβηκε, μὲ κείνη τὴ φορά μου;
Δίχως στὸ τάχει νὰ ριγεῖ καὶ δίχως νὰ φοβᾶται;
Ποιός μου τὴν ἔχει; Πεῖτε μου! Ποῦ κρύφτηκε, ἡ χαρά μου;
 
Μὴν ἔπεσε στοῦ πηγαδιοῦ, στὸ πέρα δάσος, πού ’χεῖ;
Μὴ μοῦ τὴ γλύκανε κανεὶς καὶ πῆρε την, μακριά μου;
Μὴ μοῦ τὴν πῆραν τὰ στοιχειά, τοῦ Χάροντα οἱ κλειδοῦχοι
καὶ δεν τη φτάνει γιὰ νὰ δεῖ ἡ κοφτερὴ ματιά μου;
 
Τί φταίει, λοιπόν; Ποιός μὲ μισεῖ; Ποιός θέλει τὸ κακό μου;
Οἱ ἀναπαυμένοι, μήπως το; Μὴ τὰ χτικιά, οἱ τρακόσοι;
Μὴ μὲ χαλάει τῆς ξενιτιᾶς τὸ κακορίζικό μου;
Ποιός τυραννάει τὴν τύχη μου, καὶ θέλει νά, ξεστρώσει;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀποδημίες
 
 
-Ἀκαθόριστα μ’ εἶδες σ’ ἕναν ἄγνωστο τόπο
στοιχειωμένη καὶ γύρω νὰ μὲ ζώνει ἐρημιά.
Μὴ ματώνεις γιὰ μένα καταβάλλοντας κόπο.
Τὰ δικά μου τὰ χείλη δίχως γεύση καμιά.
 
-Κρίνου χρῶμα χλωμὸ νὰ σὲ φέγγει μὲ χάρη.
Προσπαθῶ νὰ σὲ φτάσω μὰ τὰ χέρια λειψά.
-Τί ’ναὶ κεῖνο ποὺ κρώζει τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ πάρει;
-Μὴν ὁ δαίμονας – γῦπας τὸ κορμὶ ποὺ διψᾶ;
 
Μὴν ὁ γρῖφος – τριγμὸς πὼς μιὰ ρίζα ζυγώνει;
Μὴν τῆς σάρκας ἐκεῖνο ποὺ σοῦ τρώει τὴ θωριά;
-Σ’ ἀκατάληπτη γλῶσσα μου μιλᾶς ποὺ ματώνει.
Βρίθω ἀρρίζωτη χῶμα σὲ κενὸ μιὰν oργιά.
 
Ὕπνος θά ’ναι ποὺ φόβος ξαφνικὸς μ’ ἕνα δάκρυ.
-Γεῖρε στ’ ἄλλο πλευρό σου μὰ διπλώσου σιγά.
-Τὸ μνημούρι στενὸ καὶ μπερδεύω ποιὰν ἄκρη.
-Νὰ προσέχεις! -Ποιόν πρέπει; -Τὴν ψυχὴ ποὺ λυγᾶ.
 
-Δὲν τὸ σῶμα δειλὸ κι ἡ ψυχὴ ποὺ φοβᾶται.
Δὲν ἡ ζέστη, τὸ κρύο κι ὅσα πού ’χῷ πληγεῖ.
(Ὅ,τι κι ὅσα χρωστῶ, καταγῆς ποιός θυμᾶται;)
Εἶν’ ἡ πίκρα ποὺ νιώθω, στὴ δική – ξένη γῆ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 

Κύριε...

 
παρακαλῶ γιὰ μιὰν εὐχή, σ’ ὅ,τι κακὸ μᾶς βρῆκε...
κι ἂν σᾶς ζητῶ, τὴ λύπη σας στὸν πόνο ποὺ μοῦ βγῆκε,
εἶναι γιατί, στὴ χώρα μου, οἱ κυνοβουλευτάδες
ἀπαρνηθήκαν τὸν ἀγρὸ καὶ γίνανε λεφτάδες.
 
Τῆς διαβολῆς οἱ ἀκίδες τους, στοῦ δαίμονα τὰ βέλη.
Δὲν μεσουράνησαν ποτέ, τῆς πονηριᾶς οἱ ἀγγέλοι.
 
Παρακαλῶ, προσέξετε τὸ γλυκομίλημά τους,
τ’ ἀπόμακρο, τὸ σκοτεινὸ κεῖνο τ’ ἀνάβλεμμά τους.
Δὲν εἶναι κρῖμα μου ἡ σοδειά, ἄπιαστη πάντα νά ’ναί;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μὰ τὰ παιδιὰ πεινᾶνε.
 
Βγήκανε φίδια καὶ σκορπιοί, μὰ θά ’ν’ μόνο γιὰ λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τὴ σοδειά, τ’ ἀμπέλι ἀπὸ τὸν τρύγο.
 
Γι’ αὐτὸ καὶ μόνο σᾶς ζητῶ, μὴν λυπηθεῖτε, διόλου!
Τὰ βδελυρά, τ’ ἀκάθαρτα, στὴν εὔνοια τοῦ διαβόλου.
Σφαλίστε μὸν’ τὰ μάτια μου, τ’ ἀνάξιο τοῦτο στόμα,
κι ὅσα ποὺ γράφτηκαν ἐδῶ, ἂς πᾶν ὅλα στὸ χῶμα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ καράβι
 
Ἡ νύχτα αὐτή, ποὺ τῆς αὐγῆς προβόδισε τὸ ντύμα,
λούζει μὲ δάκρυα νοτερὰ τῆς ὑγρασίας, καράβι:
Αὐτὸ ὅπως πλέει μὲς στὴν ὠχρὴ λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι ἀπόκοσμο νὰ προσδοκᾶ, σὲ ἀβύσσους.
 
Σὲ αὐτὸ τὸ ἀνέγγιχτο πυκνὸ καὶ ἀδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει ἀργὰ τοὺς μυστικοὺς καὶ χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, ποὺ στ’ ἄφθαρτα σημεῖα τῶν καταρτιῶν του πάνω,
μνῆμες – θηλιὲς καὶ γογγυσμοί, μὲ μυστικὰ ἀχερούσια.
 
Ἀπὸ τὰ ξάρτια του γκρεμοὶ ἀρχαίων ὀστέϊνων κόσμων
μὲ λίθινες συρτὲς λαλιές, σὰν ψαλμωδία δαιμόνων –
μὲ ἀφορεσμὼν ὀνόματα κι ἀναθεμάτων μίση,
αὐτὰ τὰ χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.
 
Τὴ νύχτα αὐτή, ἡ ἐρεβικὴ καὶ μεσονύχτια σκέψη,
στοὺς ὀδυρμούς της πρόσθεσε τ’ ἀρχαῖο αὐτὸ καράβι.
Στ’ ἀνοίγματα καὶ στὶς ὀπὲς τοῦ μυστικοῦ του κόσμου,
κατόπτρισε μιὰν ἅλυσο καὶ τ’ ὄνομά του: ΑΔΑΛΛЭ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἔπεα πτερόεντα
 
Ἑλλὰς VII
 
 
Σὰν φτερὸ ποὺ τ’ ἀπέκοψαν καὶ ἡ βροχὴ παρασέρνει,
ποὺ βουλιάζει, ὅταν ἄνεμος στὸ βυθὸ παραδέρνει,
ποὺ παλεύει μὲ τ’ ἄγνωστα καιρικὰ γιὰ νὰ ὑπάρξει,
ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βάλλεται. Καὶ ζητεῖ νὰ τ’ ἀλλάξει,
 
μά... δὲν εὔκολο διόλου! Στὴν ἀδιάκοπη πάλη,
στὸν ἀγίνωτο κόσμο του ποὺ τὸν νοῦ του προσβάλλει,
ποὺ ὁ ποιμὴν ἄρχει δύστροπα καὶ τὸ ἐρίφι σφαδάζει,
ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βάλλεται. Σὰν τὴν κάργια ποὺ κράζει,
 
πλῆθος γύρω του κήνσορες στῶν Βουλῶν τ’ ἄγριο δῶμα –
δοτὰ πένθιμα κύμβαλα δίχως κοῖλον, κι ἀκόμα
σὰν ὁ ἀοιδὸς σὲ πανήγυρη – ὡς ἐν εὔηχος σκύλος,
ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος βάλλεται. Φανερὰ καὶ προδήλως,
 
σὰν τὴ σκλήθρα τὴν ξύλινη (κι ὅλα τ’ ἄλλα πιὸ πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σὰν καράβι ποὺ χάνω,
ποὺ βουλιάζει, ὅταν ἄνεμος πὲρ’ ἀδιάκοπα σέρνει...
Ἔτσι, ἀδιάκοπα βάλλεσαι κι ὁ καιρὸς παρασέρνει...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας


   

Ἂν εἶχα...
 
Ἂν εἶχα, ἐκείνη τὴ θωριὰ τοῦ Παλαμᾶ, στὴ σκέψη,
τὴ βαθυστόχαστή του ὁρμή, τὸ φλογερό του πάθος,
κοντυλοφόρους θ’ ἄδειαζα γι’ αὐτοὺς πού ’χουνε κλέψει...
Ποιός τα ’φαγε, ποιά γνάθος...
 
Ἂν εἶχα, ἐκείνη τοῦ Σουρή, τὴν πεισμωμένη πένα,
μὲ τὴ θανάσιμη γραφὴ· τὸ θυμωμένο μάτι·
θὰ σοῦ ’λεγα, κοπριταρά, ποὺ τρῶς ἀπὸ τὴ γέννα,
τὸ μέλι καὶ τ’ ἁλάτι:
 
«Θὰ σοῦ ’ρθῶ Μεγαλέξανδρος, καὶ μιὰ μὲ τὸ σπαθί μου –
θὰ σὲ λιανίσω, ρεμπεσκέ, ποὺ τὴν Ἑλλὰς ξεφτᾶς...
Ρὲ "Φασουλῆ, Φιλόσοφε" χλαπάκιασες τὴ γῆ μου,
κι ἀπέ μου τὴ ζητᾶς;»
 
Ἂν εἶχα γίνει, Σολωμός, Κάλβος ἂν εἶχα γίνει...
ἢ Ρήγας· μὲ τοὺς χάρτες μου νὰ κεραυνώνω ἐχθρούς,
θά ’χὰ τὴ δύναμη νὰ πῶ ποιός τὸ "παιχνίδι στήνει",
ποιός προσδοκᾶ μικρούς...
 
Κι ἂν εἶχα, τὸ "Ὑστερόγραφο" τοῦ Κατσαροῦ, ἐγὼ γράψει,
καὶ τὴ "Διαθήκη" ἂν εἶχα ἐγώ, πρὶν ἀπ’ αὐτόν, σκεφτεῖ,
ὄρνιο, παπᾶς ἂν τ’ ἄκουγε, θὰ ζήταγε νὰ κλάψει...
Ποιός ἤθελε, κρυφτεῖ!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κρατοπτρισμοί
 
 
Ἀπ’ τὸ κρεβάτι ἀντικριστὰ καὶ πάνω ἀπ’ τὸ τραπέζι,
ἕναν καθρέπτη ἔχω παλιὸ δαρμένο ἀπ’ τὸν καιρό
ποὺ ὅταν νυχτώνει, μιὰ γοργόνα βλέπω νὰ μοῦ γνέφει,
νὰ μοῦ ζητάει νὰ βυθιστῶ μαζί της, στὸ νερό.
 
Ἀκόμη, βλέπω ἕνα παλιὸ παράταιρο καράβι
μὲ τὰ φανάρια του σβηστὰ καὶ τὰ πανιὰ σκισμένα,
καὶ κάποιον ναύτη ἀθώρητο στὴ νύχτα, νὰ μοῦ γνέφει
γιὰ νὰ τοῦ φέξω τα ἴσαλα, μὴν εἶναι σαπισμένα.
 
Ἀκόμη, ψίθυρους ἀκούω στὸ μένος τῶν ἀνέμων
μὲ ἀνούσιες ρίμες μυστικὲς καὶ χθόνια κοσμημένες,
τόσο, ποὺ τὶς αἰσθήσεις μου μὴν χαρωπὰ ξυπνᾶνε,
δεσμεύοντας τῶν νυσταγμῶν συνήθειες εἰλημμένες.
 
Κι ἀκόμη, ἐσένα βλέπω ἐκεῖ φανταστικὲ ἀναγνώστη,
κρυφὰ στὸ μισοσκόταδο τὸν πόνο νὰ ξεχνᾶς
γελῶντας, σύμ – βουλευτικὰ κι εὐέξαπτα νὰ γνέφεις...
πὼς τὸ δικό σου βάσανο, δὲν φεύγει ὅταν γελᾶς.
 
........................................
 
Πᾶνε τρεῖς νύχτες ποὺ ξυπνῶ σὲ κεῖνο τὸν καθρέφτη
κι ἀφυπνισμένα βλέπω ἐκεῖ δυὸ μάτια νὰ κοιτοῦν,
τόσο καχύποπτα θαρρῶ ποὺ μὲ περνάω γιὰ κλέφτη,
μὰ λέω μὴ δώσω κι ἀφορμή, γιὰ ἐμένα νὰ ντραποῦν.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὑμῖν...
 
Καράβι, ἀκριβοθώρητο στὴ ποντοπόρο ρότα,
ἄγνωστο, δίχως ὄνομα καὶ δίχως προορισμό,
γιατί στὴν ἄγρια τὴ νυχτιὰ πᾶς μὲ σβυσμένα φῶτα;
Πές μου, ποιός σὲ κατάντησε σὲ τέτοιο μαρασμό;
 
Καράβι, ἐσὺ ποὺ ἀγάλλεσαι στὴν ἐπωδὴ τοῦ ἀνέμου,
ποὺ δὲν φοβήθηκες ποτὲ τὰ ἐρέβη τῆς νυκτός,
ἐσύ, ζωσμένο θάλασσα τοῦ μόχθου, σύντροφέ μου
πές μου, ὁ βυθὸς πιὰ γέμισε καὶ δὲν εἶναι βατός;
 
Καράβι, ἐσὺ τώρα γερτὸ κι ἀπανθρωποδαρμένο,
ποὺ θὰ πλαγιάσεις στὴν ὑγρὴ σὲ λίγο πλησμονή,
καράβι, ἐσὺ ποὺ στέκεσαι λειψό, ἀποθαρρημένο,
πές μου, πῶς τόνους ἄντεξες μὲ φορτο – ὑπομονή;
 
Καράβι, δίχως ἄγκυρα καὶ δίχως ἀξιοπρέπεια,
ποὺ ἐντὸς ὀλίγου θὰ ριχτεῖς στὴν ἄγρια τὴ σιωπή,
ποὺ οἱ καιροσκόποι διάττοντες σοῦ φέρθηκαν μὲ ἀπρέπεια,
μὴ σὰν τὰ κέρδη, στέρεψαν ὁ πόνος καὶ ἡ ντροπή;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς Ξενιτιᾶς
 
Στοὺς Ἕλληνες, ὅπου γῆς
 
 
Παιδί μου, ποῦθε κίνησες καὶ ποῦ γι’ ἀλλοῦ πηγαίνεις;
Μὴν πᾶς στὴ μαύρη ξενιτιὰ ποὺ δὲ φυτρώνουν κρίνα;
Ποὺ δὲν γκαστρώνεται ἡ σπορὰ στὴ γῆς γιὰ νὰ καρπίσει;
Καμάρι μου, τὶ σοῦ ’καναν κι ὅλο μιλᾶς γιὰ κεῖνα;
 
Ἄνοιξη, πῶς γιὰ νὰ χαρεῖς; Πουλάκι, ποῦ θ’ ἀκούσεις;
Ποῦ θά ’βρεῖς γάργαρο νερό, νὰ πιεις καὶ νὰ χορτάσεις;
Κι ἅμα χορτάσεις, ποῦ σκιά; Ποῦ δέντρο, ν’ ἀκουμπήσεις;
Ποῦ θά ’βρεῖς μέντα, ρίγανη, βασιλικὸ νὰ μάσεις;
 
Κι ἅμα θελήσεις, ἐκκλησιά; Ἕνα κερί, ν’ ἀνάψεις;
Κι ἅμα θελήσεις, προσευχὴ κι ἕνα σταυρὸ νὰ κάνεις;
(Τῆς Δύσης, τ’ ἄγρια τὰ θεριά, ποὺ μοιάζουν στοὺς ἀνθρώπους,
σὰν σὲ κοιτάξουν δύστροπα... θὰ θέλεις ν’ ἀποθάνεις...)
 
Ποῦ θά ’βρεις, γιε μου, πῖ’ ὄμορφη σὰν τὴ δικὴ πατρίδα.
Ποῦ θά ’βρεις, γιὰ ν’ ἀγαπηθεῖς καὶ ποιά γιὰ ν’ ἀγαπήσεις!
Κι ἅμα, τοῦ κάκου, σοῦ συμβεῖ βαριὰ καὶ μ’ ἀρρωστήσεις,
ποιός θὰ βρεθεῖ στὴν κλίνη σου, τὰ μάτια νὰ σοῦ κλείσει;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
Ἔκτακτο
 
 
Ἐλᾶτε, σκέψη καὶ ψυχὴ καὶ κρίνετε σὰν δεῖτε
καὶ πεῖτε, μὲ χελιδονιοῦ κελάηδισμα – φωνή:
«Φέρνω σὲ σπόρο μὶ’ ἄνοιξη γιὰ ν’ ἀναγεννηθεῖτε,
γιὰ νὰ μπολιάσω τὴν ξερὴ τὴ γῆ πού ’ναὶ γυμνή».
 
Ἐλᾶτε, σκέψη καὶ ψυχὴ καὶ φέρτε τὴν ἐλπίδα, –
καὶ φέρτε της τὰ χρώματα τοῦ νόστου τ’ αὐγινά
αὐτά, ὁποὺ στερήθηκε μὲς στὴ δικὴ πατρίδα,
ὁ γέροντας, ποὺ τὴ θρηνεῖ καὶ θέλει τα, πρὶν νά...
 
Ἔλα, κορμί, ἔλα ψυχὴ καὶ σκέψη μου γιὰ κείνη,
ἐκείνη ποὺ τὴ μόλεψαν μιὰ νύχτα τα χτικιά,
καὶ δῶστε της λίγο νὰ πιεῖ νεράκι ἀπὸ τὴν κρήνη,
νὰ ξαπλωθεῖ τὸ σῶμα της στοῦ πεύκου την ἰσκιά.
 
.Μόνο, μὴν πιάσεις πράσινο καὶ μολυνθεὶς ψυχή μου.
Μὴν πιάσεις Δένδια, σκέψη μου καὶ πάψεις, λογική.
Φοβᾶμαι μὴ στ’ ἀπόσκιο τοὺς καὶ ξεχαστεῖς κορμί μου,
γιὰ δὲν θὰ βροῦνε κόκαλο, νὰ κλάψουν κι οἱ δικοί...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς Ξενιτιᾶς ΙΙΙ
 
 
Τὸ λένε τ’ ἀχαμνὰ νερὰ τῆς θάλασσας, τὰ στέρφα,
τὸ διαλαλοῦνε τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους,
τὸ λένε τ’ ἄστρα τ’ οὐρανοῦ καὶ τὸ χλωμὸ φεγγάρι:
Χαρὰ δὲν ἔχει ἡ ξενιτιά, δὲν ἔχει παρηγόρια.
 
Τὸ λένε στ’ ἄπταιστα οἱ μικρὲς τοῦ κάμπου πεταλοῦδες,
τοῦ ἀνέμου οἱ ψάλτες διαλαλοῦν στ’ ἀνάμεσα κλωνάρια,
τὸ κράζουνε, κεῖ ποὺ ξεσποῦν οἱ γλῶσσες τῶν κυμάτων:
Νὰ μὴν τολμήσεις ξενιτιά, μ΄ ἀσταύρωτο τὸ στέρνο.
 
Τὰ χαμομήλια τῆς πλαγιᾶς τὸ μολογοῦν στὰ σπάρτα,
τὸ λένε τ’ ἄγρια τὰ θεριὰ στὰ γκρέμια καὶ στὰ βύθια,
τὸ λὲν οἱ ἀοιδοί της Κέρκυρας σὲ μοιρολόϊ ἀρχαῖο:
Σὰν θὲς νὰ πᾶς στὴν ξενιτιά, μαύρη νὰ βρῶ πλερέζα
 
καθώς, δὲν ἔχει ἐκεῖ χαρά, δὲν ἔχει ν’ ἀποστάσεις,
ἴσκιο δὲν ἔχει ἀπ’ ἀγριλιὰ καὶ χῶμα νὰ πλαγιάσεις.
Μὲ δίχως μύρτους, γιασεμιά, πῶς ἡ ψυχή σου, πλέρια;
Πῶς σὰν πεθάνεις, ξενικὸ θὰ σὲ δεχτοῦν τ’ ἀστέρια;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ Βαρκούλα
 
 
Δίχως κατάρτι καὶ πανί, κι ἀπ’ ἄγκυρα πιασμένη,
ποῦ πᾶς βαρκούλα στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο χαμένη;
Ἐδῶ ’χεῖ κύματα – θεριά, ψηλώνουν καὶ σ’ ἀρπάνε!
Μήπως, γι’ ἀλλοῦ ξεκίνησες κι ἀλλοῦ κεῖνα σὲ πᾶνε;
 
Ἐδῶ, δὲν ἔχει ρεμβασμὸ καὶ στοχασμὸ γιὰ τ’ ἄστρα,
μηδὲ λουλούδια μ’ εὐανθοὺς θὰ δεῖς ποτὲ καὶ γλάστρα.
Δὲν ἔχει φάρου ἀναλαμπὴ καὶ στίγμα νὰ σὲ βροῦνε.
Μόνο στοιχειὰ καὶ δαίμονες τῆς Δύσης ἐδῶ ζοῦνε.
 
Ἐδῶ, δὲν θά ’βρεῖς τὰ ζεστὰ τ’ ἀνθρώπινα τὰ χάδια.
Τὰ κυβερνάει μιὰ θάλασσα, πού ’ν’ ἡ καρδιά της ἄδεια.
Εἶν’ ὁ Βορρᾶς, κακότροπος! Ὅλο φυσάει καὶ βρέχει.
Τὴν ἅγια ἐκείνη τῶν νεκρῶν τῶν ναυτικῶν, δὲν ἔχει!
 
Ἔλα! κουράγιο ἑλλήνισα βαρκούλα, θὰ σ’ ἀδράξω.
Θὰ καθαρίσω τὸ σκαρὶ καὶ τὴ ζημιὰ θὰ φτιάξω.
Τὸ μπλὲ θὰ στρώσω στὴ στιγμὴ καὶ κεῖνο τὸ λευκό σου.
Λευκὸ καὶ κεῖνο τῆς ντροπῆς τὸ μαῦρο, ριζικό σου...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σκήτη
 
 
-Φίλησε με!
-Ποιά εἶσαι;
 
-Πικραγάπανθος!
Λυγερὸς πρωτανθὸς συλλέκτης
ἀρχαίου φωτός
μὲ ρίζα πύρινη.
Διαβιῶ νοτίως της μετόπης τοῦ ἥλιου
σὲ σκήτη τοῦ Ἔρωτος.
 
Ἐσύ;
 
-Δακρυφόρος ἕλιξ!
Ἀναδύτης πηγαίων συναισθημάτων
ἐπιχειρῶ
μὲ χαίτη ὀρειχάλκινη
στοὺς θρόμβους τῶν δακρυγόνων.
Τελῶ ἐγκάρσια τῆς τυφλότητος...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Εὐεργέτιδα πασῶν τῶν Eθνών, θεῶν τὸ γένος Ἑλλάς
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀχλῦς
 
 
Τὸ καράβι, ποὺ αὔριο θ’ ἀνταμώσει τὴ μοῖρα
χτυπημένο ἀπ’ τῆς "θάλασσας" τὴν κακιὰ τὴν ἁρμύρα,
στὸ χεράκι μου πάλλεται καὶ ζητεῖ νὰ γογγύξει.
Νὰ χαϊδέψω, πῶς ἤθελε πρὶν τὴν ἄγκυρα ρίξει.
 
Ἐγὼ ναύτης μοῦ ζήτησε στὸ στερνό του ταξίδι
μὰ πρὶν γίνει στὴν ἔκταση τοῦ βυθοῦ της στολίδι,
νὰ τὸ βγάλω στὰ πέλαγα νὰ τὸ κλάψουν οἱ φάροι,
νὰ τ’ ἀκούσουν τὰ κύματα, τ’ ἀσημένιο φεγγάρι
 
πὼς ἡ Ἑλλάδα πιὰ χάθηκε κι ἀνελεύθεροι ζοῦνε
κι ὅσα ἔθνη εὐεργέτησε φθονερὰ τὴ μισοῦνε,
καθὼς πάλιν οἱ βάρβαροι – μὲ τ’ ἀδάκρυτα μάτια,
προσπαθοῦν ὅ,τι ἀπέμεινε νὰ τὸ κάνουν κομμάτια.
 
Τὸ καράβι, ποὺ αὔριο θ’ ἀνταμώσει τὴ μοῖρα,
χτυπημένο ἀπ’ τῆς "θάλασσας" τὴν κακιὰ τὴν ἁρμύρα,
τὸ καράβι ποὺ μοῦ ‘θελε καὶ ἱστοροῦσα πρὶν λίγο,
μοῦ ζητεῖ πρὸς τὰ σύμπαντα νὰ τὸ πάρω – νὰ φύγω.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐπίκληση ΙΙ
 
 
Τὸ μπλέ, πάντα τ’ ἀγαποῦσα: Γιατί μοιάζει τῆς θαλάσσης,
γιατί μοιάζει στὸ Γαλάζιο χρῶμα ἐκεῖνο τ’ οὐρανοῦ.
Γιατί στὴ φωτιὰ κι ἀκόμη: Ἤθελὲς τὸ νὰ γεράσεις,
γιὰ νὰ καταλάβεις λάθος – φλόγα σοῦ ’καιγε τὸ νοῦ.
 
Δὲν τὸ κόκκινο τὸ χρῶμα. Δὲν τὸ μαῦρο, τῆς ἀβύσσου.
Δὲν τὸ πράσινο, – κι ἂς μ’ ἔχει τοῦτο κάνει νὰ πονῶ.
Ἔλα μου στὴν κλίνη πάνω Θάνατε τώρα κι εὐχήσου,
νὰ μὴ ματαδὼ ἄλλο δείλι, νὰ μὴ ματαδὼ πρωινό.
 
Δὲν ἡ φρίκη τῆς κολάσεως, ποὺ ἀποστρέφω τὸ κεφάλι.
Δὲν τοῦ πόλεμου τὸ μένος ποὺ μὲ κάνει νὰ ριγῶ.
Εἶναι τῶν πολιτικῶν ἡ ἀναίδεια ποὺ τὴ σκέψη μου προσβάλλει,
ποὺ φοβᾶμαι, ξενυχτῶντας – μήπως στ’ ὄνειρο πνιγῶ.
 
Σὰν θὰ ξημερώσω κι αὔριο, εὔσπλαχνε θέ μου – πατέρα,
σὺ ποὺ λογαριάζεις πάντα τοὺς ποὺ πάτησαν στὴ γῆ,
κάμε τοὺς δοτοὺς νὰ φύγουν, νὰ σκορπίσουν στὸν ἀέρα
γιατί, τὸ ποθεῖ ἡ ψυχή μου! κι ἡ καρδιά μου, ἀναριγεῖ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ἄπατρις
 
 
-Γιὰ δὲν πετοῦν οἱ σταυραετοί;
-Μήπως κι ἐκεῖνοι πιὰ δετοί...;
-Ποῦ πῆγαν, ὅλα;
Τῆς ἄνοιξης, ποῦ ’ν’ ἡ χαρά;
Πῆραν ἀνάποδη φορά,
τὰ μυροβόλα;
 
Ποῦ ’ναὶ τὰ δέντρα; Ποῦ οἱ σκιές;
-Κοράκια γύρω μας κι ὀχιές...
-Ποῦ ’ν’ τὰ λουλούδια;
Ποῦ ’ν’ ὁ πολὺς κελαηδισμός;
Μήπως καὶ πῆρεν τα, σεισμός;
Ποῦ ’ν΄ τὰ τραγούδια;
 
Ποῦ ’ν’ τὰ ποτάμια, οἱ ρεματιές;
Ποῦ ’ναὶ τοῦ πάθους μου, οἱ μυρτιές,
τὰ γιασεμιά μου!
-Ἔλειπες, φαίνεται, καιρό...
-Κι ἄφησαν μόνο τὸν ἐχθρό
στὴ γειτονιά μου;
 
-Πῆραν τη! πῆραν τὴν πατρίδα,
πού ’λεγες, πὼς εἶν’ ἡ μητρίδα
τοῦ κόσμου, ὅλου!
Πῆραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι καὶ «φίλοι» μας ἑταῖροι...
-Ἄ, τοῦ διαβόλου!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὁ ρατσισμὸς ἀνέκαθεν
 
Κύριε...
 
ἐμεῖς οἱ καλοκάγαθοι,
εὐλαβεῖς δοῦλοι σου,
Σὲ χαιρετοῦμε.
Πανάγιο βρέφος, φέτος
δὲν κάναμε πολέμους
μηδὲ ἀσεβεῖς καὶ ἀνειλικρινεῖς
ἤμασταν.
Ἀπὸ τ’ ἀσημόφτιαχτα καὶ χρυσοποίκιλτα
τῆς εἰκόνας Σου, δὲν κερδίσαμε,
μηδὲ τῶν Ἁγίων τὰ λάβαρα
περιφέραμε ἄσκοπα
καὶ μὲ δόλο.
 
Μάθαμε, Κύριε, καταλάβαμε
καὶ ρητὰ ἀκολουθήσαμε.
Ἄξιοι πιὰ εἴμαστε
χωρὶς ἔπαρση καὶ μωρία,
χωρὶς φθόνο, χωρὶς πρόθεση.
 
Κύριε... χορτάσαμε!
Τῶν ὀφθαλμῶν μας ἡ πεῖνα,
προσπέρασε!
 
Μὴ σκιάζεσαι, γιὰ ἐμᾶς.
Ἀργότερα, κατὰ τὴν ἄνοιξη,
θὰ Σὲ σταυρώσουμε.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ καναπέ...
 
 
Γύμνια!
 
τοῦ νοῦ, γύμνια ἡ ψυχή
κι ὕπνος βαθύς...
Νὰ θέλεις, καὶ νὰ προσπαθεῖς.
 
Ἐδῶ, ἡ αὐγή
 
μίλησε μιά, μίλησε δυό,
τῆς μέρας φίλησε τὸ γιό
κι ἀπόκαμε, μὲ τ’ ἄστρα.
 
Ὥρα καλεῖ!
 
γι’ αὐτὸ κι ἐσύ
ψάξε καὶ διάλεξε βυζί,
μέθυσε, στοὺς χυμούς του.
 
Χορτᾶτος...
 
μὴ μοῦ λές: ’σ’ ἀπέ –
στὴν θαλπωρὴ τοῦ καναπέ,
δίχως ἀγῶνα, ἱδρῶτα.
 
Σήκω!
 
καὶ φώναξε καὶ πέ
στοὺς καφεμάντες του Φραπέ:
μίλησα μιά, μίλησα δυό...
 
ἐγώ, εἶμαι πόλη καὶ χωριό!!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δυτικὰ τῆς βροχῆς
 
 
Πόσο λατρεύω τὴ βροχή!
Σὰν περπατῶ μὲς στὸ τραχύ
παρθενικὸ ἀκρογιάλι,
κάθε μου ἔγνοια καὶ καημός,
κάθε πληγὴ καὶ σπαραγμός,
ἀποχωρίζει ἀγάλι.
 
Καὶ σὰν ἀργόσυρτα κινῶ,
ἀπ’ τὸ στρατὶ γιὰ τὸ βουνό,
κι ἀπὸ τὸ δάσος μέσα,
στερνὴ φορὰ πίσω κοιτῶ
νὰ δῶ ποιός δένει τὸ λυτό,
στῆς θάλασσας τὴν τρέσα.
 
Καὶ παίρνω πάλι τὸ στρατί,
μὲ τὰ παιδιάτικα «Γιατί»
τ’ ἀθῶα, νὰ βασανίζουν:
«Ποιός τὴν πληγή, ποιός τὸν χαμό,
ποιός τὸν καημό, τὸν σπαραγμό,
καὶ ποιοί ποὺ μοῦ τὰ ὁρίζουν».
 
Κι ἔτσι, ὡς ἀρχίζει πάλι ἡ ἠχώ,
στὸ ὄμβριο τὸ ρέμα τὸ ρηχό,
κεῖ ποὺ ἡ βροχὴ σταλάζει,
ὡς παραδέρνουν τὰ νερά,
νιώθω μιὰν ἄπλετη χαρά,
τὴν ὥρα ποὺ χαράζει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Θὰ μὲ θυμᾶστε!...
 

 
Θάλασσες κι ἄστρα κι οὐρανοὶ καὶ ντάμα τῆς σελήνης,
ὅ,τι κι ἂν ἔγραψα γιὰ σᾶς ποτέ μου εἰρωνικό...
Σκοτάδι, δὲν μὲ κέρδισες, σῦρε μακριά, μὴ μείνεις.
Χαϊδολογάτε, σκέψεις μου, μὲ φῶς κανονικό.
 
Ἕνας Παράδεισος! Κι ἐγώ, ποὺ λούφαξα ἐκεῖ μέσα...
Θὰ μὲ θυμᾶστε: Εἶμαι ἡ βροχὴ μὲ τῆς δροσιᾶς τὴ στάλα.
Μεθυστικὸ τριαντάφυλλο στῆς θάλασσας τὴν τρέσα.
Μιὰ νότα ἐγώ, ποὺ χάθηκε στῆς νιότης τ’ ἀφρογάλα.
 
Ἐγώ, στὸν ὕπνο τῶν παιδιῶν ποὺ νείρονται παιχνίδια.
Ἐγὼ παράθυρο ἀνοιχτὸ μὲ τὰ λουλούδια ἀπ’ ἔξω.
Ἐγὼ τοῦ βράχου τ’ ἀρμυρὰ τὰ ξέπλεκα στολίδια.
Φάρος!! τοῦ κάθε ναυαγοῦ, κεῖ πού ’θελε νὰ φέξω.
 
Θὰ μὲ θυμᾶστε!... Ἤμουν ἐγώ, τοῦ λογισμοῦ καράβι...
Ἐγώ, ποὺ σᾶς ταξίδευα σ’ ἀπάνεμους καιρούς...;
Τώρα... ποὺ δέσαν τοῦ Berlin οἱ στοιχειωμένοι κάβοι,
θάλασσες κι ἄστρα δὲν θωρῶ, μηδὲ τοὺς οὐρανούς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς μοίρας, ξένοι...
 
 
Τῆς μοίρας, ξένοι τό ’θελαν,
βράδυ, μὲ τὸ φεγγάρι...
Γλυκό μου παλικάρι
μὴν πᾶς, στὴν ξένη γῆ.
 
Εἶν’ τὸ ταξίδι, δύσκολο,
κι εἶσαι παιδὶ· στερνό μου,
νιῶσε τὸ βάσανό μου,
κι ἄκουσε τὴν κραυγή:
 
Ἐδῶ, μεῖνε καὶ πάλεψε
κι ἂς εἶναι στερημένα...
Κλάψε! κι ἐγὼ γιὰ σένα –
πρὶν ἡ ψυχή, πληγεῖ.
 
Εἶν’ ἄγριοι τόποι, ξενικοί,
παρηγοριὰ δὲ θά ’βρεῖς...
Τῆς ξενιτιᾶς τῆς μαύρης,
σὰν σὲ κελὶ ἡ φυγή.
 
Πιότερο, γιε μου, στὶς ἐρμιές
μιᾶς δύσκολης πατρίδας...
Παρὰ λειψῆς ἐλπίδας,
δίχως χαρὰ ἡ αὐγή...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σύρτις
 
 
Τελευταῖα, ἀποφεύγω νὰ κοιτάζω πρὸς τὴν ντουλάπα.
Εἶναι γιατί, στὸ κατώφλι της, βρίσκω φύκια καὶ ἄμμο
καὶ ἐπὶ τῆς ἄμμου, βαριὰ ἀνθρώπινα πέλματα.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα, στὸ λῶρο – φῶς τῆς σελήνης,
καὶ σχεδὸν ὡς τὴ μέση τοῦ δωματίου,
ξεπροβάλλει μορφὴ σκυλόψαρου, μιμούμενη
τὸ σῆμα κινδύνου. Ἔχει μέρες, ποὺ φτάνει ὡς τὸ κρεβάτι,
ψιθυρίζοντας μοῦ τὸ ρῆμα, "Βυθίζεται".
 
Ἀκόμη, διακρίνω ἕναν σαφῶς ἀκανόνιστο διαταραγμό
στὸ σωματότυπο τοῦ κύτους, καθώς
καὶ μία λιτότητα πάγκαλου ὕφους.
 
Γιατρέ, μὲ προσέχετε...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σύρτις ΙΙ
 
 
Ἡ πόλη, καὶ αὐτὰ ποὺ συνέβαιναν τὸν τελευταῖο καιρό, τὸν ἔπνιγαν.
Σκέφτηκε ν’ ἀνοίξει τὸ φινιστρίνι τῆς ἀποδράσεως...
Μιᾶς ὥρας δρόμος θετικῆς σκέψης ἦταν, πρὸς τὴ θάλασσα.
Ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ ἄφησε νὰ τὸν παρασύρει κοντά της.
Τῆς μίλησε, ἀκραγγίζοντας τὴν ἀργοκύμαντη ἀθωότητα τοῦ χυτώνα της.
Μὲ τὸ ὑγρό της γαλάζιο, γέμισε μιὰ σύριγγα ὄνειρα
καὶ τὴν ἔστρεψε πρὸς τὶς φλέβες του.
Τὸ πρόσωπο του, θύμισε Γενάρη μῆνα καὶ βαρυχειμωνιά•
σκοτεινὸ τοπίο ἀχερουσίας.
 
Τί κόσμος», ψέλισε...
Ἔγειρε, καὶ ὄστρακο κούρνιασε στὴ ραϊσιὰ ἑνὸς βράχου.
 
Κάποτε, ξύπνησε! Καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔμενε νὰ θυμᾶται
ἦταν οἱ πατημασιὲς στὴν ἄμμο
καὶ τῆς δεξιᾶς φτερούγας τὸ πράσινο πτίλωμα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δὲν εἶναι...
 
 
Δὲν εἶναι ποὺ πέθανε – τρεῖς μῆνες,
στὰ ξαφνικά, μὲς στὸ χειμῶνα.
Δὲν εἶναι τῆς ὑγρασίας ἐκεῖνες
οἱ ρίζες, ποὺ τοῦ τρίβονται στὸ γόνα.
 
Δὲν εἶναι τὸ στενάχωρο κιβούρι
καὶ ἡ μοναξιὰ ποὺ τὸν πληγώνει.
Δὲν εἶναι ποὺ τοῦ βάλανε γιὰ γούρι
ματόχαντρο, στὸ στῆθος του ποὺ λιώνει.
 
Δὲν εἶναι ποὺ γράφει κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα
μὲ μία περίσσια τῆς κνήμης του πένα.
Δὲν εἶναι τὸ καλὸ ποὺ φόρεσαν στὸ σῶμα
κοστούμι, καὶ ξεχάσανε μιὰ χτένα.
 
Δὲν εἶναι π’ ἀρχίζει νὰ ξεχάνει
τοὺς φίλους, ποὺ δὲν τ’ ἄναψαν κεράκι.
Δὲν εἶναι ποὺ δὲν βλέπει νὰ ξεκάνει
τῆς κάσας του τ’ ἀχόρταγο σαράκι.
 
Δὲν εἶναι ποὺ δὲν ἀντέχει πιὰ τὴν πεῖνα,
γιατί καὶ πρὶν τὴν ἴδια ζοῦσε...
Δὲν εἶναι γιατί τὰ παπούτσια του ἀπ’ τὴν Κίνα,
αὐτὰ ἀπὸ πάντοτε φοροῦσε.
 
Εἶναι γιατί τὸν εἶπαν οἱ "Πατέρες"
κορόϊδο! καὶ τοῦ πήρανε τὸ σπίτι.
Εἶναι γιατί, τὰ αἱμοπετάλια – σφαῖρες...
ὅταν τὸν εἴπανε, «Κοπρίτη».
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὅποιος θέλει νὰ νιώσει εὐτυχής, μὴ νιώσει τώρα...
 
 
Τ’ ἀγάλματα Χλωμά, ἀποστεωμένα.
Ἡ πολιτεία, βυθός
μὲ σπασμένο μπούσουλα,
μὲ τσακισμένη κερκόπορτα...
 
Κοιμωμένη σὲ βρῆκα,
φιμωμένη καὶ αἱμορραγοῦσα,
βασκαμένη, πικρόθυμη,
ἀφημένη στὶς ὀρέξεις των...
 
Ντύσου!
Βάλε τὶς δάφνες καὶ τὰ στέφανα,
καὶ τὰ διαδήματα...
 
Νεράϊδα,
παντοδότειρα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ κοπρίτου τοῦ δεύτερου
 
 
Δύσκολα χρόνια,
ἐγκυμονοῦν ἑρπύστριες
καὶ δημοσιογράφοι,
ρουχολόγοι
καὶ ζωδιομάντες,
μαγειροκόμοι
τηλεχαμόγελοι
καὶ κοινωνικοστοιχηματίες.
 
Οἱ παγκοσμιοποιημένοι πάγκοι τῶν λαϊκῶν
μὲ Καλάσνικοφ καὶ εἰκόνες Ἁγίων·
κρυμμένα τὰ φροῦτα.
 
Χρόνια παράξενα...
Ὁ Παρθενῶν
στήνεται καὶ ξεστήνεται,
σ’ ἐπιμήκυνση.
 
Ἡ ματωμένη ποδόσφαιρα
κι ὁ κοπρίτης ὁ δεύτερος.
Οἱ ἀξίες καὶ ὑπεραξίες
στ’ ἀκροχείλι τ’ ἀνέργου·
τὸ ψωμὶ λειψό...
 
Σὲ ἀσθενοφόρους καιρούς, ποσῶς:
Γιὰ τὸ κλείσιμο τοῦ ματιοῦ μιᾶς ἡλιαχτίδας
στὸν καβάλο τῆς ἄνοιξης.
 
Ὥρα Φουκοσίμα : 14:46:23
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Αἵ γραμμαὶ τῶν ὀρέων
 
 
Σᾶς φαντασιώθηκα, Θεόδωρε,
παραλληλίζοντάς σας
μὲ τὰς πτυχὰς τῆς σταφίδος
πού, ἐκ τῆς μίας πλευρᾶς
τοῦ μετώπου της,
φέρει πλείστας γραμμάς
καθὼς τῶν ὀρέων –
καί, ἐκ τῆς ἑτέρας,
ἀκατασχέτους ρωγμάς,
ὁμοίας μὲ τὰ κελύφη
νεοσσῶν πτηνῶν
κι ὀρνίθων...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἰδέα
 
 
Ἑλλάδα: Μήτρα ἐσὺ τῆς Γῆς καὶ λίκνο τῶν ἀνθρώπων,
στ’ ὄμορφο πάνω σῶμα σου φέτος δὲν ἦρθε Μάρτης.
Δὲν ἦρθε μὶ’ ἄνοιξη γλυκιὰ νὰ πρασινίσει ὁ κάμπος,
νὰ μπολιαστεῖ τὸ χῶμα σου καὶ πάλι νὰ καρπίσει.
 
Δὲν ἦρθε μέλισσα χρυσῆ μηδὲ πουλὶ κι ἀηδόνι,
δὲν ἔφτασε τὸ φωτεινό της γαλανότητας σου,
τῶν δειλινῶν δὲν ἔφτασε τὸ πολυαγαπημένο.
Ἦρθε μὸν’ τ’ ἄστρο τῆς αὐγῆς, αὐτὸ ποὺ τρεμοσβήνει.
 
Πῶς νιώθω σέ, πόνο βαρὺ σὰν τὴ σιωπὴ σὲ ὀδύνη.
Πῶς νιώθω σέ, Θράκη μισὴ ποτὲ πῖ’ ἀναστημένη.
Βλέπω μονάχα μαυρανθοὺς στὸ μέλλον τῶν ματιῶν σου.
Βλέπω σταυροὺς μαρμάρινους, τὰ πετροχελιδόνια.
 
Ἑλλάδα: Θῆλυς ἄφθαρτο. Δαυλὲ σὺ τῶν ἀχράντων,
ἄδολο λίκνο ἀσύγκριτο στὴν ὕπαρξη τῶν κόσμων,
δὲν πρέπει ἀκάμωτη χωρὶς τῆς δόξας τὸ στεφάνι.
Τῆς Γῆς φτάνουν οἱ λεύτεροι νὰ σὲ δαφνοστολίσουν.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μπλὲ καὶ πράσινο
 
 
Δὲν μοιάζει στὰ γλυκὰ νερὰ τῆς θάλασσας ἡ ἁρμύρα.
Ὅσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πῆρα.
 
Ὅσες φορὲς κι ἂν πλύθηκα, τὴ νιώθω ἀπάνωθέ μου.
Γονυπετὴς καὶ κλαίγοντας παρακαλῶ σέ, θέ μου:
 
Κάμε νὰ πάψει ἡ θάλασσα τὸ σῶμα μου νὰ ραίνει,
νὰ νιώσει λίγο ἀπ’ τὴ δροσιά, ἡ σάρκα ἡ φλογισμένη.
 
Τὸ ἔρμο κορμί μου, βάλλεται! δὲν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρῶ, τὸ χρῶμα της τὸ μπλὲ πὼς εἶναι τοῦ διαβόλου
 
καθώς, ἀλλάζει! πράσινο, γίνεται· κεῖ, στὴ ρήχη.
Ἄλλο κακὸ στὸ σῶμα μου, θέ μου, νὰ μὴ μοῦ τύχει.
 
Παρακαλῶ σέ, Ποσειδῶν, σ’ τὸ λέγω ἐγώ, ποὺ σ’ εἶδα:
Τοῦτο τὸ σῶμα, ὡς φλέγεται... δὲν ἄλλο ἀπ’ τὴν πατρίδα...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Αὐτόχειρα φύλλα
 
 
Ἀγάπες μου, φύλλα μεμιὰς ποὺ πέσατε ἀπ’ τὸ κρύο,
ποὺ πληγιασμένα κείτεστε στὰ μάτια μου μπροστά,
πῶς μὲ ταράζει κίτρινο τὸ ἠλύσιο αὐτὸ τοπίο.
Πῶς μὲ τρομάζει, ἀπ’ τὸ κλωνὶ νὰ ζεῖτε χωριστά.
 
Ἄχ, περσινὲς ψυχοῦλες μου, ἀγαπημένα φύλλα,
ποὺ σᾶς θωρῶ νὰ σέπεστε στὴν κλίνη αὐτῆς τῆς γῆς,
στὸ θάνατό σας, δὲν μπορῶ μὴ νιώσω ἀνατριχίλα.
Γιὰ δὲν μπορῶ, στ’ ἀντίκρυ μου τὸ χρῶμα τῆς πληγῆς.
 
Ἀγάπες μου, ὤριες ψυχὲς ποὺ φεύγετε σὰ πέρα,
ποὺ δὲ φοβᾶστε τὸν γκρεμὸ μηδὲ καὶ τὴ θηλιά,
ποιό μοιρολόϊ γιὰ νά ’πλεκα μὲ λεκιασμένη σφαῖρα;
Μύρο – μελάνι μου ἡ ψυχή, κι ἡ σκέψη μου, ἀγριλιά.
 
 
Αὐτόχειρα φύλλα ΙΙ
 
Φύλλα ποὺ πέσατε σωρό – μεμιὰς ἀπὸ τ’ ἀγέρι,
ποὺ κείτεστε τώρα νεκρὰ στὴ γῆς μακάβρια εἰκόνα,
δίχως ταφὴ ἔτσι ἀσάλευτα κοντὰ στὸ μεσημέρι,
πόσο νὰ ξέρατε πονῶ καὶ τοῦτο τὸ χειμῶνα..
 
Πῶς ν’ ἀσπαστῶ τὴ δύστυχη τὴ μάνα ἐκείνη κλάρα,
ποὺ θέλει – λέει – νὰ γκρεμιστεῖ καὶ κάτω νὰ τσακίσει
καὶ πῶς, μὴ νιώθει στ’ ἄσαρκα κορμιά των σαστιμάρα,
ὅταν γιὰ κεῖνα δὲν μπορεῖ τιμὴ γιὰ ν’ ἀποτίσει.
 
Πῶς ν’ ἀσπαστῶ τὰ δύστυχα κεῖνα μικρὰ κλωνάρια
ποὺ δίχως τα, λυπητερὰ τοὺς κράζουνε στὸ χῶμα:
Μὴ φεύγετε, ἀδερφάκια μας, ποῦθε κινάτε σμάρια;
Ἢρθ’ ὁ χειμῶνας ὁ βαρύς! Θ’ ἀργήσετε, γι’ ἀκόμα;
 
Πόσα στὸ δέντρο γιὰ νὰ πῶ καὶ γιὰ νὰ καλοπιάσω,
δίχως ἐκεῖνο νὰ κοιτᾶ πῶς σέπονται τὰ φύλλα;
Σκέφτομαι: Πρέπει κι ἄλλη μιὰ γιὰ κεῖνα νὰ κοπιάσω.
Ντύνομαι μαῦρο φόρεμα καὶ μοῦ φορῶ μαντίλα:
 
«Ὤωω! πῶς σπαράζεται ἡ ψυχὴ μπρὸς στὸ δικό σας πόνο.
Ποιό μοιρολόϊ γιὰ νά ’γραφα δίχως στιγμὴ νὰ κλάψω.
Κάθε χειμῶνας, βάσανο! Ὡς ξεκινῶ, τελειώνω».
(Πόσα, γιὰ φύλλα κίτρινα κι αὐτόχειρα νὰ γράψω...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οὐράνιο τόξο
 
 
Καὶ ὕστερα, τίποτα.
Τὸ πάθος, ἔγειρε καὶ ξάπλωσε
στὴν ἄκρη της λήγουσας.
Αὐτή, σιώπησε.
Πῆρε κουβέρτα τὸ θυμωμένο της βλέμμα
καὶ τὸ σκέπασε.
Μὲ σεντόνι της τοὺς ἐφιάλτες,
διπλώθηκε ἔμβρυο
μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς ἀναγέννησης.
 
Τὸ πρόσωπό της, ἤρεμο τώρα.
Καὶ τὸ χαμόγελό της, εἶχε μία προοπτική.
Μόνο γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔδειξε πόνο,
γιὰ λίγο.
Μετά, ἀτένισε μὲ σιγουριὰ τὸ μέλλον
μίας ὀνειρικῆς πραγματικότητας.
Ἐλεύθερη ἀπὸ δεσμεύσεις,
ἀνέβηκε στὸ ἀγαπημένο οὐράνιο τόξο της
κι ἀφέθηκε νὰ κυλήσει ὡς τὰ ἔγκατά του.
Νὰ βρεῖ τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἀπὸ παιδὶ ἔψαχνε
καὶ ποὺ τῆς ἔλεγαν οἱ μεγάλοι.
 
Τὸ πρωί, ἦταν ὅλοι ἐκεῖ, στὰ μπαλκόνια τους, –
οἱ πάντα ἀδιάψευστοι μάρτυρες στὶς καταπτώσεις
τῶν αὐτοχείρων ἀγγέλων.
 
Ἀργότερα, τὴν ἔπαιρναν μὲ τ’ ἀσθενοφόρο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Νικηφόρος Μανδηλαράς
 
 
Ἀπόψε, ἀντίστροφα ἡ παλιὰ γυροπυξίδα στρέφει
κι ἕνας καιρὸς ἀλλόκοτος, τὰ χάη παρακινεῖ.
Βαρὺ μᾶς θραύει καιρικὸ καὶ μὲ θυμό μας γνέφει,
καθὼς τοῦ φάρου ἀργὸς κλαυθμὸς μοιρολογά, θρηνεῖ.
 
Κληρονομιὰ μᾶς δόθηκε τοῦ ρημαγμοῦ μας ἡ ἔγνοια.
Τῆς λησμονιᾶς ὁ ἀτίμητος πελαγινὸς λυγμός.
Πότε τοῦ ἀνέμου πένθιμα, φαιδρά, μαλαματένια
λόγια· καὶ πότε ἕνας οἰκτρὸς πνευματικὰ πνιγμός.
 
Μὲς στὰ βαθύσκια σύθαμπα δόλια προσμένει μοῖρα.
Στὸ στόκολο, κεὶν’ ἡ φωτιὰ ποὺ σιγοκαίει, δὲν σβεί.
Ξεθωριασμένα πρόσωπα ποὺ διάβρωσε ἡ ἁρμύρα,
σὰν νὰ μὴν εἶχαν, γενικῶς ὑπάρξει· ἢ καὶ συμβεῖ...
 
Λόγια! Λόγια ποὺ εἰπώθηκαν δίχως χαρὰ καὶ χρῶμα.
Πάνω σὲ χάρτη κείτεσαι κι ἀναμετρᾶσαι ὠχρός.
Τὸ σῶμα σου, ποὺ σέπεται δίχως ταφὴ καὶ χῶμα.
Τὸ μυστικό, ποὺ μπόρεσες καὶ δὲν εἶπες νεκρός.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Δὲν εἶναι...;
 
Στὸν Κώστα Καρυωτάκη
 
Δὲν εἶναι θάνατος νὰ κάθεσαι μόνος
στὸ καφενεῖο, δίχως κάτι νὰ κάνεις;
Δὲν εἶναι θάνατος τοῦ διπλανοῦ σου ὁ πόνος
νὰ μὴ σὲ πιάνει, καὶ νὰ θὲς νὰ τὸν ξεκάνεις;
 
Δὲν εἶναι θάνατος ἡ βιζὸν γούνα
καί το: "Ἂς τὴν εἶχα κι ἂς μὴ τὴ βάλω";
Θάνατος δὲν εἶναι ἀλλοῦ νά...
πηγαίνεις νὰ σοῦ «φτιάχνουν» τον καβάλο;
 
Δὲν εἶναι θάνατος νὰ μὴ ζεῖς τὴν οὐσία
καὶ πάντα νά ’σαὶ σ’ ἀδιάβατο δρόμο;
Θάνατος δὲν εἶναι τὰ κρύα τ’ ἀστεῖα
τοῦ βουλευτῆ, μὲ τὸ ταγάρι στὸν ὦμο;
 
Δὲν εἶναι θάνατος ἀδιάφορος νά ’σαί
ὅταν πᾶνε γιὰ νὰ σὲ ντουφεκίσουν;
Θάνατος δὲν εἶναι νὰ κοιμᾶσαι
ὅταν θέλουν τὴν πατρίδα νὰ πουλήσουν;
 
Δὲν εἶναι;
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μὸν’ τὰ λουλούδια...
 
 
-Μὴν εἶναι ἡ σκέψη μου, ζαβή; Μὴ τὸ μυαλό μου, χάνει;
-Ποιός τὸ μαντρί μου ξόδεψε κι ἀπόμεινα στὴ στάνη;
-Μὴν γλίστρησες καὶ ἡ κεφαλή σου βρέθηκε ἀπὸ κάτω;
-Πῶς τὸ βαρέλι σάπισε καὶ πιάσαμε τὸν πάτο;
 
Μὴν ἡ καμπούρα, τύχη μου; Μὴ φταίει τὸ ριζικό μου;
Μὴν εἶδε ἀπόσκιο ὁ Xάροντας καὶ θὲ τ’ ἀρχοντικό μου;
Ἀπ’ ὅταν ποὺ γεννήθηκα, ὅλα μοῦ μοιάζουν ἴδια!
-Μὴν ὁ κλαυθμός σου ψεύτικος, καθὼς ἀπ’ τὰ κρεμμύδια;
 
-Μὴ καὶ πιστεύω, θαύματα; Αὐτὰ ποὺ ὑποσχεθήκαν...;
-Χάθηκαν δυὸ μὲς στὸ The Lost κι ἀκόμη δὲ βρεθήκαν.
-Τί θέλω ἐγὼ καὶ σκέφτομαι...; Μὸν’ τὰ λουλούδια, μόνο!
-Ἀπ’ τὴν αὐλή του καὶ μετά, ξένο ποίoς θέλει πόνο;
 
-Μὴν εἶναι ἡ τέρψις ἄκαιρη τῶν λουλουδιῶν, ποὺ θάλλουν;
Μὴν εἶν’ τὰ μύρα ἀπατηλά, ψευδῶς καλεστικά;
Μὴν εἶν’ οἱ ὀσμές, ἁγνὲς ψυχὲς ὁποὺ μὲ περιβάλλουν;
Μὴν ἔχουν μύχια μυστικά, τὰ παρασιτικά;
 
-Μὴν ἡ κραυγή σου, ψίθυρος; Παροδικὰ εἶν’ τὰ ρίγη;
Μὴν εἶναι ἡ κρίση σου ζαβὴ κι ἀκόμη, ὁ λογισμός;
-Μὴν τῆς ψυχῆς μου ὁ πυρετός, ὁποὺ μὲ καταπνίγει;
-Μὴν οἱ πληγές σου, ὑποτροπὴ καὶ παραλογισμός;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δίχως χαμόγελο...
 
 
Ποῦ πῆγε ἡ νύχτα; Ποῦ πῆγαν τ’ ἄστρα;
Μήπως σωριάστηκαν πέρα, μακριά;
Ποῦνε ὁ δεντρόκηπος, κείνη μου ἡ γλάστρα;
Γιατί δὲν παίζουνε πιὰ τὰ παιδιά;
 
Μὴν ἀλλοῦ πήγανε καὶ δὲν τὰ βλέπω;
Ἡ γῆς μὴν ἔπεσε σ’ ἄγρια σκλαβιά;
Μὴν δὲν ὑφίσταμαι καὶ πιὰ δὲν πρέπω
γι’ αὐτὸ καὶ γύρω μου γκρίζα, μαβιά;
 
Καὶ πῶς θὰ ζήσω δίχως ἐκεῖνα;
Ὅλος ὁ κόσμος μου, ἦταν αὐτός!
Δίχως πατρίδα; Δίχως Ἀθήνα;
Δίχως τὸν ἥλιο της, πού ’τὰν λαμπρός!
 
Δίχως τὰ δέντρα; Δίχως τὴ φύση;
Δίχως χαμόγελο, γιατί νὰ ζῶ;
Μπά! Δὲν θὰ γκρέμισε, θεριὸ εἶν’ ἡ κτήση!
Νά, βλέπω ἔντρομο κάποιον πεζό:
 
Καλέ μου ἄνθρωπε, τὶ σοῦ συμβαίνει;
Κάτι σὲ ρώτησα! δὲν ἀπαντᾶς;
-Τὸ τέλος ἔρχεται καὶ μᾶς προφταίνει!
-Ὄχι, Θεέ μου! Κι ὁ... Σαμαρᾶς;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Στῆς ἠθικῆς τὸ τρίστρατο
 
 
Ἐλᾶτε! ἐλᾶτε, φίλοι μου, καλοί μου ἀνθρῶποι, ἐλᾶτε!
Ἐδῶ, στὴν κλίνη τὴ δική. Στὸ σπιτικό μου, ἐμπάτε.
Ἐγώ, δὲν ἔχω ἀνάστημα, δὲ μοῦ ’μεινε πιά, σθένος.
Μὴ μὲ φοβᾶστε, μείνετε! εἶμαι ὁ φονιᾶς, ὁ ξένος...
 
Καθίστε ἐδῶ, στῆς κούτας μου τὸ βρώμικο κλινάρι.
Δεῖτε! ποῦ τ’ ἀνευλόγητο κοιμᾶται παλικάρι.
Λάμια κακιά, μὲ ζήλεψε, Μοῖρα καὶ μὲ μισοῦσε.
Ἔκλωθε πλάϊ στὴ μάνα μου τὴν ὥρα ποὺ γεννοῦσε.
 
Δίχως θυμίαμα, μιὰν εὐχή, μὲ δίχως τ’ ἁγιοκέρι...
Θαρρῶ νύχτα πὼς ἤτανε, ποὺ μ’ ἄδραξε ἀπ’ τὸ χέρι.
Πρόσφυγα, μ’ εἶπε. Ἀφρικανό. Γύφτο. Κίτρινο – Ἀσιάτη.
Εἶμαι τὸ μίασμα κι ἡ ντροπὴ στοῦ κόσμου την ἐμπάτη.
 
Ἐλᾶτε! μὴ μὲ ντρέπεστε, μὴ μὲ φοβᾶστε, διόλου!
Δὲν εἴμ’ Ἑβραῖος, οὔτ’ Ἄραβας στὸ στόχο τοῦ Διαβόλου...
Φταίει, ἡ δικὴ ποὺ μ’ ἔκλωθε κουβάρι, λάμια – Μοῖρα.
Στῆς λογικῆς τὸ τρίστρατο λάθος τὸν δρόμο πῆρα.
 
..........................................
 
Ἐγώ, σπίτι δὲ γνώρισα. Ἀπ’ ὅταν, ποὺ θυμᾶμαι
μὲ ξενικᾶ καὶ δανικά, καλοῦμαι νὰ κοιμᾶμαι.
Κι ἂν εἶναι ὁ δρόμος, σπίτι μου! Ἡ πίσσα τούτη, ροῦχο!
δὲν σᾶς ζητῶ... παρὰ δική τη λευτεριὰ νὰ μοῦ ’χῷ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀναμετρήσου μ’ τ’ ἄδικο γειά
 
 
Ὅσο ’ναι ἀκόμη μπορετὸ κι ὅσο ’ναι ἀκόμη μέρα
κι ὅσον ἡ τόλμη τῆς φωνῆς σου ἁπλώνει στὸν ἀέρα,
τὰ τρυφερὰ καὶ νιώθουνε τ’ ἀγέννητα κι οἱ γέροι,
πὼς τῆς ὀργιὰς τὸ μέτρημα τ’ ὁρίζεις μ’ ἕνα χέρι,
 
θὰ χαμηλώνει ὁ τύραννος τὸ βλέμμα καὶ θὰ σκιάζει
καὶ θὰ κονταίνει, βρίζοντας τὸν ἥλιο ποὺ τὸν λιάζει,
γιὰ δὲ φαντάστηκε ποτὲς πὼς ἕνας μόνος φτάνει,
τὰ πέρα γκρίζα σύννεφα τ’ ἀψήλου, νὰ λευκάνει.
 
Ἀναμετρήσου μ’ τ’ ἄδικο γειά, τ’ ἄδικο νὰ ξέρει
πὼς τὸ δικό σου μέτρημα τ’ ὁρίζεις μ’ ἕνα χέρι,
κι ἂς μὴ φαντάστηκε ποτὲς ὁ τύραννος, πὼς φτάνει
Ἕνας! Ἥρως ποὺ τάχθηκε τὸ Κτῆνος ν’ ἀποκάνει.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἠθικά
 
Ὁ ἀγνώμων νοῦς, δαίμων ἐστίν τε καὶ δικαίως λογάται Κτῆνος.
Ἡ ἀλήθεια δὲν χειραγωγεῖται μηδὲ ἀποκρύπτεται,
πολλῷ δὲ μᾶλλον ἡ ἀγάπη.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πῶς ν’ ἀγαπήσεις...
 
 
Ποῦ πεταλούδα, γιὰ νὰ δεῖς; ποῦ γῆ, γιὰ ν’ ἀκουμπήσεις;
Ποῦ πεύκου σκιὰ νὰ δροσιστεῖς, νὰ γείρεις, νὰ πλαγιάσεις.
Ἄνθρωπο ποῦ, νά ’χεῖ καρδιὰ καὶ νοῦ γιὰ νὰ μιλήσεις,
νὰ τοῦ χαϊδέψεις τὰ μαλλιά, μ’ ἀγάπη ν’ ἀγκαλιάσεις.
 
Ποῦ μέλισσα, νὰ βρεῖς χρυσῆ; μιὰ μυγδαλιά, ν’ ἀγγίξεις.
Ποῦ ρεματιὰ νά ’χεῖ νερό, νὰ πιεις καὶ ν’ ἀποκάμεις.
Θάλασσα ποῦ καὶ βότσαλα στὰ μακρινὰ νὰ ρίξεις.
Λάκκο, νὰ βγάλεις μιὰ κραυγή, τὸν πόνο σου νὰ γιάνεις.
 
Σύννεφο ποῦ, δίχως θολὸ τὸν οὐρανό του νά ’χεῖ.
Ποῦ νύχτα, ν’ ἀποκοιμηθεῖς μὲ τὴν ψυχὴ γαλήνια,
νὰ γείρεις τὸ κορμάκι σου κεῖ στοῦ βουνοῦ τὴ ράχη,
νὰ σὲ ξυπνήσουν τὰ πουλιά, μὲς στῆς αὐγῆς τὴ γρίνια.
 
Μά... ποῦ χαρά, νὰ ξαπλωθεῖς... νὰ γείρεις, τὸ κορμί σου...
Νὰ δεῖς πῶς τ’ ἄστρα στ’ ἀργαλειὸ ξεπλέκουνε το φῶς τους!
(Πῶς ν’ ἀγαπήσεις ἄνθρωπο – θεριὸ μὲ τὴ μορφή σου,
ὅταν δὲν ξέρεις τί ζητᾶ καὶ ποιός εἶν’ ὁ σκοπός του...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Δίχως Ἀνάσταση
 
 
Ζυγώνει ἀνήλιαγος καιρὸς σφοδρὰ νὰ μᾶς χαλάσει.
Μία πυρκαγιὰ στὸ στῆθος σου, ποὺ σιγοκαίει καιρό.
Δίχως πατρίδα, Ἀνάσταση, δίχως παπᾶ, γιορτάσι,
πῶς ἀπ’ τὸ πέλαο, μοῦ ζητᾶς καλὰ νὰ σὲ θωρῶ;
 
Χάραμα· φῶς ἀνέσπερο μᾶς ραίνει καὶ μᾶς γιάνει.
Δέσμιοι, μὲ δίχως κάγκελα καὶ δίχως φυλακή.
Ἀπ’ της καμπίνας τὸ κελὶ στὸ ξενικὸ λιμάνι·
βγαίνεις, καὶ ψάχνεις ἐκκλησιὰ ν’ ἀνάψεις τὸ κερί.
 
Λὲς ἡ ψυχή σου Ἑλληνική, ἴσαμε μ’ ἕνα στρέμμα.
Στὰ στερημένα μάτια μου, ἀθάνατη, χρυσῆ!
Μὶ’ ἄνοιξη πῶς περίμενα γιὰ νὰ σὲ δῶ στὸ γέμα
νὰ σ’ ἀσπαστῶ, πατρίδα μου, μὲ δίψα περισσή.
 
Μαῦρο πουλὶ στὴν πλώρη μας τὸν κόρφο ξεψειρίζει.
Ἀπόψε, ἤθελα δίπλα σου, νὰ κράταγα σφιχτά
καθώς, ἡ σκέψη βάλλεται καὶ στὸ μυαλό μου ἐρίζει
φωνή, ποὺ λέει γιὰ σένα πιὰ κανεὶς δὲν ξενυχτᾶ...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Αἰσχρὸς ὁ αἰῶνας...
 
 
Οἱ ἄρρενες, δὲν ὑποκλίνονται, ὅπως...
μηδὲ χειροφιλοὺν τὴν δεξιὰν ἀπολήγουσα.
Αἰσθητικά, λιγοστέψαμε, Ἄρη:
 
Σόρταϊμ οἱ ἔρωτες
μὲ τοὺς ὄφιδες ἔξαλλους
"παρὰ πόδα ἢ ἐπ’ ὤμου"
ν’ ἀλαλάζουν: ἄξιος ! ἄξιος !
 
κι ἀπ’ τὸ βάθος,
ἀναζητῶντας παράδεισο,
νὰ κρένει θυμώδης
μὲ φωνὴ Καζαντζίδη,
ὁ αἰῶνας αἰσχρός·
 
ἀτελέσφορος.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ ξύλινη ἐσάρπα μου
ἔρημος
κι ἐγὼ σὲ καρτερῶ
στὸ κατώφλι
πλάϊ σὲ πεσμένα φύλλα
 
Τὸ τελευταῖο χαμόγελό σου
ἀμφίβολο
 
δυὸ μέτρα πού ’φυγες
καὶ λέω πὼς φοβᾶμαι
 
Τὶς φωτιές! Τὶς φωτιές!
 
Δὲν βλέπεις;
 
μοῦ ἀφυδατώνουν τὴν νεότητα
 
Γύρνα! Μόνο δυὸ μέτρα
πρὶν νά 'ναι ἀργά
 
Πρὶν νὰ μὲ καταπιοῦν
ξενιστὲς καὶ σαράκι...
 
Μάτι Ἀττικῆς 2018
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
"Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι"
 
Κωστῆ Παλαμᾶ:
 
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, θὰ πέσει νὰ πλακώσει,
γιατί δὲν εἶχα ποὺ χρωστῶ τῆς τράπεζας τὴ δόση.
Μηδὲ καὶ πόρτα μ’ ἄφησαν, τοῖχο, μπογιὰ κι ἀκόμα
τὸ μαλακὸ τοῦ κήπου μου κατάσχεσαν τὸ χῶμα.
 
Κάθε λουλούδι π’ ἀγαπῶ, κάθε του κήπου γλάστρα.
Δὲν πῆραν μόνο τὴν ψυχὴ καὶ τῶν ματιῶν μοῦ τ’ ἄστρα.
Μιὰ πέργκολα, πού ’χὰ λειψή, τὴν πήρανε κι ἐκείνη.
Οἱ στοχασμοὶ κι οἱ σκέψεις μου, σκιὲς πού ’χοῦν ξεμείνει.
 
Ἀκόμη, πῆραν τὴ χαρά, μοῦ πῆραν τὴν ἀνάσα.
Τέσσερα βάλαν στὸν νεκρὸ χερούλια, ἀντὶ κάσα.
Θυμᾶστε, κεῖνο τὸ μικρὸ τ’ ἀξήγητο κοράσι;
Τό ’χὰ κι ἐγὼ στὸν κῆπο μου, μὰ πῆραν το στὰ δάση
 
γιατί, μὲ δίχως ΑΦΜ, δὲν εἶχε νὰ δηλώσει...
Χωρὶς κλειδάριθμο θαρρῶ, θὰ τό ’χουνε σκοτώσει.
Παρακαλῶ σας, Παλαμᾶ, πεῖτε μου, τὶ μοῦ μένει;
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα, νὰ τὸ πατοῦν οἱ ξένοι...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πολιτικὸ μήνυμα
 
Στῆς κολάσεως τ’ ἀτίμητα πέρα διώξετε σκότη,
κεῖ ποὺ τ’ ἄσεμνα ζοῦνε δίχως δάκρυ, ψυχή.
Κεῖ ποὺ δείχνουν μὲ δάχτυλο τὸν χαφιέ, τὸν προδότη,
κεῖ ποὺ ἡ " θάλασσα" σέπεται, γιατί στέκει ρηχή....
 


©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
A, Τοῦρκε...
 
 
Τὶς λέξεις μου, γράφω σιγὰ καὶ πιὰ μόνο γιὰ σένα.
Τούτη δὲν εἶναι μου ἡ στιγμὴ κι ὁπού ’θελα νὰ ζῶ.
Γύρω σκοτάδια. Σὰν πληγὴ μ’ ἀκούγεσαι στὰ ξένα.
Τὸ βλέμμα μου, στρέφει γι’ ἀλλοῦ, μοῦ ἀρνεῖται νὰ σὲ δῶ.
 
(Ἅμα στρεβλά μου τα ’πανε καὶ λάθος τ’ ἀποδίδω,
ἂς μοῦ δοθεῖ μιὰ σάρισα μεμιὰς νὰ σκοτωθῶ!
Νὰ μοῦ βληθεῖ θραῦσμα βαθὺ σὲ φυλακή του Βίδο.
Νὰ γκρεμιστῶ ἀπ’ τὸ Ταίναρο γιὰ ν’ ἀπολυτρωθῶ).
 
Πείσμονας εἶμαι. Δὲν ξεχνῶ... Τὸ δίκοχο καὶ πᾶμε!
Φέρω κορφιάτη κύτταρο καὶ πάππο μπιστικό.
Μιὰν ἁπλωσιὰ τὰ πόδια μου, τρεῖς θάλασσες καὶ νὰ με:
Τοῦρκε! Ἄ, Τοῦρκε! δὲν νογᾶς ποιός εἶν’ τ’ ἀφεντικό...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
T’ ἀκρόπρωρο
 
 
Θέλεις τοῦ ὁρίζοντα ἡ γραμμή, ζημιὰ ποὺ μοῦ ’χει μείνει;
Θέλεις τὸ κιάλι, πού ’ν’ θαμπὸ καὶ δὲν καλὰ θωρῶ;
Σοῦ λέω πὼς τό ’δα, χρόνια πρὶν τὸ πόστο του ν’ ἀφήνει.
Νά ’ταν, ἀνάγκη του ἡ φυγή; Νὰ πῶ, δὲν τὸ μπορῶ.
 
Ἕνας βαθὺς μὸν’ στεναγμὸς ἀκούστηκε ἀπ’ τα πέρα.
Σειρῆνες κι ἄγρια τοῦ βυθοῦ, τοῦ δείχνανε γιὰ ποῦ.
Καὶ τότε, τ’ ἄτρομο θεριό, τὸ σκαλιστὸ ἀπ’ ἀγέρα,
ἔδωσε μιὰ καὶ χάθηκε, στὸ διάβα τοῦ βυθοῦ.
 
Τώρα, τὶς νύχτες ποὺ σφοδρὸς καιρὸς τὰ πλοῖα ξεκάνει,
λὲν πὼς τὸ σχῆμα του σὰν δεῖς, θὰ βρεῖς τὴ συμφορά.
Ἅμα σὲ δεῖ ποὺ τὸ κοιτᾶς, μπορεῖ νὰ σὲ τρελάνει.
Σὰν ἄβυσσος – λέν – ἡ κραυγή, καθὼς κεὶν’ ἡ φορά....
 
Ἀπόψε, ἡ μοῖρα τό ’φερε, βαρδιάτορας καὶ πάλι
νὰ ξαναδῶ τ’ ἄγριο θεριὸ ἀπ’ τὴ μεσαία την τρέσα.
Σκούπισα κεῖνο τὸ θαμπὸ παλιό μου ματοκιάλι.
Στὸ καθαρὸ καὶ τρόμαξα, σὰν εἶδα τὸ κεῖ μέσα.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Χωρὶς Γῆ II
 
Ἑλλάς
 
Κάθε σὰν θάλασσα μὲ πλήττεις, τίποτα.
Ἴσως γιὰ σένα νὰ μιλῶ δὲν εἶχα.
Ἀπ’ ὅσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ἀνείπωτα.
Ὅτι μ’ ἀρνήθηκες σεβάστηκα κι ἀπεῖχα.
 
Γιὰ σένα πλήθυνα τῆς θάλασσας τὰ ὀνόματα.
Στοὺς λογισμούς μου ἀκρόπρωρο εἶχα σένα:
Στοιχειὸ ποὺ πάλευε σ’ ἑνὸς καμβᾶ τὰ χρώματα,
κινῶντας στ’ ἄγρια τὰ νερὰ πέρα στὰ ξένα.
 
Μύρα σου στέλνω ἀπ’ τ’ ἀστρικὰ κι ἄνθη μαγιάτικα
κι ὅ,τι ἀπὸ τ’ ἄλλα ξενικᾶ τ’ ἄγνωστου κόσμου
πού, σ’ τὰ συνάζω τὰ πρωινὰ τὰ κυριακάτικα,
νὰ τ’ ἀναδεύεις πλέρια στ’ ἄρωμα τοῦ δυόσμου.
 
Γιὰ σένα μίσεψα στ’ ἀνέβαθα τοῦ σύμπαντος,
- ἄλλoτε δίχως νὰ μπορῶ νὰ σ’ ἀνταμώσω –
κι ἔτσι ποὺ χρόνια καρτερῶ σ’ ἕν’ ἄστρο ἀκύμαντος
εὔχομαι ρίζα νὰ γενῶ καὶ νὰ ριζώσω.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦ νταβατζὴ ΙΙ
 
Τοῦ νεοταξίτου
 
-Οἱ πλόκαμοί μου, τρεῖς ὀργιές...
Τὸ βλέμμα, μ’ ἄγριες συννεφιές
μόνο μετριέται...
 
Εἶμαι στὸ πρόσωπο τραχύς,
θ’ ἀρνιόσουν, ν’ ἀναμετρηθεῖς...
-Ποιός συλλογιέται....
 
Ἀνάποδά σέ, ποὺ κοιτῶ,
σὲ συλλογίζομαι Χριστό...
-Κὰν’ τὸ σταυρό σου!
 
Ἅμα θυμώσῳ, μὴν μπροστά
αὐτὸς ποὺ ἐμένα μοῦ χρωστᾶ...
-Δὲν εἴμ’ ἐχθρός σου!
 
Δὲν ἔχω στόμα ἐγώ, φωνή,
μήτε ντουντούκα καὶ χωνί...
κλειστὰ ἔχω χείλη.
 
Μήπως, πειράζει ποὺ κρεμῶ
ἐδῶ, στὸ πέτο καὶ κοσμῶ,
ξερὰ τ’ Ἀπρίλη;
 
-Ἐσέ, σοῦ πρέπει ἁπλοχεριά,
κι ὄχι μακάβρια μαχαιριά...
Ἐσύ, μᾶς πρέπεις!
 
Πᾶρε ντουφέκι, νὰ χαρεῖς,
νὰ κάτσεις πάνω τους βαρύς...
Μὴ δὲν ἀντέχεις;
 
-Ὄχι! Μπορῶ τὶς προστυχιές...
-Δῶσε καινούριες προσευχές,
μιὰν ἄλλη πίστη...
 
Γκρέμισε! χάλασε φυλές,
συνέτριψε τοὺς μ’ ἀπειλές...
-Κάνε με, μύστη...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Ἐλευθερία
 
Ἑλλὰς IV
 
Τὴν ὀμορφιά σου θαύμαζαν
κάθε ποὺ σὲ κοιτοῦσαν
κι ἦταν ὁ κόσμος γύρω σου
κι ὅλοι γιὰ σὲ μιλοῦσαν
καὶ φλόγιζαν τὰ μάτια σου
ἀπ’ τὴν πολλὴ χαρά.
 
Κι αὐτοὺς ποὺ τόσο φρόντιζες
ταγίζοντας τὰ μύρια,
ὀχτροί σου τώρα γίνανε
ζητῶντας ’κατομμύρια
κι ὁ κόσμος ὅλος χάθηκε
κι ἡ τόση σου χαρά.
 
Καὶ ξέχασαν τὶς ὀμορφιές
κι ὅσα σοῦ ’χὰν θαυμάσει
καὶ σοῦ τὰ πῆραν ὅλα σου –
μὰ πῶς νὰ τοὺς προφτάσει
ποὺ ὁλόρθη τώρα στέκεται
καὶ μὲ λυγμοὺς θρηνεῖ.
 
Μαῦρες οἱ μέρες της κυλοῦν
μὰ πάλι αὐτὴ ξεχνάει
καὶ στὰ παιδιὰ ποὺ γέννησε
τὴ λύπη της ξεσπάει
μέχρι βαρὺς ὁ πέλεκυς
τῆς ξενιτιᾶς ξανά.
 
Μὰ ἦρθε ἡ μέρα κι ἔφτασε
σὲ ἀστροπελέκι πάνω
ἡ Ἱστορία καὶ φώναξε:
«Ἦρθα νὰ σὲ προκάνω!
Ἀκούσαμε τὸν θρῆνο σου
κι ὅ,τι ποὺ σὲ πονεῖ.
 
Κόρη ποὺ σὲ θαυμάσανε
κι ἔθνη χαλιά σου στρῶσαν
ὅσες φορὲς τὰ μάτια μου
γιὰ σένα μοῦ βουρκώσαν
ἦταν γιατί ὅσα μου ’δωσες
σὲ μάρμαρο γραφτεῖ.
 
Τώρα σήκω καὶ φώναξε
τὰ σύμπαντα ν’ ἀκούσουν
κι ὅσοι πολὺ σ’ ἀδίκησαν
στὶς δάφνες νὰ σὲ λούσουν
πρὶν ὁ θυμός μου ἀβάσταγος
καὶ ἡ πένα μου βαριά...»
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σᾶς κρούει τὴν θύραν...
 
Ἐλευθερία ΙΙ
 
-Μά... ποῦ γυρνᾶς, ποῦ χάθηκες;
-Ποιός μὲ ρωτάει, στὰ ξένα;
-Ἂν τὴν ἰδέαν ἀρνήθηκες
θέλω νὰ πῶ, σ’ ἐσένα:
«Δὲν τ’ ἄκουσες; Δὲν τά ‘μαθες;
Πάει καιρός, ποὺ ἐχάθη...»
-Τὴν πρόκαμα, στὰ βάθη
πρὶν ἀπὸ τὴ θανή
 
κι εἶπα: «Ποτὲ πιὰ θάνατο
ὦ Ἐλευθερία, μὴ ζήσεις,
μὸν’ τῆς χαρᾶς σοῦ τ’ ἄχραντα
τὰ δάκρυα σοῦ νὰ χύσεις,
νὰ μπολιαστοῦνε τὰ νερά,
τοῦ κόσμου τὰ ποτάμια·
ὡς νὰ βυθίσει ἡ Λάμια,
ὁπού 'θελες κι ἐσύ.
 
-Βιάσου! Ὁ κόσμος στέρεψε,
μόνο καημός μου φτάνει...
Δὲν ἔχει λεύτερη λαλιά,
μοιάζει νά 'χει ἀποθάνει.
Δὲν ἀνασαίνει, δὲν νογάει
πιὰ τ’ ἀντιπάλεμά του.
Τὴ νίκη, τὴ δικιά του,
τὴν ἔκαμε θανή...
 
Ἔλα! καὶ γίνε πέλαγος,
καὶ δάκρυ γίνε, πάλι
νὰ θρέψουν κρίνα καὶ μυρτιές
κι ἀπ’ τῶν ἀνθῶν τὴ ζάλη,
ν’ ἀναγαλλιάσουν οἱ ψυχές,
νὰ γιάνουν, τῶν ἀνθρώπων...
Ὡς ἡ σκοτία τῶν τόπων,
μᾶς δώσει ἕνα κλωνί...»
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐμβόλιμο
 
 
Ἐχθές, εἶπαν πὼς σ’ εἴδανε ν’ ἀναμετρᾶς τὰ μίλια.
Τὸ λογικὸ πὼς σάλεψε κι ἀνέγνοιαστα θωρεῖς
κάτι στοὺς χάρτες. Κι εἴδανε ν’ ἀναμετρᾶς στὰ χείλια
τὸ ἠθελημένο μέσα σου, ποὺ ξέμαθες νωρίς.
 
Ἀπ’ τὰ σαράντα κύματα, πιες τ’ ἀρμυρὸ νερό της,
γιὰ νά ‘χεις καλοτάξιδο τὸν πήγαιν-ἐρχομό.
Κάμε τὸ πεῖσμα κάβο σου καὶ δέσε τὸν καιρό της,
δίχως νὰ πρέπει ὀξύθυμος καὶ μὲ παροξυσμό.
 
Ἀνδρώσου! μὲ τ’ ἀλαργινὸ τῆς μοναξιᾶς ταξίδι.
Κάποτε ρίξου μέσα της, νὰ νιώσεις τὸν πνιγμό.
Νὰ νιώσεις πῶς τῆς θάλασσας τὸ λιμασμένο φίδι.
Νὰ μάθεις, πῶς ν’ ἀνθίστασαι κι ἐσὺ σ’ ἕναν νυγμό.
 
Τί δὲ νογᾶς κι ἀξήγητα πρὸς στὸ κενὸ κοιτάζεις;
Δὲς πῶς ἡ βάρκα λεύτερη μὲ τὸ λευκὸ πανί.
Ἀναμετρήσου τί ‘θελες καὶ πάψε νὰ πλατειάζεις.
Κοίτα ποῦθε κινήσαμε καὶ τί ‘μαστε ἱκανοί...
 
Ἐχθές, εἶπαν πὼς σ’ εἴδανε ν’ ἀναμετρᾶς τ’ ἀστέρια.
Ν’ ἀναμετρᾶς τὰ κύματα πέρα στὴν πλώρη ὀρθός.
Τώρα ποὺ ὁ νοῦς ἀγιάτρευτος, θυμώνεις μὲ τ’ ἀγέρια.
Μετριέσαι σάμπως ὁ καιρὸς ποὺ μαίνεται σφοδρός.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας


 
 
 
ΟΗΕ: "Ὁ ἔχων νοῦν ψηφισάτω..."
 
 
Πόση νὰ κρύβει μοναξιὰ τοῦτος ὁ κόσμος· Πόση...
Ψυχὴ θυμίζει ἁμαρτωλὴ ποὺ θέλει νὰ λυτρώσει.
Μοῦ λέγανε, τῆς μοναξιᾶς θὰ «πρέπει» αὐτῆς νὰ μοιάσω.
Στὰ θλιβερὰ κι ἀναίσχυντα, τὴ σκέψη νὰ ταιριάσω...
 
Κάλλιο μιὰ σφαῖρα νὰ βληθῶ καὶ μαχαιριὰ στὰ στήθη!
παρὰ νὰ σκύψω καταγῆς, νὰ ὑποκλιθῶ στὴ λήθη.
Ἔγνοια δική μου, νὰ βρεθῶ στῆς θάλασσας τὰ βύθια,
γιὰ νὰ θωρῶ ποῦ κρύβεται ἡ ὀρφανεμένη ἀλήθεια.
 
Πιότερο φύλλο νὰ παρθῶ σὲ φύσημα τοῦ ἀγέρα.
Κραυγὴ νὰ γίνω καὶ λυγμὸς ὡς τὴ στερνὴ τὴ μέρα.
Ἐγώ, στὸ πέτο μοῦ κοσμῶ τὸ εὐωδιαστὸ θυμάρι.
Δὲν φέρω στάμπα νεκρικὴ καὶ ταφικὸ λιθάρι.
 
Ἔχω τ’ Ἀνθρώπου ἀνάστημα καὶ προσδοκῶ μιὰ νίκη.
Τὴ Λευτεριὰ ταξίδεψα στὰ μάκρη καὶ στὰ μήκη.
Τώρα... ἕνα κῆπο λαχταρῶ κι ἕνα τοῦ δάσους ρέπι.
Γιὰ τ’ ἀπρεπῆ, ξενύχτισα! Ἄκου γιὰ σὲ τί «πρέπει».
 
Πλάσε στὸ χέρι μὶ’ Ἄνοιξη κι ἂν δὲν μπορεῖς, φαντάσου!
Τὸ θεϊκό σου ἀνάστημα στὸ νῆμα καὶ προφτάσου.
Ὀρθώσου! Νότος καὶ Βορρᾶς, Ἀνατολὴ καὶ Δύση.
Κάθε φυλή! Κάθε λαός! Κι ἀφέντης; Μόνο ἡ φύση!
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὄψεως πέτρα
 
 
Στὴν ἀθέατη πλευρά
τῆς μητρίδας τῶν κόσμων
αἰφνίδια μπῆκε, – τυχαῖα
κι ἔζησε τοὺς σπαραγμούς
μίας σαρκοβόρας πυρᾶς μορφῆς
ποὺ παραμόνευε κυοφορῶντας
μέλλοντα συνωμοτικά
συντελείας
καταγόμενα τοῦ Θανάτου.
 
Σὲ σπήλαια τῶν ἡφαιστείων της
ρήγματα
καὶ ἀπὸ τὶς ὀπὲς αὐτῶν
ἀβυσσαλέοι στὴν ὄψη
κλειδοῦχοι
μ’ ὀνόματα λήθης
πρωτόφαντα
καὶ στὸ μέτωπο αὐτῶν
αἱματῶδες τριγράμματο
χάραγμα σπείρας.
 
Ἀπὸ μίας ρωγμῆς εἰσῆλθε
παρακάμπτοντας
τὴν κοινὴ τῶν διαστάσεων
καὶ βρέθηκε σὲ χῶρο
ἀκάθαρτο
ποὺ ἐκεῖ μιλοῦσαν
τὴν πρωτόγλωσσα τῶν ἀνθρώπων
βρίζοντας ἀκατάσχετα
τόσο
ποὺ δὲν τῆς ἐπιτρέπεται
παρὰ νὰ σιωπήσει.Σας λέγει μόνο τοῦτο:
«Ἐνοράσθαι καὶ λογίζεσθαι»..
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Σιίζω
 
Ἀϊ ἀϊ Κύπρε τάλαινα, αἵ δὲ πλατὺ κῦμα θαλάααη!
 
Ναί, σ’ ἀντίκρισα μὲς στὸ σκοτάδι
δακρυσμένη, στὸ σῶμα μισή.
Ἤσουν πέτρα, μεσόγειο νησί,
σὲ σημάδι...
 
Καὶ σὲ ρώτησα, ἑλλήνισα φίλη,
ποιός τὸ σῶμα σου, θέλει μισεῖ;
Κι εἶπες: «Εἶναι κορμὶ τὸ νησί,
κι ἀνατείλει...
 
Ὁ πρωτόγονος νοῦς, ποὺ μὲ βάλλει,
εἶναι κτῆνος ἀρχαῖο καὶ ποθεῖ...
Τὸ κορμί, ποὺ ζητάει νὰ δοθεῖ,
γέννες θάλλει.
 
Τριπλομάνταλη φέρομαι πέτρα
ποὺ σιωπᾶ κάθε λύσσας ὁρμή...
Στὸ πρωτόπλασμα φέρω κορμί,
Ἔθνη! Μέτρα...»
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Κύπρος 1974
 
Δὲν ξεχνῶ...
  
-Ξύπνα, μανούλα, φτάσανε! Ἦρθαν οἱ Τοῦρκοι, πάλι...
Νὰ δεῖς, δὲν θά ’χει τελειωμό. Kαλό, νὰ δεῖς, δὲν θά ’χει!
Τό ’χουν συνήθεια, μοῦ ’λεγες: «Θὰ μᾶς ξανάρθουν, κι ἄλλοι...
Ὅπου πατοῦνε, δὲν ἀνθεῖ... μηδὲ κι ἁπλώνει, στάχυ».
 
Μάνα, φοβᾶμαι! -Γιόκα μου! Κόρη, κι ἐσὺ παιδί μου,
κι ἅμα τὴν πόρτα, ὁ Χάροντας περάσει, μὴ φοβᾶστε.
Δὲν παίρνει ὁ Χάροντας παιδιά. Νά ’χετε τὴν εὐχή μου.
Ἂν εἶναι μέσα γιὰ νὰ μπεῖ, ἐμένα νὰ λυπᾶστε...
 
"Βρὲ σεῖς, γκιαοὺρ γιουνάν! Τί μᾶς κατηγοράτε;
Γιὰ τὸ καλό σας, ἤρθαμε! Ποιός μᾶς τ’ ἀπαγορεύει;
Νὰ πεῖς... δὲν θά ’χετε χαρά; δὲν θὰ καλοπερνᾶτε;"
Στήνει τουφέκι ὁ Χάροντας κι ἐπὶ σκοπόν, φονεύει:
 
"Ὤιμεεεε! παιδιὰ καημένα μου, παιδιά μου, ἀγαπημένααα..."
Τρία! Στρατιῶτες ζήλεψαν καὶ τά ’στειλαν στὸν τάφο.
Στὰ ὅρια τῆς Κερύνειας, ἀκουμπιστὸς καὶ γράφω.
Μέμφομαι τοῦ Ἄγγλου τὴ γενιά, πού ’θελε σκοτωμένα...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κύπρος 1974 ΙΙ
 
ἄνθρωπε...
 
Ἀπόκοσμο μοιάζει το φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ποὺ φτάνει.
Γκρίζα π’ ἀστράφτουν σύννεφα μᾶς βάλλουν μὲ βροχή.
Στ’ ἄναστρο ἰσχνὸ καὶ σκοτεινὸ τὸ ἀπατηλὸ λιμάνι.
Τοῦ στοχασμοῦ ἡ καρίνα μας, σὲ θάλασσα ρηχή.
 
Ἀπὸ τὸ μόλο κι ὕστερα, παραπατᾶς, διστάζεις.
Τ’ ἄγρια συγκρίνεις κύματα, μὲ κεῖνα τῆς στεριᾶς...
Χαρτογραφεῖς καὶ ντρέπεσαι. Ματώνεις καὶ τρομάζεις.
Κλαῖς καταγῆς κι ὀδύρεσαι. Σωριάζεσαι μεμιάς.
 
Μὲς στὶς παλάμες σου μπορεῖς τὸν ἥλιο, τὸ σκοτάδι.
Μὲς στὴν καρδιά σου τὸ σωστὸ καὶ τ’ ἄδικο, μπορεῖς!
Λευκὸ καὶ βάψε τῆς ψυχῆς τὸ μαῦρο σου ρημάδι.
Γυμνώσου! Πέτα τὸ μαβὶ τὸ ντύμα ποὺ φορεῖς.
 
Πλέει τὸ καράβι τῆς ψυχῆς, σ’ ἤρεμο ἂν θέλεις τόπο.
Καὶ τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα της σὰν θέλεις, μ’ εὐανθούς!
Ἅμα πανὶ ἔχεις κι ἄνεμο, δὲν θέλει πολὺ κόπο.
Δὲς τὸ φεγγάρι, ὡς ἀναδύεται μὲσ’ ἀπ’ τοὺς βυθούς...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς φωτιᾶς
 
 
Ἄ, νά 'χα στόμα ἡ θάλασσα τῆς Σμύρνης, νὰ μιλήσω...
ν’ ἀπαριθμήσω τοὺς νεκροὺς ποὺ κράτησα στὰ χέρια.
Νὰ σηκωθῶ ἀπ’ τὰ βάθη μου θεριὸ γιὰ νὰ ρωτήσω:
Ξένοι! Ἄ, ξένοι! Ὁπλίσατε τοῦ Ἀγαρηνοῦ τ’ ἀσκέρια;.
 
Ἀνάγκη μου τό 'χω νὰ πῶ, καθὼς στὰ βύθια κάτου
μωρά, νεκρὰ ἑλληνόπουλα κοιμίζω κάθε βράδυ.
Μοιρολογῶ λυπητερὰ Σμυρναίικα τοῦ θανάτου,
κι ὡς τὰ σκεπάζω, τὰ φιλῶ μὲ παρηγόριας χάδι.
 
Παρακαλῶ σας! φέξτε μου νὰ ξεπλυθῶ ἀπ’ τὸ αἷμα
τῆς πικραμένης τῆς γενιᾶς τῆς ἀδικοχαμένης.
Νὰ μὴ χαρῶ ποτὲ ξανὰ τῆς ὀμορφιᾶς τὸ γέμα.
Ἴδια ἡ ψυχή μου ἐλλήνισας μάνας χαροκαμένης.
 
Φέρτε μου σκοῦρα σάβανα καὶ φέρτε μου τὰ μύρα
καὶ φορεσιά μου, φέρετε τῆς ἄβυσσος, τὸ μαῦρο.
Ἐγὼ εἶμαι! Ἡ κυρα – θάλασσα, ἡ μαυροντυμένη χήρα.
Τὴν περηφάνια πού ‘χασα διψῶ πάλι γιὰ νά ‘βρω.
 
........................................
 
Μαρία! Ἑλένη! Παιδί μου, Τάσο!!
Δημήτρη! Ρουμπίνη! Ἀντώνη! Λεϊλά!!
Ἂχ ἡ ἔρμη, κουράστηκα καὶ πῶς νὰ σᾶς φτάσω.
Παιδιά μου, ποῦ πᾶτε; (Κανεὶς δὲ μιλᾶ...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἀέναες ἐπαναλήψεις
 
Στάσου, παιδί μου. Ἄκου, γιὰ λίγο...
Ἦλθεν ἡ ὥρα μου, νὰ φύγω.
Στερνό μου "Γειά σας".
Μάνα, πάτέρά, γιὰ τὰ ξένα
μὲ δίχως ἀδερφή μου ἐσένα –
φεύγω μακριά σας.
 
Γκρέμια καὶ βύθια θὰ διαβαίνω.
Στὶς προσβολὲς θὲ νὰ σωπαίνω,
στὴν καταφρόνια.
Μά, σὰν ξυπνῶ, σὰν θὰ κοιμᾶμαι,
ἐκεῖνα πάντα θὰ θυμᾶμαι,
τὰ πρῶτα χρόνια.
 
Κάλλιο, παιδί μου, στερημένος
παρὰ στὴν ξένη πικραμένος...
Ἐδῶ, κι ἀγάλι...
Ὅσοι ξαπλώνουν δίχως χάδι,
τοὺς κατατρώγει τὸ σκοτάδι,
τοὺς καταβάλλει.
 
Ποῦ θά 'βρεις Ἄνοιξη, ἴδιο λάμπος!
Ὅπως τῆς Κέρκυρας ὁ κάμπος
νὰ πρασινίζει;
Ἴδια ποῦ θά ‘βρεις φύση, γέμα.
Ὅμοιο καθάριο θῆλυς βλέμμα,
νὰ σὲ κερδίζει;
 
Πρέπει, πατέρα μου, νὰ φύγω.
Στάσου, παιδί μου. Ἄκου, γιὰ λίγο!
Στερνὴ φορά σας.
Κατάμονος σου, ποῦ πηγαίνεις;
Μανούλα μου, μὴν ἐπιμένεις.
(Ὦ! συμφορά σας...)
 
1978
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς πολυκατοικίας
 
Στὸν διάδρομο...
 
Τὴ σύναξή τους, γνωρίζω
ἀπὸ τ’ ἀνάλαφρο
τῶν βημάτων τους
καὶ ἀπὸ τοὺς ψιθύρους...
Ἐδῶ, κρίνονται δίκες λαμπρές
ἀπὸ δικαστὲς "ἀμέμπτου ἠθικῆς"
ποὺ ἀποφασίζουν
ἐκ τῶν προτέρων
λαιμητόμους – καρέκλες
γιὰ τοὺς ἐνόχους.
 
Στὸ δικαστήριό τους,
μορφὲς ἀλλόκοτες
μὲ γλῶσσες μακριές
σὰν ξίφη,
μὲ χαμόγελο ἀχινοῦ
κι ἀσφόδελο βλέμμα,
σκιρτοῦν ἀλαλάζοντας
μὲ κραυγὲς ἐκσπερμάτισης.
 
Ἡ εἰσαγγελεύς,
τοῦ ἀνιδιοτελοῦς δικαστηρίου τους,
κραδαίνει τὸ χέρι
προτείνοντας ποινὲς ἀγχόνης.
Ὁρίζουν οἱ ἔνορκοι
καὶ ἡ πρόεδρος ἀποφασίζει:
 
«Θάνατος!
 
Μὲ τὸ πέρας τῶν δικῶν
οἱ δυστυχισμένες αὐτὲς ὑπάρξεις
ἀκροβολίζονται,
κατάκοπες
ἀσυντρόφευτες
παραδομένες στὸ σκότος
τῆς ἀνοργασμικότητάς τους.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 

Των πολέμων η έλαφος

 
 
Εἶμαι κεῖνο τὸ στοιχειό
στὴ μελάνη τοῦ Ὁμήρου,
ποὺ δόθηκε μιὰ νύχτα
νησὶ στὸν Ὀδυσσέα:
Ἡ Καλυψώ
 
Εἶμαι κείνη ἡ παλαιά
πρωτομέδουσα
στὴ ρότα τῆς Ἀργοῦς,
ἡ φέρουσα τὴν τρίαινα
τοῦ Ποσειδῶνα
 
Εἶμαι κεῖνο τῆς Τροῖας
τ’ ὀξειδωμένο βέλος
στὸ πόδι τοῦ Ἀχιλλέα,
τ’ ἀδηφάγο παλάτι
τῶν ἡρώων
 
Εἶμαι κεῖνο τὸ ὅριο
σκαιὸ λίκνο
στὴ θύρα τοῦ τέλους,
ἱέρεια τῆς Κίρκης
καὶ πειρασμὸς τῆς ἁγνότητος
 
Ἐγὼ εἶμαι, ναί! ἡ
τῶν Σειρήνων ὀλέθρια ἀοιδός
στὸ καράβι τοῦ Ὀδυσσέα.
Ἡ δεικνύουσα τὴν κερκόπορτα
πρὸς Ἀγαρηνό
 
Ἐγὼ εἶμαι, ναί! ἡ
ὅλων τῶν Ἐθνῶν πόρνη
μὲ τ’ ἀνομολόγητα ὀνόματα,
στὰ σκέλη μου, βασιλεῖς
ὑποτάχθηκαν
 
Ἐγὼ εἶμαι, ναί! ἡ
τῶν ἐνόχων θηλάζουσα,
ἡ φερομένη φωλεὰ κοιτίδα
τῆς λόγιας λήθης.
Τῆς Ἱστορίας, τὸ ἔρεβος
 
ἐγὼ εἶμαι, ναί...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τοῦτες τὶς ὧρες, ντροπιάζεται τὸ χῶμα ποὺ θὰ μ’ ἔθαβε...
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ σκιά
 
 
Ἴσα ποὺ τὴ διέκρινα. Τὸ ἀνάστημά της
φανέρωνε γυναῖκα μὲ ἀνάερη κόμη.
Ἔμοιαζε νὰ παραμονεύει τὶς δέσμες
μίας σελήνης ἄδικης καὶ χαιρέκακης.
 
Κοίταξε ἀπειλητικὰ πρὸς τὸ μέρος της
καὶ θυμωμένα, κινήθηκε
πρὸς τὴ μέση τοῦ δωματίου.
Στὸ ὕψος τοῦ καλωδίου τῆς λάμπας
 
τὰ χέρια της, λιγόστεψαν τὴ θηλιά,
ὅσο ποὺ χρειάστηκε...
Ἔτσι, κυρίαρχο τὸ κράτος τῆς σελήνης,
βρῆκε πρόσφορο γι’ αὐτὴν ἔδαφος...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Μὴ μοῦ ζητᾶς
  
Στὴν ἀργὴ φορά
τοῦ λεπτοδείκτη,
γκρεμίζει ὁ χρόνος,
χάνεται.
 
Μὴ μοῦ ζητᾶς,
Ἑλλάδα.
Δῶσε μου χρόνο,
νὰ ξεχάσω...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὧραι
 
 
Φθάσετε, Ὧραι! Φθάσετε!
Εἰς κάλπας, νὰ ἰδωθοῦμε,
τὰς τύχας μας νὰ ἰδοῦμε,
τίνων ἀξίαν, φρονοῦν.
 
Πῶς ὁ χρυσός των, ἄργιλος...
Πῶς αἱ στιγμαί μας, κόνις...
Εἰς μάτην δέ, νερώνεις
τὸ νέκταρ των, Αὐξώ:
 
Ὅ,τι ἐπεθύμουν, δι’ ἐμέ –
κι ὅ,τι διὰ σέ, πατρίς μου,
μὲν δύναται ἡ εὐχῆς μου,
μὰ τ’ ὄνειδος.... Καρπῶ:
 
Εὔγλωττοι λόγοι! κλέος – αἰδώς.
Πλείονος γὰρ ἡ κόνις.
Τοῦ ἔαρος ὄθε ἰσκιώνεις
Θαλάττη: ὠδή! Ἐπωδή:
 
«Ὤωω, φιλευτράπελε ἄρχοντα,
τούτη ἡ φυλὴ ποὺ γλέπεις,
μόνο γι’ ἀγάπη, μίλησε.
Σταυρό, πῶς κουβαλοῦν.
Κι ἂν ἀσεβεῖς, μετάνιωσε
κι ἂν στὸ κακὸ ἀποβλέπεις,
πές της, πὼς λάθος ἔκαμνες,
καὶ κίνησε γι’ ἀλλοῦ
πρὶν καταλάβει πὼς φθονεῖς,
πὼς λάφυρο τὴ θέλεις·
σῦρε θηλιὰ κι ἑτοίμασε
κι ἀφέσου, νὰ ριχτεῖς.
Κι ἂν δὲν μπορεῖς, μονάχος σου,
γιὰ λίγο, τ’ ἀναστέλλεις...
Ὁ Γιούδας, κι ἂν κρεμάστηκε,
καλὸν εἶχε σκοπό...».
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πολιτικὸ μήνυμα ΙΙ
 
 
Μὲ βλέμμα ὑπερόπτη, νὰ σὲ κοιτάει
μ’ ἐκεῖνο τὸ ὕφος τὸ στεῖρο – κενό,
κι ἀπ’ τῆς ψυχῆς του τ’ ἄπατα χάη,
μὲ ἡλιοβασίλεμα κι ἑσπερινό,
 
ἀπὸ τὰ βάθη κι ἀπὸ τὰ σκότη,
(μορφὴ θρασεῖα, πολιτική)
κεῖ ποὺ τὰ ἐρέβη καὶ ἡ ματαιότη,
κεῖ ποὺ τὸ Τέλος καραδοκεῖ,
 
σκέψου! κι ἐνθάρρυνε τοῦ νοῦ σοῦ τ’ ἄδειο...
Φθινοπωριάτικα, μὲ γλῶσσα τεφρή,
ἀπ’ τὰ κανάλια κι ἀπὸ τὰ ράδιο,
πολιτικάντηδες – προδότες, ἐχθροί
 
τὸ μέλλον θὰ ὑπόσχονται, σιγουρεμένοι
πὼς πάλι, γιὰ μιὰ φορὰ σὲ μποροῦν.
Τὰ ἕρμα τ’ ἀγέννητα καὶ οἱ γεννημένοι...
Οἱ αὐτόχειρες κι ὅσοι σᾶς ἱστοροῦν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Περὶ δασῶν καὶ ὀρέων
 
 
Ἔχω μιὰ θλίψη ἑσπερινοῦ Σεπτέμβρη μῆνα, – κιόλα –
μὰ λέω μὴ φταίει τὸ καιρικὸ τὸ φθινοπωρινό:
Τὸ πρωτοβρόχι τ’ ἄξαφνο ποὺ σπάει στὰ φυλλοβόλα
κι ὡς συντελεῖται, θυμικὰ πλησιάζω τὸ ἀλγεινό.
 
Σὰ δὲν μπορῶ τὶς πτώσεις τους, κατάχαμα κεῖ στέκω
καὶ τὰ θρηνῶ ποὺ κείτονται στὴ γῆς κάτω νεκρά.
Μόνη χαρά, στοὺς στίχους μου σὰν ἱκανὰ τὰ πλέκω.
Σὰν ἱκανὰ τὰ λόγια μου φαντάζουνε πικρά.
 
Ἔτσι τὸ δάσος – μέσα μου, ζυγώνω καὶ μὲ φτάνει,
καὶ τὰ δεντρὰ καὶ τὰ χλωρὰ τὰ νιώθω ἀδερφικά μου,
ποὺ σὰν χαθεῖ κάποιο, θαρρῶ θλίψη στὴ σκέψη πιάνει
τόση, ποὺ ἡ λόγχη τῆς ψυχῆς ξεσπᾶ στὰ λογικά μου:
 
Ἔχω μιὰ θλίψη ἑσπερινή, Ἰούνη μῆνα, – κιόλα –
ποὺ εὐδοκιμοῦν οἱ θερινὲς κατ’ ἐντολὴ φωτιές.
Ποὺ εὐδοκιμοῦν βουλευτικοὶ μὲ μάτια σπιθοβόλα,
ζήτουλες, ποὺ δὲ μάθανε παρὰ μὲ τὶς γητειές...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἄφθονος πόλη
 
 
Πολυκατοικία 97
Οἱ δρόμοι τῆς πόλεως ἔρημοι.
Ἀοιδοὶ μὲ μικρὲς φυσαρμόνικες
συνωστίζονται στῶν φαναριῶν τὰ πόστα
καρδιοχτυπῶντας γιὰ μεροκάματο.
Χαστουκίζονται γιὰ τεχνικὲς ποὺ δὲν εὐόδωσαν.
 
Πολυκατοικία 81
Ἀπὸ νωρὶς ξηλώνουν τὰ δέντρα.
Στὶς θέσεις τους φυτεύονται μικρὰ παιδιά
μὲ χλωροπράσινα μαλλιὰ καταστόλιστα θάνατο.
Στὰ κορμιά τους ἀποφόρια ὑφασμένου ξύλου
δουλεμένα μ’ ἀπειλὲς ψιλοβέλονες.
 
Πολυκατοικία 48
Τὰ ἄλογα τῆς πόλεως χλιμιντρίζουν –
Λαμπορκίνες καὶ Φεράρες σὺν 4Χ4 (=16?)
κι αὐτή... κουλουριασμένη νεκρὴ πλάϊ σὲ ὄρνια
πού ’χοῦν νύχια καὶ ράμφη γαμψά,
κρατᾶ στῆς ψυχῆς τὰ θεμέλια μπουρίνι τὸν ἔμετο.
 
Πολυκατοικία 69
Ἔρωτες...μετρημένοι στῆς Κάλι τὰ δάχτυλα,
ἀθόρυβοι μὰ κι ἐπίμονοι,
πικρόθυμοι,
παρομοιώδης μὰ κι εὐγνώμονες.
Θλιμμένες στὴν ἔξοδο νύφες μὲ βλέμμα κενό.
 
Πολυκατοικία 12
Αὐλότοιχος.
Δολοφονημένος στίχος ἐρωτικός
ἀπὸ νωρὶς φτεροκόπος.
Εἶναι γιατί κρυφοκοίταξε
γραμμένο σύνθημα πολιτικό.
Δυὸ λουλούδια στὴ μνήμη του.
 
Πολυκατοικία 24
Φανάρι. Οἱ δρόμοι τῆς πόλεως ἔρημοι.
Τώρα στὶς γλάστρες φυτεύουν τις ἔγκυες.
Καβάλα στὴ σπὸρ σκούπα κολίγας σπινιάρει.
Τὰ παιδιὰ φυτεύονται ἀκόμα.
Στὰ κλαριά τους αὐτόχειρα περιστέρια.
 
Ἄλλαξε ἡ μέρα σκυτάλη μὲ τὴ νύχτα.
Τὸ δαχτυλίδι της μπόχας μονόπετρο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Φιδέλ
 
 
Ἐδῶ, στὸ νυχτοβίγλι ἀπὸ τὸ ἄρμπουρο,
τὸν ἧλο εἶχαν πρωράτες καὶ τὸν πάλευαν
ἀνάστροφα, στὴ ρότα τοῦ σταυροῦ.
 
.................

 
Φιδέλ, γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀνάγειραν τὴ θάλασσα,
τὸ στέργω, καθὼς λέτε ἀπὸ τὸ πρόστεγο:
«Ἀπέθαντοι νὰ κρένουν μὲ θυμό
 
τὴν παίνια τῆς ξηρᾶς, κι ὅπως ξιπάζεται
καὶ στέκει ἀπ’ τα πινά, πιὸ πάνω ἡ Θέμιδα,
ἀμφίγνωμη νὰ στέργει τὴν πειθώ
 
γι’ αὐτόν, τὸν πανδαμάτορα καὶ φίλοπλο
ποὺ βγαίνει ἀπ’ τὶς στοὲς συναντιλήπτορας,
τὸ πλεῖστον μὲ δελφίνους, χορηγούς,
 
προστάτες, τὴν πειθὼ τέχνη ποὺ κάνουνε,
μπιρλάντια λαμπερά, – εἰδὴ μὲ πέρκωμα,
ἐμφαίνει ἐθνωφελὴς τοῦ Ὀμφαλοῦ...
 
Ποὺ σέρνουν καραβάνι ἐδῶ φερέοικο
τοῦ ἀτσίγγανου, – πυκνὰ ζώνουν τὸ ὕβρισμα,
καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μάτι τοῦ Θεοῦ
 
βερέμικος ἀητὸς πετᾶ προσήνεμος,
γογγύζει μὲ μιὰ στέρφα, λόγια πύρινα,
στὴ γούμενα κρεμιέται του πλωριοῦ».
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Εὐκρινῶς ἐννοούμενα
 
Εἰς μνήμην Ἀλεξάνδρου Γρηγορόπουλου
 
 
Γιὰ τί διψᾶς, τί πείνασες;
Γιατί τ’ ἄστρα σκοτείνιασες
καὶ σὰν καιρός, τὸ νότισες,
τὸ χάλασες, τὸ σκότισες;
 
Τί ἀπὸ τοῦ τάφου, ζήλεψες
κι ἀκόπιαστα, τὸ φίλεψες;
Πές μου, πότε τ’ ἀγάπησες;
Τὸ πόνεσες; Τὸ δάκρυσες;
 
Μήπως καὶ δὲν τὸ γέννησες;
Μὴ τὴ συνέχεια γκρέμισες
καὶ τῆς φυλῆς ὁ ἀθάνατος,
ἔμελλε νά ’ναὶ θάνατος...;
.......... 
 
Σὲ κεῖνο ἐκεῖ, τὸ βλέμμα του,
στὸ φονευμένο τὸ αἷμα του,
δὲν κείτεται τ’ ἀϊτόπουλο,
τ’ ἀγόρι, τὸ παιδόπουλο...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Εὐκρινῶς ἐννοούμενα ΙΙ
 
Εἰς μνήμην Ἀλεξάνδρου Γρηγορόπουλου
 
 
Φέτος, πρὶν ἔρθει ἡ ἄνοιξη κι ἀνθίσουν τὰ λουλούδια
καὶ πρὶν τῶν δέντρων τὰ κλωνάρια βγάλουν τρυφερά
ἐγώ, δὲν θά ’μαι τῆς δροσιᾶς ν’ ἀκούσω τὰ τραγούδια
ἀπ’ τὰ τρεχούμενα ρηχὰ κρυστάλλινα νερά.
 
Ἐγώ, δὲν θά ’μαι γιὰ νὰ δῶ πῶς βγαίνει τὸ χορτάρι
καὶ πῶς, ἁπλώνει τὸ χαλὶ στὰ γκρέμια, στὶς ἐρμιές.
Φέτος, δὲν θά ’μαι ὅταν στὴ γῆς θ’ ἁπλώνει τὸ θυμάρι,
οὔτε καὶ θά ’μαι, τὰ πουλιὰ νὰ δῶ μὲς στὶς φωλιές.
 
Ἴσως... νά ’μαι δαφνόφυλλο ἀπ’ ἄνεμο παρμένο.
Κλαδὶ νωπό, ποὺ βύθισε στὴν κοίτη τῆς πηγῆς.
Ἄνοο φύλλο ὡς σέπεται καιρὸ κιτρινισμένο.
Ρίζα! ποὺ δὲν εὐτύχησε δέντρο νὰ βγεῖ στὴ γῆς.
 
Φέτος, δὲν θά ’μαι...
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Οἱ πατριδοκάπηλοι καὶ ἡ Ποίησις
 
Πλατεῖα Καραϊσκάκη, Πειραιᾶς
..
.......... 

 
«Ἐκ τῶν σπαργάνων τῆς μητρός μου,
οὗτος ὁ λόγος ποὺ διψῶ
τὸ ὑγρὸ στοιχεῖον.
Τὴν συνεβούλευε ἰατρός μου,
διὰ τὰς μεμβράνας, τὶς λειψός
ἀπὸ παιδίον.
 
Διεγνώσθη ἀσθένεια σοβαρά,
κι αὐτή, μηδὲ πῆρε φαιδρά,
τὴν ὅποια αἰτίαν.
Πολλάκις, ἔκλαιε εἰς τὰς φολίδας,
διὰ ν’ ἀποθέσει τὰς ἐλπίδας,
εἰς Παναΐαν.
 
Στιγμαί της σάρξ μου, λυπηραί,
κι οὗτος ἐξήρχετο, δι’ ἐμέ
τῆς εἶπε, ἰδίως:
«Θάρρος! (Αἱ λέξεις, φοβεραί...
Τί μ’ ἐπιφύλασσες, καημέ,
κι ὁμοιάζω ἰχθύος;
 
Τοὐτέστιν, ἔζησα πολλά...
ὁ γέρο-χρόνος, μοῦ γελᾶ,
διόλου σπουδαῖα.
Ὅστις, ταξίδεψεν ναυτίλος,
καὶ τ’ ὠκεάνιον εἶδε χεῖλος,
κλείνει μοιραῖα.
 
.....................
 
Διὰ τοῦτο, ἂς ἤμουν μεταλλάς,
νὰ πελεκῶ καὶ νὰ τροχῷ
μὲ τὰς μακίνας,
παρὰ νὰ κάθομαι, ποσῶς
πολὺς διευθύνων τὰς ἀκτάς,
ἀπ’ τὰς Ἀθήνας... »
 
*Καὶ ἐν προκειμένῳ, «ἐπαυξάνοντάς το» πρός
ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων..: Οἱ παλαιότεροι ἐξ αὐτῶν
δημιουργοὶ τῶν ἀπέραντων ἐμπορικῶν στόλων
ἀπάτριδες, φιλοτιμότεροι καὶ οὐσιαστικότεροι
ἦσαν, ἀπὸ τοὺς εὐκόλως μεταγενέστερους διαδόχους
ἐξαρτημένους τοῦ εὐσχήμονος καπιταλισμοῦ.
Ἄτομα δηλαδὴ τοῦ παραλόγου τῆς ἰδιοτελείας καὶ ἄκρας
ἐκμεταλλεύσεως, ποὺ ἔχουν περιπέσει σὲ μία περιδίνηση
ὑπολανθάνουσας πνευματικῆς καταστάσεως
τῆς τάξεως τῆς μισανθρωπίας, λόγῳ τῶν ψυχοτρόπων
τοῦ καπιταλισμοῦ. Οἱ ἀσθενεῖς καὶ δυστυχεῖς αὐτοί
ἄνθρωποι, οἱ τῆς ψυχικῆς διαβρώσεως, οὐδέποτε
τὸ ἔθνος τῶν Ἑλλήνων ἀγάπησαν, πολλῷ δὲ τὸν ἴδιο
τὸν Ἕλληνα ναυτικό . Ἐμεῖς, οἱ κατάφορτοι ἀπὸ μνῆμες
παλαιότεροι τοῦ ναυτικοῦ ἐπαγγέλματος, σιωποῦμε
ἠθελημένα (ὄχι ἐθελοτυφλοῦμε) διότι ἄνθρωποι
εἴμαστε Ἕλληνες καὶ συγχωροῦμε...
Ὡστόσο, ἐμεῖς ἐπόπτες στὴ βάρδια τῶν ὁρίων θὰ στέκουμε
καὶ χρέος θὰ ἔχουμε ἔναντι τῆς ἀληθείας,
ἐποπτεύοντας ἀπὸ τὴ γέφυρα τῆς συνειδήσεώς μας
τὴ νοσηρότητα καὶ ἀπρέπεια ὅσων ἐπιβουλεύονται
κεκτημένα ἡμῶν καὶ ἀλλήλων.
 
6 – 1989
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας


   

Ἑλλὰς VΙΙ
 
Ἡ Μοναξιά
  
Σὲ αὐτὸν τὸν τόπο,
καθηλωμένη,
διάγει τὶς μέρες της
δυστυχισμένη,
διάγει τὶς νύχτες της
δίχως χαρά.


Ἡ ἔρμη σκότισε
καὶ παραπαίει,
καὶ νιώθει ὡς ἔρημος
δίχως νὰ φταίει,
γι’ αὐτὸ ἀποκρίθηκε
στὴ Μοναξιά:
 
«Ἔλα! 
– τῆς φώναξε –

καλή μου φίλη,
ἐδῶ ποὺ φέγγει
τὸ ἀχνὸ καντήλι·
κάθισε δίπλα μου,
νὰ σοῦ τὰ πῶ.
 
Κάθε τι σκέφτομαι
στίχο τὸ πλέχω
κι ὅ,τι παράταιρο
πιὰ τ’ ἀπαντέχω.
Ἔτσι μοῦ μάθανε,
νὰ καρτερῶ
 
μά, ὡς προσκύνησε
ἡ ψυχὴ τὸ χρῆμα,
ἐγὼ γιὰ τ’ ἄδικο
καὶ γιὰ τὸ κρῖμα,
θὰ γράφω πάντοτε
αἱ θὰ μιλῶ
 
γιὰ τὰ «ὡς εἴθισται»,
γιὰ τὰ «ὡς πρέπει»,
διαμαρτυρόμενη,
σὲ αὐτὸ τὸ ρέπι.
Σὲ αὐτῆς τῆς κάμαρας
τὴ σιγαλιά,
 
κλαίγω τὴ μοῖρα μου,
τ’ ἄδικο κλαίγω,
μιᾶς κι ἄλλο τίποτε
πιὰ δὲν ὀρέγω,
μιᾶς καὶ δὲ μ’ ἄφησαν
λίγη χαρά.
 
Ὁ νοῦς μου σάλεψε
καὶ καταρρέω,
δίχως ἡ ἔρμη
κάπου νὰ φταίω·
ὁ φταίχτης, λάλησε
μὲ τὸν παρά
 
κι ἔγινε, ὑπέρτατος!
Πολιτικάντης!
στημένης τράπουλας
Ρήγας καὶ Φάντης».
Κι αὐτή, ποὺ στράφηκε
στὴ Μοναξιά,
 
κάθε τι σκέφτεται
στίχο τὸ πλέχει
κι ὅ,τι παράξενο
πιὰ τ’ ἀπαντέχει.
Ἔτσι τὴ μάθανε,
νὰ καρτερά...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Κι ἔπειτα, τίποτα...
 
 
Μονάχα ἡ Ποίηση θέλησε γιὰ ἐκείνη νὰ πονᾶ...
Κάτωχρη στέκει δίπλα μου καὶ μὲ κοιτάει στὰ μάτια.
Τῆς λέω σιγὰ πὼς τὸ μυαλό μου ἀρχίζει νὰ ξεχνᾶ.
Πὼς δὲν θυμᾶμαι ἂν ἔζησα σὲ ρέπια ἢ σὲ παλάτια.
 
Πὼς δὲν θυμᾶμαι ποιᾶς στεριᾶς τὴ θάλασσα πατῶ.
Ἂν ζωντανὸς ἢ πέθανα σὲ κάποιο μοῦ ταξίδι.
Ἂν εἶναι ἀλήθεια ἡ ἄβυσσος στὰ χέρια ποὺ κρατῶ.
Ἂν στοῦ ποδιοῦ μου γνώριμο ποὺ μὲ δαγκώνει φίδι:
 
«Πές μου, καλή μου, μέθυσα καὶ δὲν καλὰ θωρῶ;
Κόκκοι λευκοί του ἀλμόλοιπου, μοῦ μπήκανε στὰ μάτια;
Ἀντὶ γιὰ διάσημα, ἐγὼ σημαία μου τὴ φορῶ
καὶ τὴν πηγαίνω ἀδιάκοπα στὰ μήκη καὶ στὰ πλάτια.
 
Ω, Ποίηση! πές μου, ποιός ἐχθρὸς σφοδρὰ ποὺ τὴν μισεῖ;
Δῶσε μου χρόνο, ἕνα χαρτὶ καὶ πένα, γιὰ νὰ γράψω.
Νὰ σοῦ τὴν κάνω ἀθάνατη στὰ χέρια μου, χρυσῆ!
Νὰ νιώσω ἐκείνης τὴ χαρά, ὡς νὰ μοῦ πεῖ νὰ πάψω...»
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ ἄρχουσα τάξη...
 
 
Ἡ ἄρχουσα τάξη, τὸ σύστημα, θέλει πνεύματα πειθαρχημένα
χωρὶς κοσμοθεωρητικὲς ἀντιλήψεις, ποὺ δὲν παρατηροῦν,
προϊδεάζουν καὶ ποὺ δὲν καταθέτουν θέσεις καὶ ἀπόψεις
μὲ ἀμεσότητα καὶ εὐθυκρισία. Δὲν θέλει, τύπου θεώρησης
ἔλλογες ἀπαντήσεις καὶ ἀξιολογήσεις, ποὺ ἀφοροῦν την
ἀνθρώπινη συμπεριφορὰ καὶ βίωση.
Τὸ σύστημα, αἰῶνες τώρα, καταδιώκει τὴν φανέρωση
καὶ τὴ δυναμική του»Αντιστέκεστε».
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Μέγας Ἀλέξανδρος
 
 
Σχίσου, λιθάρι, κι ἄνοιξε τὸ στόμα νὰ μιλήσεις
κι ἀπὸ τὸ φυλλοκάρδι σου, μὲ λίθινη κραυγή
φώναξε, γιὰ ν’ ἀκούσουνε οἱ Ἀνατολές, οἱ Δύσεις:
Καθ’ Ἕλληνας, πὼς τίκτεται ἀπὸ γενιὰ διαυγῆ.
 
Μίλησε, θάλασσα πλατιὰ κι ἐσὺ πέλαγο, πές μας
πόθεν τ’ ἀγόρι τὸ τρανὸ ποὺ κίνησε νωρίς,
τὸ δισχιλιόχρονο παιδί, ποὺ φέρουν οἱ καρδιές μας,
ποὺ φέρουνε τὰ μάρμαρα κι οἱ πήλινοι ἀμφορεῖς;
 
Κι ἐσεῖς, Φαγιοὺμ ὑπέρκαλα, ἀπὸ τὴν ἐρημιά σας,
πεῖτε μας, ποιόν Ἀλέξανδρο σᾶς δεῖξαν οἱ σοφοί·
ζωγραφικὰ περίτεχνα μὲ τὴν λαμπρὴ ὀμορφιά σας,
τῆς Πέλλας γιοί, Ἑλληνόπουλα, μὲ τὴν ἁγία μορφή.
 
Κι ἐσεῖς! ἐσεῖς κουτόφραγκοι καὶ Δυτικοὶ φασίστες...
Καὶ Ἀριστερὰ μορφώματα τῆς ἀνεπροκοπῆς –
πόρνοι, δοτὰ σκηνώματα τῆς Δεξιᾶς, ἀριβίστες
κι ἅπαντες ὅλης τῆς Βουλῆς, τῆς ἀνιστορικῆς...
 
12-6-2018
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ ξεπροβόδισμα τῆς Ὀλυμπιάδας
 
 
Ἀλέξανδρε, ἀγγελούδι μου!
σπλάχνο, καλό παιδί μου,
σοῦ δίνω τὴν εὐχή μου,
νὰ πάγεις στὸ καλό.
 
Μὸν’ νὰ προσέχεις, μάτια μου.
Νὰ ντύνεσαι ὁλοένα.
Δὲν θά ‘χεις τώρα ἐμένα,
ξοπίσω νὰ γυρνῶ
 
γιὰ νὰ σοῦ λέω: «Ἀγάπη μου,
φόρεσε τὸ σκουτί σου».
Τὸ ἀσπίδι, τὸ σπαθί σου
νὰ τά ‘χεις κατὰ νοῦ
 
γιε μου, καθὼς ὁ κόσμος σου
σὰν τῆς ὀχιᾶς τὸ βλέμμα...
Ξημέρωμα καὶ γέμα,
τὰ μάτια ἔχε ἀνοιχτά,
 
κι ὅταν κοιμᾶσαι, Ἀλέξανδρε,
κι ὅταν ξυπνᾶς· τὸ νοῦ σου.
Νὰ νιώθεις καὶ τοῦ ἐχθροῦ σου
τὸ κοφτερὸ μυαλό.
 
Γιε μου, μὲ τὴν πανσέληνο
θὰ πῶ στὴ Σαλονίκη,
στὰ πλάτη καὶ στὰ μήκη
πὼς κίνησες νωρίς
 
ὥστε, ἐμεῖς, στὸν θρόνο σου
ἀσίγαστα ὀλημέρα,
ὡς τὴν στερνὴν ἑσπέρα,
ὡς τὴν στερνὴ στιγμή.
 
Καλὸ ταξίδι, ἀγόρι μου.
Κάθυγρο τὸ μαντήλι
θὰ σοῦ κουνῶ. Τὰ χείλη,
μὲ ἀβασκαντήρια εὐχή.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ κράτος
 
 
Ποιούς, Ἐρινύας πικρόχολο φίδι, παραμονεύεις;
Πῶς εὐτυχεῖς νὰ νιώσουνε καὶ ποιά γιὰ Σὲ χαρά
ὅταν, Ἑλλάς, ἐρήμην σου τὰ τέκνα σου φονεύεις
στὰ πᾶν – ἀχρεῖα τοῦ Κράτους σου λιμνάζοντα νερά;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
«Νά, Λόλα, ἕνα μῆλο»
 
 
Σκέφτομαι, κεῖνα τὰ παιδιά, π’ αὔριο σχολειὸ θ’ ἀρχίσουν
μὲ δίχως νά ’χεῖ ἡ σάκα τους, τετράδιο καὶ μολύβι.
Ὁποὺ καλοῦνται ζωντανὴ τὴ φλόγα νὰ κρατήσουν,
αὐτή, πὸὺ θέλει τῆς ζωῆς τὰ σκότη νὰ συντρίβει.
 
Τὰ στερημένα, σκέφτομαι, τὰ πῖὸ ἀδυνατισμένα...
π’ αὔριο δὲ θά ’χοῦν νὰ χαροῦν, δὲ θά ’χοῦν νὰ γελάσουν.
Ὁποὺ φοροῦν τὰ περσινά, τὰ πολυφορεμένα
ποδήματα κι ἐνδύματα! Πὸὺ πρέπει νὰ χορτάσουν
 
μὲ μία μπουκιὰ ξὲρὸ ψωμί, τοῦ τάδε καὶ τοῦ δεῖνα...
(Ντρέπομαι τὴ κατάντια μας, τὸν ἀπανθρωπισμό μας.
Ποιός εἰδεχθής; ποιό σκήνωμα, πὸὺ τά ’σπρωξε στὴν πεῖνα;
Μὴν εἴμ’ ἐγώ; Μὴν εἶστε ἐσεῖς; Ποιός θέλει τὸ χαμό μας;
 
Ποιός εἶν’ ὁ φταίχτης; πεῖτε μου! ποιός εἶν’ ὁ νοικοκύρης...;
Δεῖξτε μου, ποιός! γιὰ νὰ τ’ ἀστράψω μιά, νὰ τὸν τσακίσω!!
Ποιός τὴ σπορά μας, χάλασε; Ποιός εἶναι, ὁ κακομοίρης...;
Δῶστε τον! δῶστε τον σ’ ἐμέ, νὰ σᾶς τὸν συγυρίσω...)
 
«Α μπὲ μπὰ μπλόν...»
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Εἶναι κόπος...
 
 
Χρόνια ποῦ ’μὰὶ μακριά σου
ἐρημώθηκε ἡ καρδιά,
μ’ ἕνα μαῦρο νύχτας πέπλο...
κι εἶν’ τὰ στήθη μου ἐρημιά
κι εἶν’ τα μέσα μου, ρημάδια.
 
-Τὰ σκοτάδια...
 
-Σὲ ξεχνῶ, μὰ πάλι ἐντός μου
ψιθυρίζεις μυστικά:
"Μὴν ἡ σκέψη σου, ἡσυχάσει..."
Μά... δὲν σ’ ἔχω ξεπεράσει,
κι ἂν ἡ σκέψη μου, ξεχάσει...
 
-Σ’ ἔχω χάσει...
 
-Κάθε σκέψη μου, γιὰ σένα,
κάθε δάκρυ μου, πικρό,
ἔρημη πατρίδα, μόνη...
Καπετάνιος εἶν’ ὁ τρόπος
νά ’χεῖ, τὸν προστάτη ὁ τόπος...
-Εἶναι κόπος...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Γιατί, Κύριε...;
 
Νύχτα τοῦ Nότου.
Τρεῖς τοῦ προδότου.
Τὸ πρόσωπό του
σὰν τοῦ φονιᾶ.
 
Μοῦ βγάζει λόγο.
Μυστικολόγο.
Τὰ λόγια τρώγω.
Μὲ κυβερνᾶ:
 
«Ἡ χώρα, φθίνει!
Μέσα στὴ δίνη...»
Κάτι μοῦ δίνει,
μὰ τὸ ζητᾶ.
 
Ἐπευφημίες...
Πλούσιες κυρίες.
Καὶ στὶς κηδεῖες,
κομματικά.
 
Σήκω! καὶ μίλα.
Μ’ ἀνατριχίλα.
Δὲν ἔχω βίλα
καὶ ταρσανά.
 
Πορείας ἐργάτης.
Λιμενεργάτης.
Καὶ παραβάτης,
στὴ γειτονιά
 
τούτου του κόσμου,
πὸὺ ἐχάθη ἐμπρός μου...
Ζητῶ τὸ φῶς μου!
Μῆνας ἐννιά...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ὁ Ποιητὴς ΙΙ
 
Αὐτός...
 
δὲν ἔγραψε ν’ ἀδράξει δόξα.
Αὐτός, δὲν πάλεψε γιὰ "Εὐχαριστῶ".
Δὲν φέρει αἰμάτινα βέλη καὶ τόξα.
Μόνο τὴν πένα του ἔχει· γι’ αὐτό
 
σκιρτᾶ,
 
μπρὸς στ’ ἄδικο καὶ μπρὸς στὴ θλίψη,
κι ὅταν διορθώνει... φεύγει, γι’ ἀλλοῦ!
Δὲν ἔχει ὁ λόγος του κάτι νὰ κρύψει,
ὅπως τοῦ μέτριου καὶ τοῦ δειλοῦ.
 
Τρέφει!
 
καὶ τρέφεται μὲ τὴν ἀλήθεια –
ἔτσ’ εἶν’ ἡ σκέψη του, πόνος γλυκύς.
(Αὐτός, πὸὺ πάλλεται μέχρι τα βύθια,
δὲν ἔχει ἀνάπαψη· ὁ δυστυχής...)
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 

  

Kαταισχύνη
 
Παρακαλῶ σας, πεῖτε μου! πῶς μέσα μου νὰ γιάνω;
Πῶς μέσα μου γιὰ νὰ χαρῶ, πὸὺ μοῦ ’τυχαν ἐμπρός μου;
Θαρρῶ πὼς πρέπει νὰ τὰ πῶ πρὶν μοῦ ’ρθεῖ ν’ ἀποθάνω.
Θαρρῶ πὼς πρέπει νὰ γενεῖ ὁ ἀπώτερος σκοπός μου:
 
Στὴν ἀχυρένια μὶὰ νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,
στὴν ἀγκαλιά μου ἕνα παὶδὶ σχὲδὸν σκελετωμένο,
(τ’ ἀθῶα ματάκια του θυμᾶμαι ἀκόμη ὡς μὲ κοιτοῦσαν)
στὰ ξαφνικά, ξεψύχησε γιὰ τό ’χανε ταμένο
 
τῆς Δύσης κεῖνα τὰ θεριά, ὁποὺ κανεὶς δὲν θέλει,
πὸὺ κλέβουνε τῆς Ἀφρικῆς τὸ γάλα καὶ τὸ μέλι.
 
Στὶς Φιλιππίνες, στὸ Ροξάς, δὲ θά ’τανε τεσσάρων...
πὸὺ κάποιος ναύτης Γερμανὸς τὸ πῆρε νὰ χαλάσει.
 
Σημάδι τό ’χω στὴ ζὲρβὴ γροθιά μου, κι ἔχω ἀκόμη
τὰ δόντια ἐκείνου, ποῦ ’σπασα νὰ μὴν ξαναγελάσει
τῆς Δύσης τ’ ἄγριο τὸ σκυλί, πὸὺ θέλει νὰ ξεδώσει,
καὶ τὴν Ἀσία την πόρνεψε γιὰ νὰ τὸν ξεπληρώσει...
 
Κι ἦταν, ἀκόμη, στὸ Κὰλὰτ πὸὺ τὴν πετροβολοῦσαν
γιατ’ εἶχε κάποιον μόνη τῆς θελήσει ν’ ἀγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι ἔκλαψα σὰν τό ’δὰ μὲ τὰ μάτια
πὸὺ τά ’βγαλα, μὴ ματαδὼ τὴν πρόστυχη τὴ Δύση
 
πὸὺ σπούδασε τὸὺς ἐθνικοὺς δοτούς της ἠγετίσκους,
καὶ μὲ πετρέλαιο μόλυνε τὸὺς ἠθικοὺς καὶ θρήσκους.
 
Στὴν Καρθαγένη κι ὕστερα, – Θέ μου, συγχώρεσέ με,
μὰ τό ’δὰ ἐμπρὸς νὰ γίνεται τὸ φονικὸ στὴν πράξη,
κάποια πὸλὺ πὸὺ ἀγάπαγε τὸ νταβαντζὴ μὲ πάθος,
ἕνα μαχαίρι τράβηξε κι ἐκεῖνον εἶχε σφάξει.
 
Γιὰ τοῦ χρυσοῦ τ’ ἀντάλλαγμα, τὸὺς πῆγαν τὴν πανώλη.
Τὸὺς κυβερνοῦν πανσπερμικὰ τῆς Δύσης, καὶ Διαβόλοι!
 
Ἔχω τῆς μαύρης ξενιτιᾶς τραγούδια ἐγὼ γραμμένα
πὸὺ κρύβω χρόνια μέσα μου γιὰ δὲν πὸλὺ θ’ ἀρέσουν.
Εἶναι στενάχωρα, γιατί μὲ δάκρυα εἶναι δοσμένα
τόσο, πὸὺ θὰ μὲ οἰκτίρετε, γιατί θὰ σᾶς πονέσουν...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος
 
 
Ἡ Ποίησις...
 
(ἡ ἐν συγχύσει διατελοῦσα, σύγχρονος...
ἐστὶν Μοῦσα πεφιλημένη
πλῆθος ἀνδρῶν αἰσθημάτων...)
 
...ἦτο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Πὲρὶ τῆς τέχνης τοῦ λόγου
 
 
Ξεφύγαμε ἀπὸ τὴν ποίηση τῆς οἰκειώσεως καὶ τῆς ὀρθῆς
ἀποδόσεως, δηλαδὴ τῆς ἐξοικειωμένης πρὸς ἐμᾶς παλαιᾶς
τοῦ μέτρου καὶ τῆς παράδοσης τεχνικῆς.
 
Οἱ τεχνοτρόποι νεωτεριστές, σύγχρονοι καὶ οἱ
"μετά", θεωρῶ πὼς παρεκτράπηκαν τῆς πορείας
καὶ λειτουργοῦν πλέον χωρίς τις
νοηματικὲς καὶ δυναμικὲς τῆς ἐπίδρασης...
Αὐτόματες γρὰφὲς καθ’ ὅλα ἐπιτηδευμένες,
σήμερα κατὰ 90%, κάνουν κατάχρηση τῆς συνοχικῆς λογικῆς καὶ παρασύρουν ἀνερχόμενα ταλέντα, ἀποσπῶντας τους τὴν προσοχὴ ἀπὸ τὶς εἰκόνεςτὶς εὐφρόσυνες πὸὺ δονοῦν καὶ μεγιστοποιοῦν τὴν ἔμπνευση.
Ἄναρχες γραφές, ἀσύνδετες μὲ τὸ πραγματικὸ τῆς ἐμπνεύσεως περιβάλλον, πὸὺ θεωροῦν ἑαυτοὺς αὐτοφυῶς εὐφυεῖς, παρῳδοῦν τὴν τέχνη καὶ τεχνική της ποιήσεως, δημιουργῶντας στρατιὲς μιμητῶν πού ἀθέλητα καρατομοῦνται, ἀνεπιστρεπτί...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἡ Ποίησις Τί
 
 
Ποιηταί; Μὰ εἶναι ἀνεπίτρεπτον, εἰς τὴν ἐποχήν
τῶν λοβοτομημένων... τῶν στρατευομένων τῆς ἰδικῆς μας
πᾶν-ἀχρείας ἀνηθικὴς τάξεως, τῆς ἐκπτώσεως καὶ εὐτελείας...
 
Ἐν ποιητὴν ἴσως δυνάμεθα ἱκανὸν ὡς μέτρον σύγκρισης
διὰ νὰ τὸν ἀναδείξομεν, πρὸς ἴδιον ἡμῶν ὄφελος,
περιφέροντάς τον φαλλικὸν σύμβολον εἰς τὰ σκέλη
τῆς λόγιας λήθης, ἕως ὅτου ἐπέλθει
τὸ πολυπόθητον τέλος τῆς παναρχαίας των αὐτῆς τέχνης·
δι αὐτὸ ἐπιτάσσεται τινὰ τρόπον τοιοὺτῳ νὰ λέγειν:
«Πλέον, θὰ ποιεῖτε πλαγίως, ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ,
ἄνευ φιλοσοφικῶν καὶ ἄλλων τινῶν θεωριῶν».
Ἡ Ποίησις, θὰ πρέπει νὰ χαίρει τὴν εὔνοιαν
καὶ ἀποδοχὴν τῶν μετρίων,
ὥστε νὰ παρωδεῖται ἡ τέχνη τῶν σπουδαίων
μὲ νοσηρᾶς ἢ ζοφερᾶς ἀτμοσφαίρας πονήματα – τα
ἄνευ ἀξίας καὶ πάντα βεβαίως μὲ τὴν εὐχήν:
Εἴθε νὰ σκέπει την ποίησην, τὸ ἄλικον
φῶς τῶν πορνείων, διότι τότε μόνον θὰ κατανικηθεῖ
καὶ εὐτελισθεῖ ἡ Στοχαστική τῶν Μάγων αὐτῶν πού,
ἐπὶ πλείστους αἰῶνας, τὰς σκοποὺς μας οἰκονομικῶς
καὶ κοινωνικῶς, τόσον πολὺν ἔβλαψεν τὸ πανοῦργον ποιητικὸν γένος.
 
Ἐν κατακλεῖδι: Ἡ Ποίησις, Τί...;
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τὸ χαρτί
 
 
Μὲ τὴ χλιδάτη, τοῦ Parker μου πένα,
ἀντιπαλεύαμε μ’ ἕνα χαρτί.
Γραφή, δὲν ἔπιανε! Τὰ λερωμένα
μήπως σκιαζότανε; Μὴ καὶ φθαρεῖ;
 
Τῶν λέξεων, ἔβαλλε τὰ σοφικά
καὶ τῆς ποιήσεως κάθε ἁρμονία.
Στοῦ εἱρμοῦ μου μέσα τὴν ἀγωνία,
κόπο κατέβαλε, προδοτικά
 
αὐτὸ τὸ τίποτε, τὸ δίχως μάρκα,
πολτοῦ κωλόχαρτο πὸὺ νὰ μὴ σώσει –
ἀφ’ ὅτου τό ‘βαλα μέσα στὴ βάρκα,
βάλθηκε αὐτὸ νὰ μὲ πληγώσει...
 
Αὐτὸ μοῦ χάλασε καὶ τὴ μελάνι
τοῦ Parker, τὴ χλιδάτη πένα...
Σκοπό του τό 'βαλε νὰ μὲ πεθάνει,
γι’ αὐτὸ κι ἐγώ, – τώρα σὲ σένα
 
σοῦ δίνω μὶὰ καὶ πᾶς στὸ διάλο
καί, χά! ἐκεῖ κάτου, μὲς στὸ νερό!
Χὰρτὶ ὑγραμένο καὶ φθονερό.
Ἄ, μόνο μάρκας..! μυαλὸ θὰ βάλω...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Τῆς ΔΕΗ(Σ)
 
(Ἀπὸ τηλεοράσεως τηλεκαφενείου ἀντλούμενο
μαργαριτάρι νεαρᾶς καλλονῆς).
 
 
Τῆς Θαλάσσης κατήρχετο πλοῖον
σύρων ὅπως ἀνέμου ζωστήρ.
Τὶς δὲν θέλη φωτίζων ἀστήρ,
τὸ σημεῖον;
 
Εἰς τὴν κόμην πλαϊνοῦ κοπηλάτου
εὐαισθήτου, κι ἠρέμου ψυχῆς,
ἐνεφάνη φὼτὸς μὶὰ ρυτίς,
φανοστάτου.
 
Μήπως ἢτ’ ὁ ἀστὴρ ποῦ ’κοιμήθη
στὴν σημαίνουσα κόμην αὐτήν;
Τὴν πῖὸ πρέπουσα χρόνου στιγμήν,
συζητήθη:
 
Ὅστὶς φέρην ἀχτίδας εἰς κόμην,
καὶ λερά ’ς ἔχη αὐτὴν κεφαλήν,
θέλη ἐλπίση διὰ πάντα λεχθήν:
Τὶς πληρώνην.
 
Δι’ αὐτό, ἔἷς διαφέρην εἰς κόμην,
διαπιστούσας ξὰνθὰς συμβουλῆς,
ἕν καλύπτοντα χρόνον χρεώνην,
ἡ ΔΕΗ(Σ).
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἑλλὰς V
 
 
...Κι ὅπως κυλάει τοῦ καραβιοῦ τὸ ἀναιμικὸ κουφάρι
αὐτό, πὸὺ ἀναμετρήθηκε μὲ κύματα – θεριά...
τὸ χαιρετίζουν φέγγοντας οἱ πελαγίσιοι φάροι,
τὸ χαιρετοῦν οἱ θάλασσες – στὲρνὴ παρηγοριά.
 
Στ’ ἀπόνερά του φίλντισι τὰ ὑδρόβια φωσφορίζουν
κι ἕνα φεγγάρι ἀλλιώτικα τοῦ φέγγει ἀποψινό,
σὰν σὲ δὶκὸ πὸὺ χάνεται πενθοῦν καὶ μακαρίζουν
συμπλέοντας πρὸς τὴν ἄβυσσο, κοιτῶντας στὸ κενό.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
 
Ἐὰν δὲν θυσιάσεις κομμάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου,
μὴν περιμένεις τὸ μέλλον ὁλόκληρο.
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας

 
 
...Τώρα ποὺ πρόθυμα οἱ σκὶὲς ὑπέστειλαν τὴ «μέρα»
καὶ σιωπηρὰ κι ἀθόρυβα τὴ δέσαν στὸν ἱστό της...
«ἐκείνης» φτάνει ὁ συριγμὸς σὰν τὸν ἀχὸ ἀπὸ σφαῖρα,
κάτι σὰν ἀπὸ θηλιὰ στὸν πάλλευκο λαιμό της...
 
 

©Γιῶργος Ν. Μανέτας